Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

Φοβάμαι την απόρριψη και το τι θα σκεφτείς για μένα.


«Δεν υπάρχει χειρότερη φυλακή απ’ το φόβο να μην πληγώσουμε κάποιον που μας αγαπά». -Rainer Maria Rilke
Υπάρχουν πράγματα που επιλέγουμε να μην πούμε στον άλλο με τη δικαιολογία ότι θέλουμε να τον προστατεύσουμε και να μην τον πληγώσουμε, αλλά αν το σκεφτούμε λίγο περισσότερο και είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας το μόνο άτομο που θέλουμε να προστατεύσουμε και να μην το πληγώσουμε είναι ο εαυτός μας.
Θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας από μια πιθανή απόρριψη ή από την άσκηση κριτικής.
Πολλές φορές μεγαλοποιούμε πολύ στο μυαλό μας τις αντιδράσεις ή τις απαντήσεις που αναμένουμε από τον άλλο, λόγω της ενεργοποίησης συναισθημάτων, αλλά και εμπειριών που έχουμε από το παρελθόν.
Επίσης, φοβόμαστε να πούμε κάτι στον άλλο με τη σκέψη ότι θα του φανεί γελοίο ή με το φόβο του τι θα σκεφτεί ο άλλος για εμάς: ότι είμαστε αδύναμοι, ότι είμαστε ευάλωτοι, ότι βλέπουμε τα πράγματα με πολύ ρομαντικό τρόπο, ότι είμαστε άδικοι μαζί του, ότι είμαστε αρκετά ενοχικοί;
Μπορεί να κάνουμε διάφορες υποθέσεις στο μυαλό μας που θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά…
Όμως, αν θέλουμε να εκφράζουμε τον πραγματικό μας εαυτό και να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας και τους άλλους είναι σημαντικό να λέμε και τα πράγματα που φοβόμαστε να πούμε…
Τι αισθάνομαι; Τι σκέφτομαι; Πώς νιώθω; Γιατί συμπεριφέρομαι έτσι;
«Τα πράγματα που φοβάμαι να σου πω έχουν να κάνουν με εμένα και οφείλονται σε μένα… φοβάμαι την απόρριψη και το τι θα σκεφτείς για μένα… φοβάμαι να σου δείξω πτυχές του πραγματικού μου εαυτού, είμαι ανασφαλής και φοβάμαι να ανοιχτώ σε σένα, γιατί πιστεύω πως όταν με γνωρίσεις καλύτερα θα με βαρεθείς ή θα με απορρίψεις, γιατί θα είμαι τόσο λίγος για σένα ή γιατί δεν θα είμαι αυτό που εσύ θέλεις…»
Άν επρόκειτο να πεθάνεις σύντομα και μπορούσες να κάνεις μόνο ένα τηλεφώνημα,
σε ποιόν θα τηλεφωνούσες και τι θα έλεγες;
… Και γιατί περιμένεις;
– Stephen Levine
Παπαδοπούλου Ελένη – Ψυχολόγος, MSc.
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΠΝΟΕΣ

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Όταν η προσωπικότητα ξεπερνά την εμφάνιση


Αν τολμούσε να περιγράψει κάποιος την έννοια της προσωπικότητας, θα ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Η πολυδιάστατη φύση της, σε συνδυασμό με τα ταλέντα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καλλιεργεί ο κάθε άνθρωπος, καθιστά την ανάλυσή της, αδιαπραγμάτευτα, υπόθεση ψυχολόγων και ψυχαναλυτών.
Πόσο πολύ μας αρέσει όμως να εξετάζουμε ανθρώπινες συμπεριφορές, λες κι είμαστε ειδικοί! Είναι στο αίμα μας το μικρόβιο της περιέργειας. Αλήθεια, έχει κάποιος από εσάς ανθρώπους γύρω του, που τους κρατά λόγω της εξωτερικής τους εμφάνισης; Κι αν ναι, για πόσο καιρό; Γιατί οι ουσιαστικές σχέσεις απαιτούν χρόνο ή καλύτερα χρόνια.
Η ομορφιά είναι κάτι αυταπόδεικτο, ανοίγει πόρτες και δίνει ευκαιρίες. Οι άνθρωποι που έχουν αυτό το θείο δώρο, ίσως προσπαθούν λιγότερο από άλλους κατά την προσέγγιση κάποιου κι ο λόγος είναι ότι λειτουργούν, συνήθως, ως πόλοι έλξης. Η γνωριμία ή αλλιώς η πρώτη επαφή μεταξύ δύο ανθρώπων αποτελεί το κομβικό σημείο, όπου η ομορφιά δίνει τη σκυτάλη στην προσωπικότητα.
Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται να απεκδυθούν το όμορφο προσωπείο τους και να δείξουν αυτό που πραγματικά κρύβουν μέσα τους. Ο λόγος δεν είναι άλλος απ’ την ανασφάλεια. Ο όμορφος άνθρωπος φοβάται ότι ο εαυτός του και τα χαρίσματά του είναι υποδεέστερα της ομορφιάς του κι ότι η εξωτερική του εμφάνιση θα υπερκαλύψει την προσωπικότητά του.
Στην άλλη όχθη, οι άνθρωποι που δε θεωρούν τον εαυτό τους όμορφο, -γιατί η ομορφιά είναι πάντα υποκειμενική-, φοβούνται ν’ αναλωθούν σ’ έναν αγώνα ανάδειξης της προσωπικότητάς τους, καθώς πιστεύουν ότι θα είναι άσκοπος, αφού εξαρχής δεν ένιωσαν θελκτικοί.
Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε στο μηδέν. Μπορεί στην πρώτη περίπτωση να είμαστε θετικά προκατειλημμένοι, αλλά όλα στη ζωή ανατρέπονται, πόσο μάλλον μία αντίληψη! Χρειάζεται να αποτινάξουμε το φόβο έκθεσης των αδυναμιών μας, να οπλιστούμε με αυτοπεποίθηση και ν’ αγαπήσουμε τον εαυτό μας.
Το ξετύλιγμα της προσωπικότητάς μας ξεκινά απ’ τη στιγμή της γνωριμίας μας με έναν άλλον άνθρωπο. Η ευγένεια, η αύρα μας, το χαμόγελό μας κι ενίοτε το χιούμορ μας ξεκλειδώνουν κουμπωμένα χαμόγελα και λόγια. Σκαλί-σκαλί κερδίζουμε έδαφος ανασύροντας κάποια στοιχεία της ζωής μας που προκαλούν ενδιαφέρον και θα θέλαμε να ξέρει ο συνομιλητής μας.
Βαυκαλιζόμαστε με το γεγονός ότι ο άλλος θα μας συμπαθήσει μόνο αν λέμε τα ευχάριστα που μας συμβαίνουν. Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο. Όταν ανοίγουμε την ψυχή μας και δίνουμε στον άλλο τη δυνατότητα να μας μάθει μέσα από συμπεριφορές που είχαμε σε διάφορες περιστάσεις της ζωής μας, καδράρουμε τον εαυτό μας και του δείχνουμε εμπιστοσύνη για τις πληροφορίες που του εκμυστηρευόμαστε.
Κανείς δεν μπορεί να σε μάθει μέσα σε λίγες μέρες ή μήνες. Η προσωπικότητά μας έχει άπειρες πτυχές, που ενεργοποιούνται με τον καιρό. Όταν κάποιος μας αγαπήσει γι’ αυτό που είμαστε κι όχι γι’ αυτό που φαίνεται ή δείχνουμε επιτηδευμένα, ξέρουμε ότι αυτός ο άνθρωπος είναι φίλος αρχικά, είναι δικός μας άνθρωπος.
Η μαγεία της προσωπικότητας είναι ότι δε φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου, όπως η ομορφιά, αλλά ανθίζει. Αναπτύσσεται καθώς μεγαλώνουμε, εξελίσσεται με τη γνώση που αφομοιώνουμε, δοκιμάζεται απ’ τα εμπόδια που συναντάμε στο δρόμο της ζωής μας και διαμορφώνεται κατάλληλα για να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Είναι ο κήπος του καθενός. Μυστικός, πολυδιάστατος και έτοιμος προς εξερεύνηση.
Με την ανάδειξη της προσωπικότητάς μας κερδίζουμε δύο σημαντικά στοιχήματα. Αλήθεια και ουσία στις σχέσεις μας. Πέρα από επιφανειακά, κάλπικα κολπάκια τύπων που λένε συχνά: «Έλα μωρέ άστα αυτά, αφού σε ξέρω». Μην πτοείστε γιατί οι συγκεκριμένοι, να είστε σίγουροι, έχουν σχηματίσει λανθασμένη εντύπωση για εσάς.
Μη φοβάστε να εξωτερικεύσετε τον πλούτο που κρύβεται μέσα σας. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ανάγκη τον κήπο της προσωπικότητάς σας κι έχουν τη θέληση να τον φροντίσουν ν’ ανθίσει.
Πηγή:pillowfights.gr

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

Η ζωή είναι δώρο που δίνεται μια φορά. Μην τη φοβάσαι!


‘’Φοβάμαι Γέροντα’’
‘’ Τι φοβάσαι;’’
‘’ Φοβάμαι τα πάντα.’’
‘’Δηλαδή;’’
‘’Φοβάμαι τις φωνές. Φοβάμαι τις γρήγορες ομιλίες. Φοβάμαι τους ανθρώπους που χαμογελούν ψεύτικα.’’
‘’Τι σκέφτεσαι να κάνεις;’’
‘’Σκέφτομαι να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα.’’
‘’ Μα η ζωή είναι δώρο που σου δίνεται μια φορά.’’
‘’Το ξέρω αλλά φοβάμαι.’’
Τότε ο γέροντας του έδωσε ένα χαρτί.
‘’Τι είναι αυτό;’’
‘’ Το βρήκα πριν πολλά χρόνια σε ένα νεκροταφείο. Μου έδωσε το κουράγιο να ξεπεράσω μια σπάνια αρρώστια. Από τότε το δίνω σε ανθρώπους που έχουν τα ίδια προβλήματα με εσένα.’’
‘’Τι πρόβλημα έχω;’’
‘’Θα σου πω όταν θεραπευτείς.’’
Ο γέροντας βγήκε από τη σκηνή. Ο άντρας πήρε το χαρτί με τα χέρια του να τρέμουν. Άρχισε να διαβάζει προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
‘’Σε ένα χώρο που υπάρχουν νεκροί, που αργά ή γρήγορα θα τους συναντήσω και εγώ, θα σας πω τις φορές που γεννήθηκα ξανά. Δεν ξέρω αν είναι πολλές ή λίγες, αλλά είναι αληθινές.
Γεννιέμαι κάθε φορά που ξημερώνει μια καινούρια μέρα. Γεννιέμαι όταν ακουμπάω το χέρι ενός ετοιμοθάνατου και είναι ακόμα ζεστό. Γεννιέμαι όταν τα χωράφια είναι υγρά μετά από μια βροχή και έτοιμα να ανθίσουν. Γεννιέμαι όταν οι ιδέες κάποιων ανθρώπων, αναζωπυρώνονται με τα χρόνια όλο και περισσότερο.
Γεννιέμαι κάθε φορά που οι πόρτες των διαμερισμάτων παραμένουν ανοιχτές και με ένα πιάτο φαί στη πόρτα. Γεννιέμαι όταν συνειδητοποιώ πως δεν είναι μακριά το τέλος αλλά ούτε και η αρχή για να ένα καινούργιο ξεκίνημα. Το ένα μπλέκεται στο άλλο χωρίς να καταλαβαίνεις τη διαφορά.
Γεννιέμαι κάθε φορά που το όχι μου είναι πιο δυνατό από την πλειοψηφία και ανακαλύπτω τη διαφορετικότητα μου. Γεννιέμαι καθώς συνειδητοποιώ πως οι αλυσίδες που με έχουν δεμένο, δεν είναι τόσο δυνατές όσο νόμιζα.
Γεννιέμαι βλέποντας ανθρώπους να φυτεύουν ξανά δέντρα σε ένα καμένο δάσος. Ίσως γιατί ξέρω πως αν δε καταστρέφεις, δε μπορείς να ανθίσεις πουθενά”.
Ο άντρας βγήκε έξω από τη σκηνή. Ο γέροντας κοιτούσε το γαλανό ουρανό ατάραχος.
‘’Το διάβασα γέροντα.’’
‘’Και τι κατάλαβες;’’
’Ότι θέλω να ξαναγεννηθώ αλλά δε μπορώ.’’
‘’Γιατί;’’
‘’Βλέπω τοίχους παντού. Νιώθω εγκλωβισμένος.’’
‘’Έλα μαζί μου.’’
‘’Φοβάμαι πως δεν υπάρχει χώρος να περπατήσω.’’
‘’Δρόμοι υπάρχουν μόνο για αυτούς που θέλουν να περπατήσουν.’’
‘’Και που θα σε βγάλουν;’’
‘’Όλοι οι δρόμοι σε βγάζουν κάπου, αρκεί να τους περπατήσεις ως το τέλος. Έλα μαζί μου.’’
Άρχισαν να περπατάνε σε μεγάλη ανηφόρα που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Γύρω τους υπήρχαν δέντρα, χώμα και το άγγιγμα ενός κρύου αέρα που τους ανατρίχιαζε. Κάθε βήμα του άντρα, ήταν πιο σταθερό από το προηγούμενο. Έπειτα από λίγο, έφτασαν σε ένα σταυροδρόμι.
‘’Θα μου πεις τι πρόβλημα είχα;’’
‘’Είναι ευχάριστο που χρησιμοποιείς παρελθόν.’’
‘’Δε κατάλαβα γιατί το έκανα αυτό.’’
‘’Το έκανες γιατί θεραπεύτηκες.’’
‘’Τι είχα;’’
‘’Μπέρδεψες το φοβάμαι με το φοβούνται και το δε μπορούν με το δε μπορώ. Προχώρα.’’
Τότε o άντρας κοίταξε γύρω του. Ο ένας δρόμος οδηγούσε στην πόλη και ο άλλος στη κορυφή του βουνού.
‘’Ποιο δρόμο να ακολουθήσω γέροντα;’’
‘’Τον πιο δύσκολο γιε μου. Αυτός αξίζει.’’
‘’Είναι δύσκολο.’’
‘’Είναι ο προορισμός σου.’’
”Έπειτα ο άντρας κίνησε να φύγει. Προτού κάνει δυο βήματα, ο γέροντας του φώναξε.
‘’Πέταξε όσο πιο ψηλά μπορείς, πριν γίνεις χώμα. Αυτό αξίζει.’’
Ο άντρας σε λίγο χάθηκε…
ΠΗΓΗ : ΑΝΑΠΝΟΕΣ

Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2016

Δεύτερη ζωή δεν έχει ρε φίλε.Τ’ακούς;


Και χάνονται οι άνθρωποι.
Και πνίγονται μέσα σε μια πιο άγρια από ποτέ καθημερινότητα που ακόμα και το δεδομένο του αύριο δεν υπάρχει.
Και ζουν ζωές ρομποτικές. Λες και είναι μηχανήματα ρυθμισμένα στον αυτόματο. Στην εκτέλεση συγκεκριμένων λειτουργιών που τους απαγορεύει να σκεφτούν. Που τους αποτρέπει να μπουν σε διαδικασία αντίληψης, κρίσης, ελέγχου και παραδοχής της ίδιας τους της ζωής.
Και τρέχουν να προλάβουν, να φτάσουν στόχους αδιάφορους, ανθρώπους χωρίς ουσία, σχέσεις χωρίς λογική. Να δικαιολογήσουν και να υποστηρίξουν συμπεριφορές αλλοπρόσαλλες και αψυχολόγητες.
Και ξεχνούν την ανθρωπιά τους, την καλοσύνη τους, τον ρομαντισμό τους και ακόμα χειρότερα ξεχνούν να δουν τους άλλους δίπλα τους. Εθελοτυφλούν.
Κλείνουν τα αυτιά τους σε ότι μπορεί να τους διαταράξει την φαινομενική τάξη τους και σε ότι θα τους ξεβολέψει. Σε οτιδήποτε ειλικρινές και ουσιώδες κάνουν πίσω, όχι από επιλογή απαραίτητα, αλλά από την καθημερινότητα που τους παρασύρει.
Δε βλέπουν τους άλλους γύρω τους κι ακόμα χειρότερα ούτε καν τον εαυτό τους.
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουμε είναι ότι πολλές φορές θεωρούμε δεδομένα, πράγματα για τα οποία άλλοι πολεμάνε με κάθε τρόπο να ξαναπάρουν πίσω, γιατί για λόγους που κανείς μας δε θα μάθει, έχασαν.
Το πιο σημαντικό από αυτά; Την υγεία τους.
Λογιάζουμε τον οργανισμό μας σαν μια μηχανή που μπορεί να καταναλώσει τα πάντα, να αντέξει κάθε κατάχρηση, να επεξεργαστεί κάθε τι που του φορτώνουμε και να αποβάλει όλο το σκουπιδαριό που δίχως δεύτερη σκέψη του παρέχουμε.
Όσο όμως νιώθουμε αλώβητοι και άτρωτοι σε όλο αυτό δεκάρα δε δίνουμε.
Κι όταν περνάμε έξω από ένα νοσοκομείο γυρνάμε από την άλλη το κεφάλι μας ή στην καλύτερη λυπόμαστε τους «καημένους» που νοσηλεύονται σε αυτό.
Σκεφτήκαμε άραγε ποτέ ότι μια μέρα ίσως βρεθούμε στη θέση τους; Ότι ίσως μια μέρα εμείς θα είμαστε αυτοί που θα μας λυπηθούν οι υπόλοιποι περαστικοί; Όχι ε;
Η μοναδική φορά που ίσως ο άνθρωπος ταρακουνιέται και αναθεωρεί όλα τα παραπάνω είναι η στιγμή της απώλειας ενός δικού του ανθρώπου, γιατί στο χαμό ενός ξένου η σκέψη διαρκεί όσο και η κουβέντα για τον χαμό αυτό.
Σε ένα δράμα που πρωταγωνιστές δεν είμαστε αλλά βλέπουμε κατάματα πλέον πόσο μικρή είναι η ζωή μας και τι τελικά έχει αξία.
Αξίζει να αναλωνόμαστε για πράγματα που ελάχιστοι ή και κανένας δυστυχώς δεν θα εκτιμήσει ποτέ;
Αξίζει να χάνουμε αυτά τα μικρά που μας χαρίζουν στιγμές ευτυχίας;
Αξίζει να αφήνουμε για αύριο τις ευκαιρίες και τα θέλω που σήμερα έχουμε; Ποιος μας εγγυάται ότι αύριο θα προλάβουμε να τα κάνουμε;
Ποιος μας υπόσχεται ότι θα προλάβουμε να πούμε στους ανθρώπους όσα κουβαλάμε στο κεφάλι μας;
Ο θάνατος ενός δικού μας ανθρώπου θα πρέπει να γίνεται το εφαλτήριο εκείνο που θα μας αφυπνίσει, θα μας ταρακουνήσει, θα μας υπενθυμίσει πως δεδομένο δεν είναι τίποτα, και τελικά θα μας ταρακουνήσει γιατί θα μας αναγκάσει να βάλουμε σε νέες βάσεις όλη μας τη ζωή.
Η απώλεια ενός ανθρώπου δεν ξεπερνιέται ποτέ.
Ο χρόνος δεν είναι γιατρός που θα τον θεραπεύσει σαν μια αρρώστια παροδική.
Ο χρόνος είναι απλά εκείνος που σαν παυσίπονο θα μας απαλύνει λίγο το κενό της απουσίας αυτών που μας σημάδεψαν και που έφυγαν από κοντά μας.
Ο θάνατος δεν είναι μια απώλεια που συνηθίζεται.
Πρόκειται για την απώλεια που πρέπει να γίνεται ένα μάθημα για εμάς και όσο ακόμα είναι νωρίς.
Να προλάβουμε να αξιολογήσουμε και να αναθεωρήσουμε πριν κι εμείς γίνουμε το μάθημα στις ζωές των επόμενων.
Η σκληρή αλήθεια ότι η ζωή συνεχίζεται είναι αναμφισβήτητη και μαθαίνουμε πλέον να ζούμε με περισσότερες αναμνήσεις από αυτούς που κάποτε θεωρούσαμε δεδομένους.
Και το χειρότερο;
Δεύτερη ζωή δεν έχει ρε φίλε.Τ’ακούς;
Καλό ταξίδι.
Νίκος Κουτσοκτώνης.

ΠΗΓΗ:ΑΝΑΠΝΟΕΣ


Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Σε αυτό τον κόσμο οι ευαίσθητοι θεωρούνται γραφικοί.



Κάθε μέρα, κάθε ώρα επιβεβαιώνεται μέσα μου η αναγκαιότητα της παιδείας του σεβασμού. Όχι του σεβασμού όπως τον εννοούσε η παλιότερη γενιά («σεβασμός στους μεγαλύτερους» έλεγαν οι γονείς μου, μόλις τολμούσα να εκφράσω καμιά γνώμη που να μη συνάδει με την τρέχουσα ηθική, ή όταν τολμούσα να εκφράσω «άπρεπα» συναισθήματα όπως ο έντονος θυμός ή η δυσαρέσκεια). Τότε θεωρείτο σωστό (και πολύ βολικό, θα έλεγα, για κάποιους) να σεβόμαστε άκριτα τον μεγαλύτερο στα χρόνια ή τον έχοντα εξουσία. Ο σεβασμός εξισωνόταν λιγάκι με το φόβο και σίγουρα με την ευγένεια (αδιάφορο αν ήταν ειλικρινής ή όχι), με το κοινωνικά επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο… Αλλιώς όμως τον εννοώ (και τον καταλαβαίνω) εγώ τον σεβασμό: Σεβασμό στη ζωή, σεβασμό στη διαφορετικότητα, σεβασμό στην ανθρώπινη εμπειρία, σεβασμό στο χρόνο.
Πριν λίγη ώρα, ένα κοριτσάκι είδε ένα μικρό χταπόδι ανάμεσα στις πέτρες. Το χταποδάκι αντελήφθη την ανθρώπινη παρουσία, και κρύφτηκε πάραυτα. Βρήκα τη μικρή να προσπαθεί με ένα ξύλο να το πιάσει «για να το δει λιγάκι» και να τσαντίζεται σφόδρα που της ξέφυγε. Της λέω «εσένα θα σου άρεσε να σου το κάνουν αυτό;» Στην αρχή δεν κατάλαβε καν την ερώτησή μου.Επανέλαβα «θα σου άρεσε να σε βγάλει εσένα κάποιος με ένα ξύλο από το σπίτι σου, έτσι, για να σε κοιτάξει;» Και πάλι με κοίταξε σαν να μίλαγα κινέζικα. Στο τέλος μου λέει «όχι». «Ε, ούτε και στο χταπόδι δεν νομίζω να αρέσει, γι αυτό κρύφτηκε». Δέος και δυσαρέσκεια στο προσωπάκι της. Πρώτη φορά στα 10 της χρόνια στον πλανήτη κάποιος της μίλησε για τα συναισθήματα ενός πλάσματος που έχει συνηθίσει να το βλέπει κρεμασμένο στις ψαροταβέρνες και να το τρώει ψητό στα κάρβουνα!
Σεβασμό στη ζωή εννοώ την ενσυναίσθηση, τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε μόνοι μας στη γη: μοιραζόμαστε τον πλανήτη με χιλιάδες άλλα είδη (ζώα, έντομα, φυτά, πουλιά) τα οποία έχουν το ίδιο δικαίωμα στη ζωή όπως εμείς, το ίδιο δικαίωμα να έχουν το χώρο τους, το «βιότοπό» τους (όπως είναι της μόδας να το λέμε τώρα πια). Προφανώς και τα παιδιά θα έχουν πάντα περιέργεια να δουν από κοντά ζωάκια, εντομάκια, χίλια δυό ζωντανά πλάσματα που τους κινούν το ενδιαφέρον – και αυτό είναι ωραίο, είναι και παρήγορο μάλιστα, δεδομένου ότι μέσα στην επίσημη εκπαίδευση όλα αυτά δεν τα βλέπουν παρά μόνο σε βιβλία στην καλύτερη περίπτωση! Αλλά υπάρχει και ο τρόπος που το κάνουν, ο σεβασμός με τον οποίο μαθαίνουν να το κάνουν – η συναίσθηση, δηλαδή, ότι δεν έχουμε δικαίωμα να προκαλούμε πόνο ή δυσφορία, δεν έχουμε δικαίωμα να κακοποιούμε κανέναν και τίποτα. Ότι, πολύ απλά, δεν είμαστε το μοναδικό βιολογικό είδος με δικαιώματα επιβίωσης και χρήσης γης (και θάλασσας, και αέρα!),ότι δεν γεννηθήκαμε «πιο ίσοι» από τα άλλα είδη, μόνο και μόνο επειδή είμαστε άνθρωποι…
Πριν ένα χρόνο, εδώ, στο ίδιο χωριό, ο νεαρός που έκανε παρέα με το γιό μου κατέστρεφε μάλλον κάποια φυτά, και ο δικός μου κάτι του είπε (ποτέ δεν έμαθα) και έτσι ξεκίνησε μία κουβέντα. Ο νεαρός διατεινόταν ότι τα φυτά είναι νεκρά, «δεν έχουν ζωή», γιατί έτσι τους είπε η δασκάλα του στο νηπιαγωγείο. Γιατί δεν κινούνται, λέει. Ο δικός μου πάλι έλεγε ότι η δασκάλα του φίλου του ήταν βλαμένη και έλεγε βλακείες, αλλά αυτό δεν μπορούσε να τεκμηριώσει τίποτα (κι αυτός στο νηπιαγωγείο πήγαινε). Ετσι είπε στο φίλο του να έρθουν να με βρουν να με ρωτήσουν (ως τελικό κριτή ένα πράμα), κι εγώ φυσικά εξήγησα ότι από τη στιγμή που κάτι μεγαλώνει και αναπτύσσεται έχει ζωή, έχει και αισθήματα. Κάναμε μία μεγάλη κουβέντα, δεν ξέρω αν τον έπεισα το νεαρό (σ’ αυτή την ηλικία παντογνώστες είναι οι γονείς και οι δάσκαλοι) αλλά τουλάχιστον στήριξα το δικό μου παιδί στη θέση του, και του έδωσα μερικά επιχειρήματα πιο πειστικά από το «η δασκάλα σου είναι βλαμένη!»
Πριν δύο μέρες, σε μία κοντινή παραλία (νοτιοδυτική Πελοπόννησος) παραδοσιακά γεμάτη με θαλάσσια κρίνα (pancratium maritimum) τα οποία είναι μερικά χρόνια τώρα στη λίστα των προστατευόμενων φυτών της Μεσογείου, είδα έναν νεαρό να κόβει αγκαλιές από αυτά, ξεριζώνοντας μπόλικα. Μία φίλη του μίλησε, κάτι του είπε, κι εκείνος της αντιγύρισε το πιο περιφρονητικό και επιθετικό βλέμα που έχω δει… Χρόνια πριν, σε νεόδμητη βίλα, είχαν κάνει φωλιά τα χελιδόνια. Η νέα (τότε) «πυργοδέσποινα» έβαλε αμέσως να τις χαλάσουν «για να μην γεμίζουν τη βεράντα κουτσουλιές». Τα παιδιά της, τριών και έξι ετών τότε, έκλαιγαν με μαύρο δάκρυ, γιατί είχαν αγαπήσει τα χελιδονάκια που πηγαινοέρχονταν ταϊζοντας τα μικρά τους. Ένα πρωί απλά ξύπνησαν και δεν τα είδαν. Η μαμά τους είχε θεωρήσει ότι φρόντιζε την υγιεινή του καινούργιου, πανάκριβου εξοχικού της, το οποίο δεν είχαν δικαίωμα να μοιράζονται «άλλες» οικογένειες… Σκέφτομαι τις αρκούδες που κάθε χρόνο σκοτώνονται στην νεόκοπη Εγνατία Οδό. Φτιάξαμε ένα δρόμο που περνά μέσα από τα δικά τους βουνά, μέσα από τα δικά τους πανάρχαια περάσματα, και τώρα παραπονιόμαστε (εμείς οι άνθρωποι – οδηγοί) ότι «πέφτουν επάνω μας» «σμπαραλιάζουν τα αυτοκίνητά μας! Φαντάσου να πέσει αρκούδα επάνω σου» και άλλα τέτοια
Είναι πλέον βαρετό κλισέ το να πούμε ότι ο πλανήτης περνά ζοφερές μέρες εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο του φέρεται ο άνθρωπος, αλλά είναι και αλήθεια. Εχω βαρεθεί επίσης την κλασική περιβαλλοντική αγωγή στα περισσότερα σχολεία η οποία περιστρέφεται και εξαντλείται στην ανακύκλωση (ξέρετε, αυτήν με τους μπλέ κάδους). Εδώ ο κόσμος καίγεται, πεθαίνει, πνίγεται, και τα ελληνικά σχολεία αναλώνονται στο πού θα ρίξουν τα παιδιά τα χαρτιά και τα τενεκάκια του αναψυκτικού! Προφανώς είναι σημαντική στην πόλη η ανακύκλωση, αλλά μόνο;
Ο σεβασμός στη ζωή περιλαμβάνει και άλλα πράγματα – την περίσκεψη με την οποία αντιμετωπίζουμε ένα ζωάκι (δεν είναι παιχνίδι, έχει κι αυτό συναισθήματα, «καταλαβαίνει» που λένε και κάποιοι, λες και τα ζώα πάσχουν από εγγενή χαζομάρα επειδή δεν μιλούν τη δική μας γλώσσα) την αγάπη με την οποία φροντίζουμε ένα φυτό, τη γνώση της φύσης και των όντων που μας περιβάλλουν (πώς θα αγαπήσεις κάτι άμα δεν το γνωρίσεις;) την αποχή από την άκριτη και άσκοπη κατανάλωση… Την επίγνωση ότι η ζωή και η υγεία μας στον πλανήτη αυτόν εξαρτάται από τη ζωή και την υγεία τόσων και τόσων υπάρξεων που εμείς αγνοούμε, ή υποβαθμίζουμε, ή καταστρέφουμε…
Αυτά νομίζω πως πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά μας στο σχολείο. Αλλά πώς; Οι δάσκαλοί τους τα ξέρουν; Αυτοί από ποιους τα διδάχτηκαν για να τα διδάξουν με τη σειρά τους στα παιδιά; Στενοχωριέμαι και μόνο που τα σκέφτομαι όλα αυτά, γιατί δεν βλέπω άκρη. Η, μάλλον, η μόνη άκρη που βλέπω είναι έξω από την επίσημη εκπαίδευση, έξω από το χώρο του σχολείου, από ανθρώπους ευαίσθητους που κάποιοι τους φωνάζουν «ούφο», «φρικιά», και «γραφικούς» και που συχνά γίνονται περίγελος ειδικά σε μικρές κοινωνίες. Επειδή μιλάμε για τα παιδιά μας ως «το μέλλον», αλλά με την εκπαίδευση που τους δίνουμε (ως πολιτεία) αυτό ακριβώς το μέλλον τους το κλέβουμε «με το νόμο»…
ΠΗΓΗ: ΑΝΑΠΝΟΕΣ

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Φλέρταρε τη ζωή αν θέλεις να την κερδίσεις…


Ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.
Μια ζωής μετράς οπισθοχωρήσεις. Μετράς δειλίες, φόβους και στιγμές που έτρεξες να κρυφτείς αντί να μείνεις και να παλέψεις.
Αντί να μείνεις και να διεκδικήσεις όλα εκείνα που αγαπάς, που επιθυμείς, που δικαιούσαι.
Άφησες να σε πατήσουν να σε αδικήσουν, να σε υποτιμήσουν. Έσκυψες το κεφάλι κι έκανες το γνώριμο βηματάκι προς τα πίσω.
Πάντα πίσω, ποτέ μπροστά.
Κι έμεινες με μοναξιά, απόρριψη κι αποτυχία. Εκεί που μπορούσες να έχεις όσα θέλησες, όσα ονειρεύτηκες. Κι αν πάλι δε σου έκαναν το χατήρι να γίνουν δικά σου, τουλάχιστον θα είχες προσπαθήσει. Μα δεν το έκανες.
Δειλία το λες. Έμφυτη συστολή.
Άρνηση θα στο πω εγώ. Άρνηση της ίδιας της ζωής.
Ποιος σου είπε ότι θα έχεις όλο επιτυχίες; Ποιος σου είπε πως θα είναι όλα εύκολα;
Δεν είναι. Μια θα γελάσεις, δέκα θα κλάψεις και φτου κι από την αρχή.
Διεκδίκηση, ξέρεις τι σημαίνει;
Μάλλον όχι. Εσύ έμαθες μόνο την υποχώρηση. Στα δύσκολα, πίσω. Στα περίεργα, πάλι πίσω. Στα αμφίβολα, ξανά.
Μόνο την πλάτη σου γνώρισε η ζωή. Κι απορείς γιατί όλα σου πάνε στραβά.
Η ζωή είναι ερωμένη, μάτια μου. Αν τη φτύσεις μια, δυο, τρεις, αν δεν αποφασίσεις να τη διεκδικήσεις, να τη φλερτάρεις, θα σου γυρίσει την πλάτη. Θα πάει με άλλον και θα έχει και δίκιο.
Και κάθισε εσύ μετά να μετράς άκαπνες κι άβουλες στιγμές. Κάθισε να μιζεριάζεις για όσα δεν έχεις.
Κάθισε να μετράς όλα τα “αν” της ζωής σου και να βασανίζεσαι.
Μπες στην τρύπα που έσκαψες για σένα κι ονομάτισες ζωή και μείνει εκεί. Στα σκοτεινά, τα αποτυχημένα, τα μοναχικά.
Κι όταν το αποφασίσεις, ρίξε καμια σφαλιάρα στα μούτρα σου και ξύπνα! Ξύπνα πριν να είναι αργά και πολέμησε τους φόβους σου.
Πολέμησε για σένα ρε γαμώτο και τα όνειρα σου! Πολέμησε για εκείνα που θέλεις. Διεκδίκησε όσα δεν τόλμησες ποτέ. Πάρε το ρίσκο. Ζήσε, που να πάρει. Γιατί έτσι δε ζεις. Απλά αναπνέεις. Και τι να τον κάνεις τον αέρα αν είναι άγευστος, άχρωμος κι άοσμος. Βάλε χρώμα στη ζωή σου, βάλε μυρωδιές, βάλε μπαχάρια. Φτιάξε την όπως της πρέπει.
Και κάνε βήματα. Μικρά αλλά αποφασιστικά βήματα προς τα μπροστά. Κι ας μην ξέρεις τι σε περιμένει. Κανείς δε γνωρίζει. Κι ας μην μπορείς να είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Κανείς δεν είναι .

Τόλμησε. Πάλεψε για εκείνα που θέλεις.
Ζήσε.
Ζήσε.
Ζήσε…

Γιατί θα ξημερώσει μια μέρα και θα είσαι 80χρονών. Κι εκεί που το κεφάλι θα πηγαίνει πίσω, όπως πάντα γυρνάμε στο παρελθόν στη δύση μας, εσύ δε θα έχεις τίποτα να θυμηθείς. Μήτε βροντερά χτυποκάρδια, μήτε πεταλούδες στο στομάχι, μήτε εκείνη την απίστευτη έξαψη της αδρεναλίνης σαν τολμάς κάτι. Ούτε το μυρμήγκιασμα στο κορμί σαν πετυχαίνεις.
Μόνο χώμα. Εκείνο της τρύπας που επέλεξες να χωθείς σε ολόκληρη τη ζωή σου.
Αυτό θέλεις;
Να κάνεις ταμείο και να βγεις με χρέος;
Όχι, δεν μπορεί να το θέλεις αυτό. Δε γίνεται.
Κάνε τα κουμάντα σου, λοιπόν και περπάτα μπροστά. Κι ό,τι γίνει.
Η προσπάθεια δε σκότωσε ποτέ κανέναν. Για τη δειλία όρκο δεν παίρνω…
Αλλά καλύτερα να μη χρειαστεί να το μάθεις…

Στεύη Τσούτση
Πηγή:www.anapnoes.gr

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

Οι έξι μεταλλωρύχοι-Χόρχε Μπουκάι




Έξι μεταλλωρύχοι εργάζονται σε μια πολύ βαθιά σήραγγα και βγάζουν ορυκτά από τα έγκατα της γης. Ξαφνικά, μια κατολίσθηση φράζει την έξοδο της σήραγγας και τους απομονώνει από τον έξω κόσμο. Μόλις γίνεται αυτό, με μια γρήγορη ματιά, χωρίς να πουν λέξη, εκτιμούν την κατάσταση. Είναι όλοι τους πολύ έμπειροι και καταλαβαίνουν αμέσως πως το μεγάλο πρόβλημα θα είναι το οξυγόνο. Αν κάνουν ό,τι πρέπει, τους μένουν τρεις, το πολύ τρεισήμισι ώρες αέρα.
Ο κόσμος απέξω ξέρει πως είναι εκεί εγκλωβισμένοι, μια τέτοια κατολίσθηση όμως σημαίνει ότι θα πρέπει να ανοίξουν τη σήραγγα από την αρχή για να κατέβουν να τους βρουν. Θα προφτάσουν πριν τους τελειώσει ο αέρας;
Οι έμπειροι μεταλλωρύχοι αποφασίζουν πως πρέπει να εξοικονομήσουν όσο γίνεται περισσότερο οξυγόνο.
Συμφωνούν να κάνουν την ελάχιστη δυνατή σωματική δαπάνη. Σβήνουν τις λάμπες που κρατούν και ξαπλώνουν στο πάτωμα χωρίς να μιλάνε.
Βουβοί λόγω της κατάστασης και ακίνητοι μέσα στο σκοτάδι, είναι δύσκολο να υπολογίσουν το πέρασμα του χρόνου. Συμπτωματικά, ένας μόνο έχει ρολόι. Σ’ αυτόν λοιπόν απευθύνονται όλες οι ερωτήσεις: Πόση ώρα πέρασε; Πόση απομένει; Και τώρα;
Ο χρόνος αρχίζει να μακραίνει, τα δύο λεπτά τους φαίνονται μία ώρα. Η απελπισία πριν από κάθε απάντηση κάνει
ακόμη μεγαλύτερη την ένταση που νιώθουν. Ο επικεφαλής των μεταλλωρύχων συνειδητοποιεί πως αν συνεχίσουν έτσι, η αγωνία θα τους κάνει να αναπνέουν πιο γρήγορα κι αυτό μπορεί να τους σκοτώσει. Διατάζει, λοιπόν, εκείνον που έχει το ρολόι να ελέγχει, εκείνος μόνο, το πέρασμα της ώρας. Κανένας πλέον δεν θα κάνει ερωτήσεις, θα τους ενημερώνει εκείνος κάθε μισή ώρα.
Αυτός, εκτελώντας τη διαταγή, παρακολουθεί το ρολόι του. Και μόλις περνάει η πρώτη μισή ώρα, λέει «πέρασε μισή ώρα». Ένα μουρμουρητό ακούγεται… Η αγωνία τους πλανιέται στον αέρα.
Ο κάτοχος του ρολογιού καταλαβαίνει πως, όσο περνάει η ώρα, θα είναι όλο και πιο φοβερό να τους ανακοινώνει ότι πλησιάζει το τελευταίο λεπτό. Χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, αποφασίζει πως δεν τους αξίζει να βασανίζονται μέχρι να πεθάνουν. Έτσι, την επόμενη φορά που τους ανακοινώνει τη μισή ώρα, έχουν στην πραγματικότητα περάσει 45 λεπτά.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταλάβουν τη διαφορά, κι έτσι δεν αμφιβάλλει κανείς.
Αφού βλέπει ότι πέτυχε το τέχνασμα, την τρίτη ενημέρωση την κάνει μία ώρα μετά. Τους λέει: «πέρασε άλλη μισή ώρα…» Και οι πέντε πείθονται ότι έχουν περάσει παγιδευμένοι, συνολικά, μιάμιση ώρα, και σκέφτονται μάλιστα πόσο μακρύς τους φαίνεται ο χρόνος.
Έτσι συνεχίζει αυτός με το ρολόι, κάθε μία ολόκληρη ώρα να τους ενημερώνει πως έχει περάσει μόνο μισή.
Στο μεταξύ, η ομάδα που επιχειρεί το έργο της διάσωσης ξέρει σε ποιον θάλαμο έχουν παγιδευτεί, και ξέρουν, επίσης, ότι θα είναι πολύ δύσκολο να φτάσουν εκεί πριν περάσουν τουλάχιστον τέσσερις ώρες.
Φτάνουν, τελικά, μετά από τεσσερισήμισι ώρες. Το πιθανότερο είναι να βρουν τους έξι μεταλλωρύχους νεκρούς.
Βρίσκουν ζωντανούς του πέντε.
Ένας πέθανε από ασφυξία… Εκείνος που είχε το ρολόι.

Να τι δύναμη έχουν οι πεποιθήσεις μας.

Να τι μπορούν να μας κάνουν οι εξαρτήσεις μας.


Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο Δρόμος των Δακρύων» Εκδόσεις opera

http://enallaktikidrasi.com/