Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ο Λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα

 


Παιδιά μου!

Εις τον τόπο τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημηγορούσαν τον παλαιό καιρό άνδρες σοφοί, και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ και ούτε να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος και προ αυτού και ύστερα απ' αυτόν ο ίδιος επαρατήρησα, και απ' αυτά να κάμωμε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Έλληνας, οποίας γνώσεις είχαν και ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους ήρωας, στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ' ημέραν οι διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον πως ήταν σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθησαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των.

Εις τον τόπον, τον οποίον κατοικούμε, εκατοικούσαν οι παλαιοί Έλληνες, από τους οποίους και ημείς καταγόμεθα και ελάβαμε το όνομα τούτο. Αυτοί διέφεραν από ημάς εις την θρησκείαν, διότι επροσκυνούσαν τες πέτρες και τα ξύλα. Αφού ύστερα ήλθε στον κόσμο ο Χριστός, οι λαοί όλοι επίστευσαν εις το Ευαγγέλιό του, και έπαυσαν να λατρεύουν τα είδωλα. Δεν επήρε μαζί του ούτε σοφούς ούτε προκομμένους, αλλ' απλούς ανθρώπους, χωρικούς καί ψαράδες, και με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος έμαθαν όλες τες γλώσσες του κόσμου, οι οποίοι, μολονότι όπου και αν έβρισκαν εναντιότητες και οι βασιλείς και οι τύραννοι τους κατέτρεχαν, δεν ημπόρεσε κανένας να τους κάμη τίποτα. Αυτοί εστερέωσαν την πίστιν.

Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι καί τους υπόταξαν. Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν, δια να αλλάξη ο λαός την πίστιν του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος το σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο σουλτάνος, διόρισε ένα βιτσερέ [αντιβασιλέα], έναν πατριάρχη, καί του έδωσε την εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος έκαμαν ό,τι τους έλεγε ο σουλτάνος. Ύστερον έγιναν οι κοτζαμπάσηδες [προεστοί] εις όλα τα μέρη. Η τρίτη τάξη, οι έμποροι και οι προκομμένοι, το καλύτερο μέρος των πολιτών, μην υποφέρνοντες τον ζυγό έφευγαν, και οι γραμματισμένοι επήραν και έφευγαν από την Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα της προκοπής, εκατήντησεν εις αθλίαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ήμερα χειρότερα· διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης ως βοηθός του ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί μην υποφέροντες την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντας τες δόξες και τες ηδονές οπού ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστη τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καί τοιουτοτρόπως κάθε ήμερα ο λαός ελίγνευε καί επτώχαινε.

Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία.

Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμε και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι μιαν άρμάδα. Άλλά δεν εβάσταξε!

Ήλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα διά τας ανάγκας του έθνους ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλλε τον Γιάννη. Και μ' αυτόν τον τρόπο κανείς δεν ήθελε ούτε να συνδράμει ούτε να πολεμήσει. Και τούτο εγίνετο, επειδή δεν είχαμε ένα αρχηγό και μίαν κεφαλή. Άλλά ένας έμπαινε πρόεδρος έξι μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο και ο άλλος το άλλο. Ισως όλοι ηθέλαμε το καλό, πλην καθένας κατά την γνώμη του. Όταν προστάζουνε πολλοί, ποτέ το σπίτι δεν χτίζεται ούτε τελειώνει. Ο ένας λέγει ότι η πόρτα πρέπει να βλέπει εις το ανατολικό μέρος, ο άλλος εις το αντικρινό και ο άλλος εις τον Βορέα, σαν να ήτον το σπίτι εις τον αραμπά και να γυρίζει, καθώς λέγει ο καθένας. Με τούτο τον τρόπο δεν κτίζεται ποτέ το σπίτι, αλλά πρέπει να είναι ένας αρχιτέκτων, οπού να προστάζει πως θα γενεί. Παρομοίως και ημείς εχρειαζόμεθα έναν αρχηγό και έναν αρχιτέκτονα, όστις να προστάζει και οι άλλοι να υπακούουν και να ακολουθούν. Αλλ' επειδή είμεθα εις τέτοια κατάσταση, εξ αιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και κοντέψαμε να χαθούμε, και εις τους στερνούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα πράγματα.

Εις αυτή την κατάσταση έρχεται ο βασιλεύς, τα πράγματα ησυχάζουν και το εμπόριο και ή γεωργία και οι τέχνες αρχίζουν να προοδεύουν και μάλιστα ή παιδεία. Αυτή η μάθησις θα μας αυξήσει και θα μας ευτυχήσει. Αλλά διά να αυξήσομεν, χρειάζεται και η στερέωσις της πολιτείας μας, η όποία γίνεται με την καλλιέργεια και με την υποστήριξη του Θρόνου. Ο βασιλεύς μας είναι νέος και συμμορφώνεται με τον τόπο μας, δεν είναι προσωρινός, αλλ' η βασιλεία του είναι διαδοχική και θα περάσει εις τα παιδιά των παιδιών του, και με αυτόν κι εσείς και τα παιδιά σας θα ζήσετε. Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος. Όλα τα έθνη του κόσμου έχουν και φυλάττουν μια Θρησκεία. Και αυτοί, οι Εβραίοι, οι όποίοι κατατρέχοντο και μισούντο και από όλα τα έθνη, μένουν σταθεροί εις την πίστη τους.

Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξ αιτίας των περιστάσεων, έμεινα αγράμματος και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοι σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχονοίας, την οποίαν να αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο, θέλουν μετ' ολίγον περάσει. Την ημέρα της ζωής μας θέλει διαδεχθή η νύκτα του θανάτου μας, καθώς την ημέραν των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθή η νύκτα και η αυριανή ήμερα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.

Τελειώνω το λόγο μου. Ζήτω ο Βασιλεύς μας Όθων! Ζήτω οι σοφοί διδάσκαλοι! Ζήτω η Ελληνική Νεολαία!




Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η ζωή είναι μια συγνώμη...

 


Ξεκινάει η μεγάλη σαρακοστή και μια ημέρα πριν μπούμε στο αγώνα της νηστείας και προσευχής, η εκκλησία μας ζητάει να συγχωρεθούμε μεταξύ μας. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται σπουδαία σκέψη, ώστε να συνειδητοποίηση κανείς, για ποιο λόγο το κάνει αυτό η εκκλησία; Πως θα μπεις στην νηστεία και την προσευχή εάν δεν έχεις μάθει να συγχωρείς; Τι νόημα έχει να ψάχνεις τον Θεό όταν μέσα σου έχει κακία ή όπως ωραία μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, πού τόν βλέπεις, εἶναι ποτέ δυνατό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό, πού δέν Τόν βλέπεις;» (Α’ Ἰω. 4, 20).

Πώς θα προχωρήσεις πνευματικά με κακία και εκδίκηση στην καρδιά σου; Ο άλλος δεν είναι εχθρός σου αλλά ο συνάνθρωπος σου. Ναι ξέρω πολλές φορές σε φέρει στα όρια σου, αλλά προσπάθησε να πλατύνεις αυτά τα όρια της καρδιά σου ώστε να συγχωρεί, να ξεχνά το κακό, να μην ζητά εκδίκηση. Δεν μπορούμε με όλους να είμαστε φίλοι, δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά δεν είναι ανάγκη να γίνουμε και εχθροί.

Ούτε ο άλλος είναι ο Θεός σου, μην μπερδεύεσαι είναι ο σύντροφος σου. Εσύ είχες την ανάγκη να τον δεις τέλειο, άγγελο και Θεό. Τις δικές σου ανάγκες εξυπηρετούσες όταν από έρωτα τον φώναζες «Άγγελο και Θεό..». Αυτός δεν σου παρουσιάστηκε ποτέ ως τέτοιος ; Οπότε κατάλαβε ότι είμαστε όλοι άνθρωποι, με αδυναμίες και πάθη. Έχουμε όμως και φως, χαρά και χαρίσματα. Κράτα τα καλά και άφησε το κακό να φύγει. Κι εάν δεν μπορείς να το διώξεις τουλάχιστον μάθε να το διαχειρίζεσαι. Γιατί η ζωή είναι μια βαθιά κατανόηση, μια μεγάλη συγνώμη, μια τεράστια αγκαλιά προς όλους και όλα.

Το μυστικό για να συγχωρέσεις τον άλλον, είναι να αποδεχτείς τον εαυτό σου. Να αγαπήσεις και να δεις τον εαυτό σου όπως σε βλέπει ο Θεός. Αυτό είναι η θεραπεία. Και τα μάτια του Θεού δεν κοιτάνε το παρελθόν ή μόνο το παρόν σου, που ίσως να είναι και χάλια, αλλά σε βλέπουν στον μέλλον, σε αυτό που δεν έγινες ακόμη αλλά που θα γίνεις. Τι ωραίο να σε αγαπάει κάποιος όχι μόνο για αυτό που ήσουν ή είσαι, αλλά κι γι’ αυτό που μπορείς να γίνεις. Τότε σε πιστεύει, σε ενισχύει και δυναμώνει. Αυτή είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός μας πιστεύει ακόμη κι όταν εμείς δεν πιστεύουμε σε Εκείνον.

π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα» Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 


Η Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἔχει ἕνα μεγάλο πλοῦτο προσευχῶν, ἀκολουθιῶν και πνευματικῶν ἀγώνων. Μέ τή νηστεία, την ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήσει αὐτό τό διάστημα ὅλες τίς ἀρετές. Ἰδιαίτερα κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας και τῆς χαρμόσυνης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Εἴμαστε λοιπόν, μπροστά σ’αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ψάλλουμε καί στήν Ἐκκλησία, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὅλοι μας εἴμαστε προσκεκλημένοι στο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γευθοῦμε ὅμως αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πρέπει νά ἔχουμε καί στολή κατάλληλη. Πρέπει να ἐνδυθοῦμε τό κατάλληλο ἔνδυμα, γιά να μήν βγοῦμε ἔξω ἀπό τό δεῖπνο αὐτό, γιατί δέν ἔχουμε τήν κατάλληλη στολή. Καί βέβαια, ἡ στολή αὐτή δέν εἶναι ἕνα ροῦχο, το ὁποῖο μποροῦμε νά τό ράψουμε ἤ νά τό ἀγοράσουμε, ἀλλά εἶναι ἡ στολή τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Στό δεῖπνο αὐτό δεν δέχεται ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκατάλληλο ἔνδυμα ἤ ἔχει λερωμένη «στολή» καί εἶναι «βρώμικος», γιατί δεν μπορεῖ ἔτσι νά μπεῖ μέσα στόν πλοῦτο αὐτό τῆς δικῆς του παρουσίας καί ἀγάπης.

Βρισκόμαστε λοιπόν πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Καί μπαίνουμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα ἀπό τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς τό βράδυ, ἔχοντας μπροστά μας τό μέγα γεγονός τῆς συγχωρήσεως τῶν ἀδελφῶν μας μέ τον ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως. Γιατί τό κάνουμε αὐτό καί προσευχόμαστε, καί ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο λαμβάνουμε τή συγχώρεση καί ἄν στενοχωρήσαμε τόν ἀδελφό μας γιά κάτι ἤ ἄν κάτι μᾶς στενοχώρησε, πρέπει νά τά σβήσουμε ὅλα, γιά νά μποῦμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν;

Θά ξεκινήσω μέ μία ἁπλή ἱστορία, ἀληθινή ὅμως, γιά νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ συγχώρεση, γιά νά ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος. Κάποτε ἦταν κάποιος με τό ὄνομα Νικηφόρος, καί ἕνας ἱερέας ὀνόματι Σαπρίκιος. Ὁ Νικηφόρος κάποια στιγμή φιλονίκησε μέ τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί ἔγινε μία παρεξήγηση μεταξύ τους. Βέβαια δεν ἔφταιγε ὁ Νικηφόρος, ἀλλά ἦταν παρεξήγηση. Ὁ Σαπρίκιος ἦταν ἱερέας καί ἦταν πολύ καλός. Δέν ἐννοοῦσε ὅμως νά συγχωρέσει τόν Νικηφόρο. Ἦταν δέ περίοδος διωγμῶν καί τό νά εἶσαι χριστιανός ἦταν πράγμα παράνομο καί οἱ χριστιανοί τότε τιμωροῦνταν μέ θάνατο. Σέ κάποιο διωγμό συνέλαβαν τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί τόν ὑπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια, ἐπειδή ὁμολόγησε τον Χριστό. Ἐνῶ τόν ὁδηγοῦσαν στό στάδιο για νά τόν ρίξουν στά θηρία, ὁ Νικηφόρος πῆγε καί τόν παρακάλεσε νά τόν συγχωρέσει, ἐπειδή θά πέθαινε σέ λίγο. Ὁ ἱερέας ὅμως ἦταν ἀνένδοτος, δέν δεχόταν νά τόν συγχωρέσει μέ τή δικαιολογία ὅτι τόν πλήγωσε καί τόν πίκρανε. Τελικά δέν τόν συγχώρεσε. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα καί μπῆκε στό στάδιο. Κι ἐκεῖ λίγο πρό τοῦ θανάτου τόν ἐγκατέλειψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, πρόδωσε τόν Χριστό και ἔγινε ἀρνησίχριστος καί ἐπέστρεψε ὁ ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ὁ δέ νεαρός Νικηφόρος δέχθηκε τή χάρι τοῦ Χριστοῦ καί ἔτρεξε μέσα στό στάδιο και μαρτύρησε. Ἀναφέρεται στό συναξάριο, «ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος ὁ ἀντί Σαπρικίου μαρτυρήσας». Γιατί τόν ἐγκατέλειψε ὁ Χριστός; Γιατί δέν δέχθηκε νά συγχωρέσει τον ἀδελφό του. Παρόλο πού ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐντούτοις αὐτή τήν ἐντολή δεν τήν τήρησε καί ἔτσι αὐτή ἡ μνησικακία ἔγινε ἡ ἀφορμή νά τόν ἐγκαταλείψει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί δέν μπόρεσε νά λάβει τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ ἄλλος, ἐπειδή μέχρι την τελευταία στιγμή ζητοῦσε συγχώρεση, δέχθηκε τή χάρι καί ἔγινε μάρτυρας.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, πρίν νά μποῦμε στο στάδιο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδή ἔχουμε νά διανύσουμε ἕνα μεγάλο δρόμο πού χρειάζεται γενναία καρδιά καί πολλή χάρι ἀπό τόν Θεό, μᾶς ὁδηγεῖ σ’αὐτή την εὐλογημένη ὥρα τῆς συγχωρήσεως. Ἡ νηστεία χρειάζεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί νά νηστέψουμε καί νά μπορέσουμε να βροῦμε αὐτό πού μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός γιά νά μποῦμε νά δειπνήσουμε μαζί Του, πρέπει νά ἔχουμε τή χάρι Του. Ἄν δέν την ἔχουμε, τότε μπορεῖ νά κάνουμε τόν κόπο, ἀλλά τόν μισθό τοῦ κόπου δέν θά τόν ἔχουμε. Μπαίνουμε λοιπόν στή νηστεία ἔχοντας μπροστά μας αὐτή τή μεγάλη εὐλογία τῆς συγχωρήσεως.

Στον ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς περνοῦμε καί ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς δίνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἐνδυναμωμένοι μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ νά μποῦμε σάν γενναῖοι ἀθλητές, νά παλέψουμε καί νά τρέξουμε μετά χαρᾶς τό στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τό στάδιο αὐτό πάντερπνον, γεμάτο χαρά, εὐφροσύνη καί τέρψη, γεμάτο ὡραῖα συναισθήματα. Μά εἶναι δυνατόν ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά στερεῖται τόσα πράγματα και νά εἶναι χαρούμενος καί νά ἔχει εὐφροσύνη; Καί ὅμως εἶναι, γιατί ὅλα αὐτά τά στερεῖται, γιά νά μπορέσει νά ὑπερβεῖ τόν ἑαυτό του καί νά μπορέσει νά συναντήσει τόν Χριστό. Πολλοί διερωτῶνται, ποῦ βρέθηκε ἡ νηστεία καί ἄν ἡ νηστεία εἶναι ἐφεύρεση τῶν ἱερέων καί τῶν μοναχῶν. Πότε εἶπε ὁ Χριστός να νηστεύουμε σαράντα καί πενήντα μέρες; Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν διαβάσει το Εὐαγγέλιο, γιά νά δοῦν ὅτι καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι γεμάτες ἀπό τέτοια παραδείγματα. Θά πῶ μόνο δυό.

Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, σ᾽ ἐκεῖνο τόν ὡραῖο χῶρο πού ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά, ἦταν: «μπορεῖς νά γευθεῖς ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶναι ἐδῶ μέσα, μόνο ἀπό αὐτό τό δένδρο δέν θά φᾶς». Αὐτό δεν εἶναι ἐντολή νηστείας; Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία κρατοῦσε τόν ἄνθρωπο στην ὑποταγή ἦταν ἐντολή νηστείας. Πρώτη παράβαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν Θεό ἦταν παράβαση τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός μας, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὅταν ἦταν να ἀρχίσει τό κήρυγμά του τί ἔκανε; Ἀκριβῶς γιά νά θεραπεύσει τό πταῖσμα καί τό λάθος τοῦ Ἀδάμ νήστεψε στην ἔρημο 40 μέρες και 40 νύχτες. Μάλιστα νηστεία πραγματική ὄχι ὅπως τή δική μας, δέν ἔφαγε και δέν ἤπιε τίποτα ἀπολύτως. Ἐμεῖς βέβαια δέν μποροῦμε. Και μετά ὁ Κύριος για νά δείξει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι κάτι τό ἐξωπραγματικό ἠθέλησε νά πεινάσει καί νά διψάσει προκειμένου νά δείξει τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ἄρχισε τό κήρυγμά του πρός ἐμᾶς, ἀφοῦ μᾶς ἔδειξε τόν δρόμο τῆς νηστείας διορθώνοντας ἔτσι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε ἡ νηστεία μέσα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν πού θέλουν νά ἀγωνιστοῦν.

Γιά ποιό λόγο ἡ νηστεία εἶναι σημαντική; Γιατί νηστεύουμε; Νηστεύουμε γιά πολλούς λόγους. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιατί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία νηστεύει καί ὅλοι μας μέ τό βάπτισμά μας καί τη μετοχή μας στά μυστήρια εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σύνολο πιστῶν ἀνθρώπων καί ὄχι κάτι τό ἀφηρημένο. Ἀνήκω στήν Ἐκκλησία σημαίνει ὅτι ζῶ τή ζωή της καί ὅταν ζῶ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὅπως ὅλο τό σῶμα της νηστεύει ἔτσι κι ἐγώ πού εἶμαι μέλος της νηστεύω. Ἀποκτοῦμε συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦμε τον ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀνήκουμε στην Ἐκκλησία καί εἴμαστε μέλη της. Δέν μπορεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει καί ἐγώ νά μήν νηστεύω. Σημαίνει ὅτι ἀποχωρίζω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἐκτός ἄν ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας. Ἔχουμε παραδείγματα ἁγίων καί μαρτύρων πού μαρτύρησαν, γιατί δέν δέχθηκαν νά παραβοῦν τή νηστεία και μάλιστα ἡ δικαιολογία τήν ὁποία ἀντέταξαν στούς τυράννους ἦταν ὅτι, πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει κι ἐγώ νά ἀποκόψω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἔλεγε ἕνας νεομάρτυρας πού τόν πίεζαν οἱ μουσουλμάνοι νά παραβεῖ τή νηστεία.

Μία ἄλλη μεγάλη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ἀκριβῶς ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνει κανείς νά ξεπερνᾶ τά θελήματά του. Σήμερα βλέπουμε ὅτι κριτήριο πολλῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς μας εἶναι τό τί μᾶς ἀρέσει καί τι θέλουμε νά κάνουμε στή ζωή μας. Ἔχουμε ὅλοι πείρα ὅτι αὐτό τό «θέλημα», καί αὐτό τό «ἔτσι θέλω νά κάνω καί ἔτσι μοῦ ἀρέσει», καταστρέφει οἰκογένειες, συνεργασίες, σπίτια καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Αὐτό τό θέλημα διχάζει καί σπέρνει τή διχόνοια καί διασπᾶ τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἰδίως στη σύγχρονη ἐποχή εἶναι διάχυτο τό κριτήριο αὐτό. Ὅμως ἡ νηστεία δίνοντάς μας την αἴσθηση ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία μᾶς βοηθᾶ νά κόψουμε τό θέλημά μας, τό ὁποῖο μᾶς διασπᾶ ἀπό τούς ἀδελφούς μας. Μᾶς μαθαίνει τήν ὑποταγή, νά ξεπερνοῦμε τό θέλημά μας καί νά μήν κρίνουμε τά πράγματα κατά τή δική μας κρίση. Πολλές φορές μᾶς ἀρέσουν διάφορα φαγητά πού δέν εἶναι νηστίσιμα. Ἡ ὠφέλεια ἀκριβῶς εἶναι αὐτή, να ξεπεράσουμε τό θέλημά μας καί αὐτό πού μᾶς ἀρέσει, γιατί αὐτό διασπᾶ τή σχέση μας καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀδελφούς μας.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο σημαντικό εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέσα στή νηστεία μαθαίνει νά γίνεται δυνατός καί γενναῖος. Θέλει γενναία ψυχή νά μπορέσει νά ξεπεράσει κανείς τόν φόβο τῆς συντήρησής του και τή φιλαυτία του. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς δεν μπορῶ νά νηστέψω 50 μέρες, θά πέσω κάτω, δέν μπορῶ νά στερηθῶ κάποιο φαγητό, θα λιποθυμήσω. Καί μάλιστα πρίν ἀκόμη νηστέψουμε, ἀρχίζουμε νά τρέμουμε μόνο στήν ἰδέα ὅτι θά στερηθοῦμε τό ἕνα ἤ το ἄλλο. Μᾶς κυριεύει φόβος, δειλία. Ὅμως ἡ δειλία δέν χαρακτηρίζει τόν χριστιανό. Ὁ χριστιανός εἶναι ἀγωνιστής. Πῶς θά ξεπεράσει τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τόν ἐγωισμό του, ὅταν εἶναι δειλός; Πῶς θά μπορέσει να κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός «ἀπαρνησάσθω ἑαυτῷ», νά ξεπεράσει δηλαδή τόν ἑαυτό του γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι δειλός; Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε στό εὐαγγέλιο ὅτι οἱ δειλοί δέν ἔχουν μέρος μαζί Του στή ζωή τήν αἰώνιο. Ὁ δειλός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει μαζί μέ τόν Θεό, γιατί ἡ δειλία εἶναι γέννημα τῆς ὀλιγοπιστίας. Αὐτός πού ἔχει λίγη πίστη φοβᾶται. Αὐτός πού φοβᾶται μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει ἀδύνατη πίστη. Ἔρχεται ἡ νηστεία καί μᾶς προτρέπει νά μποῦμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα, νά ξεπεράσουμε τίς φοβίες μας καί νά μήν φοβόμαστε οὔτε καί τόν θάνατο, ἀλλά μέ πολλή χαρά καί ἀνδρεία νά ἀγωνισθοῦμε, πιστεύοντας βέβαια, ὄχι στίς δυνάμεις μας πού εἶναι ἐλάχιστες ἀλλά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἐλπίζουμε. Στηρίζουμε τόν ἑαυτό μας στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δίνουμε τή θέλησή μας στόν Θεό. Λέμε: «Θεέ μου, θέλω νά νηστέψω, νά ἀγωνιστῶ, νά προσπαθήσω». Ὁ Θεός βλέπει τή θέλησή μας καί μᾶς δίνει τη δύναμή Του. Ἐμεῖς δίνουμε τήν προαίρεση καί τή θέλησή μας στόν Θεό καί μᾶς δίνει τή δύναμή Του. Ἄν ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἀδύνατη, θά πάρουμε λίγη δύναμη, ἄν εἶναι δυνατή, θά πάρουμε πολλή δύναμη ἀπό τον Θεό. Αὐτή ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θά μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὄχι μόνο τή νηστεία νά τελέσουμε, ἀλλά καί πολλές ἀρετές νά φορτωθοῦμε. Νηστεία ὅμως δέν εἶναι μόνο τά φαγητά. Εἶναι καί αὐτά. Νά μή λέμε ὅτι «πρέπει νά νηστεύει ἡ γλώσσα μας καί τό φαΐ δεν εἶναι ἁμαρτία κι ἄς φᾶμε ὅ,τι θέλουμε». Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή καί μυαλό, ἀλλά εἶναι ψυχή καί σῶμα καί ἁγιάζεται ὅλο τό εἶναι μας καί ὁ νοῦς, καί ἡ καρδία καί ἡ γλώσσα μας. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας εὐρύς ἀγώνας. Νηστεύουμε ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου βλέπουμε τίς ἀδυναμίες μας. Ἔχω μία ἀδυναμία, νά κατηγορῶ; Ἄς βάλω ἐκεῖ τά ὀχυρά μου. Νά πῶ ὅτι αὐτή τήν Ἁγία Τεσσαρακοστή πού εἶναι νηστεία νά νηστέψω και στή γλώσσα μου. Νά προσπαθήσω νά μην κατηγορήσω κανένα καί νά μήν σχολιάσω ἄλλο ἄνθρωπο καί νά ἀποφύγω τή φλυαρία, τήν ἀργολογία ὅπως λέγεται στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Νά νηστέψω τά μάτια μου, τί βλέπουν τί παρακολουθοῦν καί πῶς χάνω τήν ὥρα μου βλέποντας ἄχρηστα πράγματα. Στό μυαλό μου καί στόν ἑαυτό μου ὁλόκληρο νά δώσω πνευματικά ἀγωνίσματα μαζί μέ τή σωματική νηστεία τῶν τροφῶν, ὥστε αὐτή ἡ νηστεία νά ὠφελήσει ὅλο τό εἶναι μου. Τό ἀποτέλεσμα ποιό εἶναι; Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόμενος καί ἐξαγνιζόμενος μέσα στή νηστεία γίνεται δεχτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ὁ Θεός καί κατασκηνώνει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ἀπό τήν εὐωδία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται γλυκύτατος, εἰρηνικός καί ἥσυχος καί ξεπερνᾶ τίς φοβίες, τόν θάνατο καί τά ἀνθρώπινα πράγματα καί ἐπικεντρώνεται ἐκεῖ πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτός; Ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι, ὁτιδήποτε δέν ἔχει χῶρο μέσα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μάταιο.

Ὅταν ἕνας μεγάλος σέ ἡλικία ἄνθρωπος δεῖ τή ζωή πού πέρασε, βλέπει πόσο εὔκολα φεύγουν τά χρόνια καί καταλαβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπονἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;». Τί θά μᾶς ὠφελήσει ἄν κερδίσουμε ὅλο τόν κόσμο κι ὅλα τά πλούτη καί τίς δόξες καί χάσουμε τήν ψυχή μας; Ἐκεῖνο λοιπόν πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό.

Ἡ νηστεία ἀκριβῶς κόβοντας ὅλα τά παρακλάδια καί τά ζιζάνια μαζεύει τόν ἑαυτό μας καί μᾶς σπρώχνει σ’αὐτή τήν πορεία τῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό πατέρα μας. Ἔτσι βρίσκομε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας. Καταλαβαίνουμε γιά ποιό λόγο ὑπάρχουμε και ζοῦμε καί πῶς μποροῦμε νά γίνουμε πραγματικά τέλειοι ἄνθρωποι.

Ἔτσι μπροστά σ’αὐτό τό μεγάλο καί εὐλογημένο στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν εὑρισκόμενοι ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ὁπλίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τή χάρι καί τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας κι ἄς τρέξουμε μέ προθυμία σ’αὐτό τό στάδιο. Ὁ καθένας νά δώσει τήν πρόθεσή του κι ὁ Θεός θά δώσει τή δύναμή Του καί θά πορευθοῦμε μέ πολλή χαρά αὐτό τό ἀγώνισμα τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἀφοῦ κάνουμε ὅλα αὐτά, τότε ἄς πλύνουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας μέσα στό λουτρό τῆς μετανοίας, τήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός κάνει τό πιο μεγάλο θαῦμα. Τό πιό μεγάλο θαῦμα πού γίνεται κάθε μέρα δέν εἶναι νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, νά περπατήσουν οἱ παραπληγικοί, νά γίνουν οἱ ἄρρωστοι καλά καί νά ξεπεράσουμε τά ἐπίγεια καί πρόσκαιρα προβλήματά μας. Τό μεγαλύτερο θαῦμα τό ὁποῖο γίνεται κάθε μέρα μπροστά στά μάτια μας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, καί τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μᾶς καθαρίζουν και μᾶς κάνουν φωτεινούς, γιά νά μπορέσουμε νά μποῦμε καί νά εὐφρανθοῦμε ὅλοι σ’αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πού μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 (ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

«Όλο δικό μου;»


Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια εκπομπή στην τηλεόραση όπου ένας άνθρωπος του Θεού περιέγραφε πολύ γλαφυρά την εμπειρία του από μια επίσκεψη του σε ένα χωριό της Αφρικής. Εκεί, καθώς μοίραζε μολύβια στα παιδάκια τον πλησίασε ένα και τον ρωτάει : « όλο δικό μου;» Αυτό το παιδί με βουρκωμένα μάτια και με μια καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη ένιωσε εκείνη την ώρα σαν να του χάρισες όλο τον κόσμο! Γιατί τα παιδιά στην τάξη του μοιράζονταν ένα μολύβι στα τρία! Και κάπως έτσι αυτό το παιδί χωρίς να το ξέρει έδινε ένα δυνατό χαστούκι σε όλους εμάς και ταυτόχρονα ένα μάθημα ολιγάρκειας, μοιράσματος και ευχαριστίας! Σε εμάς που δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με αυτά που έχουμε, που δε λέμε ποτέ ‘ευχαριστώ Θεέ μου’ και που ούτε που διανοούμαστε να μοιραστούμε τα υπάρχοντα μας! Και όχι μόνο αυτό αλλά θέλουμε και ‘ να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα’!

Ένα μολύβι στα τρία! Το διανοείσαι; Κι όμως τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία! Γιατί το μοίρασμα γεμίζει την καρδιά… το δόσιμο αποτελεί έκφραση αγάπης και η αγάπη τρέφει την ψυχή! Και όταν ήρθε ολόκληρο μολύβι ένιωθαν τόσο ευλογημένα! Μα και τελικά δε χρειάζεται πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. Η ευτυχία του είναι κρυμμένη στην ολιγάρκεια… τα πολλά σκοτίζουν τον άνθρωπο, τον γεμίζουν με αγωνία, ανησυχία, ταραχή! Είναι κρυμμένη στην ανιδιοτελή αγάπη, στη δοξολογία, στην αλληλεγγύη! Και σκέφτομαι ότι αυτά τα παιδιά είναι οι καλύτεροι θεολόγοι γιατί με τη ζωή τους γίνονται μιμητές του Θεού!
Γιατί άλλωστε ο Θεός υπάρχει με τρία πρόσωπα τα οποία μας διδάσκουν το μοίρασμα και την αγαπητική επικοινωνία μεταξύ τους! Κι εμείς λοιπόν καλούμαστε να ακολουθήσουμε σε αυτό το δρόμο της ενεργητικής αγάπης, της ανάπαυσης και διακονίας του αδερφού! Και τότε θα δούμε πως όχι μόνο δε θα αδειάζουμε αλλά θα γεμίζουμε ολοένα και περισσότερο με την Αγάπη, το Έλεος και τη Χάρη του Θεού και θα φτάσουμε κι εμείς κάποια μέρα σαν κι αυτά τα παιδιά όταν μας δώσουν κάτι με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση να πούμε "όλο δικό μου;"
Πηγή : web