Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Η ζωή είναι μια συγνώμη...

 


Ξεκινάει η μεγάλη σαρακοστή και μια ημέρα πριν μπούμε στο αγώνα της νηστείας και προσευχής, η εκκλησία μας ζητάει να συγχωρεθούμε μεταξύ μας. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται σπουδαία σκέψη, ώστε να συνειδητοποίηση κανείς, για ποιο λόγο το κάνει αυτό η εκκλησία; Πως θα μπεις στην νηστεία και την προσευχή εάν δεν έχεις μάθει να συγχωρείς; Τι νόημα έχει να ψάχνεις τον Θεό όταν μέσα σου έχει κακία ή όπως ωραία μας λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, «Ἄν δέν ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, πού τόν βλέπεις, εἶναι ποτέ δυνατό νά ἀγαπᾶς τόν Θεό, πού δέν Τόν βλέπεις;» (Α’ Ἰω. 4, 20).

Πώς θα προχωρήσεις πνευματικά με κακία και εκδίκηση στην καρδιά σου; Ο άλλος δεν είναι εχθρός σου αλλά ο συνάνθρωπος σου. Ναι ξέρω πολλές φορές σε φέρει στα όρια σου, αλλά προσπάθησε να πλατύνεις αυτά τα όρια της καρδιά σου ώστε να συγχωρεί, να ξεχνά το κακό, να μην ζητά εκδίκηση. Δεν μπορούμε με όλους να είμαστε φίλοι, δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά δεν είναι ανάγκη να γίνουμε και εχθροί.

Ούτε ο άλλος είναι ο Θεός σου, μην μπερδεύεσαι είναι ο σύντροφος σου. Εσύ είχες την ανάγκη να τον δεις τέλειο, άγγελο και Θεό. Τις δικές σου ανάγκες εξυπηρετούσες όταν από έρωτα τον φώναζες «Άγγελο και Θεό..». Αυτός δεν σου παρουσιάστηκε ποτέ ως τέτοιος ; Οπότε κατάλαβε ότι είμαστε όλοι άνθρωποι, με αδυναμίες και πάθη. Έχουμε όμως και φως, χαρά και χαρίσματα. Κράτα τα καλά και άφησε το κακό να φύγει. Κι εάν δεν μπορείς να το διώξεις τουλάχιστον μάθε να το διαχειρίζεσαι. Γιατί η ζωή είναι μια βαθιά κατανόηση, μια μεγάλη συγνώμη, μια τεράστια αγκαλιά προς όλους και όλα.

Το μυστικό για να συγχωρέσεις τον άλλον, είναι να αποδεχτείς τον εαυτό σου. Να αγαπήσεις και να δεις τον εαυτό σου όπως σε βλέπει ο Θεός. Αυτό είναι η θεραπεία. Και τα μάτια του Θεού δεν κοιτάνε το παρελθόν ή μόνο το παρόν σου, που ίσως να είναι και χάλια, αλλά σε βλέπουν στον μέλλον, σε αυτό που δεν έγινες ακόμη αλλά που θα γίνεις. Τι ωραίο να σε αγαπάει κάποιος όχι μόνο για αυτό που ήσουν ή είσαι, αλλά κι γι’ αυτό που μπορείς να γίνεις. Τότε σε πιστεύει, σε ενισχύει και δυναμώνει. Αυτή είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο. Ο Θεός μας πιστεύει ακόμη κι όταν εμείς δεν πιστεύουμε σε Εκείνον.

π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα» Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 


Η Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἔχει ἕνα μεγάλο πλοῦτο προσευχῶν, ἀκολουθιῶν και πνευματικῶν ἀγώνων. Μέ τή νηστεία, την ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήσει αὐτό τό διάστημα ὅλες τίς ἀρετές. Ἰδιαίτερα κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας και τῆς χαρμόσυνης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Εἴμαστε λοιπόν, μπροστά σ’αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ψάλλουμε καί στήν Ἐκκλησία, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὅλοι μας εἴμαστε προσκεκλημένοι στο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γευθοῦμε ὅμως αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πρέπει νά ἔχουμε καί στολή κατάλληλη. Πρέπει να ἐνδυθοῦμε τό κατάλληλο ἔνδυμα, γιά να μήν βγοῦμε ἔξω ἀπό τό δεῖπνο αὐτό, γιατί δέν ἔχουμε τήν κατάλληλη στολή. Καί βέβαια, ἡ στολή αὐτή δέν εἶναι ἕνα ροῦχο, το ὁποῖο μποροῦμε νά τό ράψουμε ἤ νά τό ἀγοράσουμε, ἀλλά εἶναι ἡ στολή τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Στό δεῖπνο αὐτό δεν δέχεται ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκατάλληλο ἔνδυμα ἤ ἔχει λερωμένη «στολή» καί εἶναι «βρώμικος», γιατί δεν μπορεῖ ἔτσι νά μπεῖ μέσα στόν πλοῦτο αὐτό τῆς δικῆς του παρουσίας καί ἀγάπης.

Βρισκόμαστε λοιπόν πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Καί μπαίνουμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα ἀπό τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς τό βράδυ, ἔχοντας μπροστά μας τό μέγα γεγονός τῆς συγχωρήσεως τῶν ἀδελφῶν μας μέ τον ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως. Γιατί τό κάνουμε αὐτό καί προσευχόμαστε, καί ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο λαμβάνουμε τή συγχώρεση καί ἄν στενοχωρήσαμε τόν ἀδελφό μας γιά κάτι ἤ ἄν κάτι μᾶς στενοχώρησε, πρέπει νά τά σβήσουμε ὅλα, γιά νά μποῦμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν;

Θά ξεκινήσω μέ μία ἁπλή ἱστορία, ἀληθινή ὅμως, γιά νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ συγχώρεση, γιά νά ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος. Κάποτε ἦταν κάποιος με τό ὄνομα Νικηφόρος, καί ἕνας ἱερέας ὀνόματι Σαπρίκιος. Ὁ Νικηφόρος κάποια στιγμή φιλονίκησε μέ τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί ἔγινε μία παρεξήγηση μεταξύ τους. Βέβαια δεν ἔφταιγε ὁ Νικηφόρος, ἀλλά ἦταν παρεξήγηση. Ὁ Σαπρίκιος ἦταν ἱερέας καί ἦταν πολύ καλός. Δέν ἐννοοῦσε ὅμως νά συγχωρέσει τόν Νικηφόρο. Ἦταν δέ περίοδος διωγμῶν καί τό νά εἶσαι χριστιανός ἦταν πράγμα παράνομο καί οἱ χριστιανοί τότε τιμωροῦνταν μέ θάνατο. Σέ κάποιο διωγμό συνέλαβαν τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί τόν ὑπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια, ἐπειδή ὁμολόγησε τον Χριστό. Ἐνῶ τόν ὁδηγοῦσαν στό στάδιο για νά τόν ρίξουν στά θηρία, ὁ Νικηφόρος πῆγε καί τόν παρακάλεσε νά τόν συγχωρέσει, ἐπειδή θά πέθαινε σέ λίγο. Ὁ ἱερέας ὅμως ἦταν ἀνένδοτος, δέν δεχόταν νά τόν συγχωρέσει μέ τή δικαιολογία ὅτι τόν πλήγωσε καί τόν πίκρανε. Τελικά δέν τόν συγχώρεσε. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα καί μπῆκε στό στάδιο. Κι ἐκεῖ λίγο πρό τοῦ θανάτου τόν ἐγκατέλειψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, πρόδωσε τόν Χριστό και ἔγινε ἀρνησίχριστος καί ἐπέστρεψε ὁ ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ὁ δέ νεαρός Νικηφόρος δέχθηκε τή χάρι τοῦ Χριστοῦ καί ἔτρεξε μέσα στό στάδιο και μαρτύρησε. Ἀναφέρεται στό συναξάριο, «ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος ὁ ἀντί Σαπρικίου μαρτυρήσας». Γιατί τόν ἐγκατέλειψε ὁ Χριστός; Γιατί δέν δέχθηκε νά συγχωρέσει τον ἀδελφό του. Παρόλο πού ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐντούτοις αὐτή τήν ἐντολή δεν τήν τήρησε καί ἔτσι αὐτή ἡ μνησικακία ἔγινε ἡ ἀφορμή νά τόν ἐγκαταλείψει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί δέν μπόρεσε νά λάβει τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ ἄλλος, ἐπειδή μέχρι την τελευταία στιγμή ζητοῦσε συγχώρεση, δέχθηκε τή χάρι καί ἔγινε μάρτυρας.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, πρίν νά μποῦμε στο στάδιο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδή ἔχουμε νά διανύσουμε ἕνα μεγάλο δρόμο πού χρειάζεται γενναία καρδιά καί πολλή χάρι ἀπό τόν Θεό, μᾶς ὁδηγεῖ σ’αὐτή την εὐλογημένη ὥρα τῆς συγχωρήσεως. Ἡ νηστεία χρειάζεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί νά νηστέψουμε καί νά μπορέσουμε να βροῦμε αὐτό πού μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός γιά νά μποῦμε νά δειπνήσουμε μαζί Του, πρέπει νά ἔχουμε τή χάρι Του. Ἄν δέν την ἔχουμε, τότε μπορεῖ νά κάνουμε τόν κόπο, ἀλλά τόν μισθό τοῦ κόπου δέν θά τόν ἔχουμε. Μπαίνουμε λοιπόν στή νηστεία ἔχοντας μπροστά μας αὐτή τή μεγάλη εὐλογία τῆς συγχωρήσεως.

Στον ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς περνοῦμε καί ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς δίνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἐνδυναμωμένοι μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ νά μποῦμε σάν γενναῖοι ἀθλητές, νά παλέψουμε καί νά τρέξουμε μετά χαρᾶς τό στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τό στάδιο αὐτό πάντερπνον, γεμάτο χαρά, εὐφροσύνη καί τέρψη, γεμάτο ὡραῖα συναισθήματα. Μά εἶναι δυνατόν ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά στερεῖται τόσα πράγματα και νά εἶναι χαρούμενος καί νά ἔχει εὐφροσύνη; Καί ὅμως εἶναι, γιατί ὅλα αὐτά τά στερεῖται, γιά νά μπορέσει νά ὑπερβεῖ τόν ἑαυτό του καί νά μπορέσει νά συναντήσει τόν Χριστό. Πολλοί διερωτῶνται, ποῦ βρέθηκε ἡ νηστεία καί ἄν ἡ νηστεία εἶναι ἐφεύρεση τῶν ἱερέων καί τῶν μοναχῶν. Πότε εἶπε ὁ Χριστός να νηστεύουμε σαράντα καί πενήντα μέρες; Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν διαβάσει το Εὐαγγέλιο, γιά νά δοῦν ὅτι καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι γεμάτες ἀπό τέτοια παραδείγματα. Θά πῶ μόνο δυό.

Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, σ᾽ ἐκεῖνο τόν ὡραῖο χῶρο πού ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά, ἦταν: «μπορεῖς νά γευθεῖς ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶναι ἐδῶ μέσα, μόνο ἀπό αὐτό τό δένδρο δέν θά φᾶς». Αὐτό δεν εἶναι ἐντολή νηστείας; Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία κρατοῦσε τόν ἄνθρωπο στην ὑποταγή ἦταν ἐντολή νηστείας. Πρώτη παράβαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν Θεό ἦταν παράβαση τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός μας, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὅταν ἦταν να ἀρχίσει τό κήρυγμά του τί ἔκανε; Ἀκριβῶς γιά νά θεραπεύσει τό πταῖσμα καί τό λάθος τοῦ Ἀδάμ νήστεψε στην ἔρημο 40 μέρες και 40 νύχτες. Μάλιστα νηστεία πραγματική ὄχι ὅπως τή δική μας, δέν ἔφαγε και δέν ἤπιε τίποτα ἀπολύτως. Ἐμεῖς βέβαια δέν μποροῦμε. Και μετά ὁ Κύριος για νά δείξει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι κάτι τό ἐξωπραγματικό ἠθέλησε νά πεινάσει καί νά διψάσει προκειμένου νά δείξει τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ἄρχισε τό κήρυγμά του πρός ἐμᾶς, ἀφοῦ μᾶς ἔδειξε τόν δρόμο τῆς νηστείας διορθώνοντας ἔτσι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε ἡ νηστεία μέσα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν πού θέλουν νά ἀγωνιστοῦν.

Γιά ποιό λόγο ἡ νηστεία εἶναι σημαντική; Γιατί νηστεύουμε; Νηστεύουμε γιά πολλούς λόγους. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιατί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία νηστεύει καί ὅλοι μας μέ τό βάπτισμά μας καί τη μετοχή μας στά μυστήρια εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σύνολο πιστῶν ἀνθρώπων καί ὄχι κάτι τό ἀφηρημένο. Ἀνήκω στήν Ἐκκλησία σημαίνει ὅτι ζῶ τή ζωή της καί ὅταν ζῶ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὅπως ὅλο τό σῶμα της νηστεύει ἔτσι κι ἐγώ πού εἶμαι μέλος της νηστεύω. Ἀποκτοῦμε συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦμε τον ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀνήκουμε στην Ἐκκλησία καί εἴμαστε μέλη της. Δέν μπορεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει καί ἐγώ νά μήν νηστεύω. Σημαίνει ὅτι ἀποχωρίζω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἐκτός ἄν ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας. Ἔχουμε παραδείγματα ἁγίων καί μαρτύρων πού μαρτύρησαν, γιατί δέν δέχθηκαν νά παραβοῦν τή νηστεία και μάλιστα ἡ δικαιολογία τήν ὁποία ἀντέταξαν στούς τυράννους ἦταν ὅτι, πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει κι ἐγώ νά ἀποκόψω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἔλεγε ἕνας νεομάρτυρας πού τόν πίεζαν οἱ μουσουλμάνοι νά παραβεῖ τή νηστεία.

Μία ἄλλη μεγάλη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ἀκριβῶς ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνει κανείς νά ξεπερνᾶ τά θελήματά του. Σήμερα βλέπουμε ὅτι κριτήριο πολλῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς μας εἶναι τό τί μᾶς ἀρέσει καί τι θέλουμε νά κάνουμε στή ζωή μας. Ἔχουμε ὅλοι πείρα ὅτι αὐτό τό «θέλημα», καί αὐτό τό «ἔτσι θέλω νά κάνω καί ἔτσι μοῦ ἀρέσει», καταστρέφει οἰκογένειες, συνεργασίες, σπίτια καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Αὐτό τό θέλημα διχάζει καί σπέρνει τή διχόνοια καί διασπᾶ τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἰδίως στη σύγχρονη ἐποχή εἶναι διάχυτο τό κριτήριο αὐτό. Ὅμως ἡ νηστεία δίνοντάς μας την αἴσθηση ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία μᾶς βοηθᾶ νά κόψουμε τό θέλημά μας, τό ὁποῖο μᾶς διασπᾶ ἀπό τούς ἀδελφούς μας. Μᾶς μαθαίνει τήν ὑποταγή, νά ξεπερνοῦμε τό θέλημά μας καί νά μήν κρίνουμε τά πράγματα κατά τή δική μας κρίση. Πολλές φορές μᾶς ἀρέσουν διάφορα φαγητά πού δέν εἶναι νηστίσιμα. Ἡ ὠφέλεια ἀκριβῶς εἶναι αὐτή, να ξεπεράσουμε τό θέλημά μας καί αὐτό πού μᾶς ἀρέσει, γιατί αὐτό διασπᾶ τή σχέση μας καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀδελφούς μας.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο σημαντικό εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέσα στή νηστεία μαθαίνει νά γίνεται δυνατός καί γενναῖος. Θέλει γενναία ψυχή νά μπορέσει νά ξεπεράσει κανείς τόν φόβο τῆς συντήρησής του και τή φιλαυτία του. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς δεν μπορῶ νά νηστέψω 50 μέρες, θά πέσω κάτω, δέν μπορῶ νά στερηθῶ κάποιο φαγητό, θα λιποθυμήσω. Καί μάλιστα πρίν ἀκόμη νηστέψουμε, ἀρχίζουμε νά τρέμουμε μόνο στήν ἰδέα ὅτι θά στερηθοῦμε τό ἕνα ἤ το ἄλλο. Μᾶς κυριεύει φόβος, δειλία. Ὅμως ἡ δειλία δέν χαρακτηρίζει τόν χριστιανό. Ὁ χριστιανός εἶναι ἀγωνιστής. Πῶς θά ξεπεράσει τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τόν ἐγωισμό του, ὅταν εἶναι δειλός; Πῶς θά μπορέσει να κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός «ἀπαρνησάσθω ἑαυτῷ», νά ξεπεράσει δηλαδή τόν ἑαυτό του γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι δειλός; Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε στό εὐαγγέλιο ὅτι οἱ δειλοί δέν ἔχουν μέρος μαζί Του στή ζωή τήν αἰώνιο. Ὁ δειλός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει μαζί μέ τόν Θεό, γιατί ἡ δειλία εἶναι γέννημα τῆς ὀλιγοπιστίας. Αὐτός πού ἔχει λίγη πίστη φοβᾶται. Αὐτός πού φοβᾶται μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει ἀδύνατη πίστη. Ἔρχεται ἡ νηστεία καί μᾶς προτρέπει νά μποῦμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα, νά ξεπεράσουμε τίς φοβίες μας καί νά μήν φοβόμαστε οὔτε καί τόν θάνατο, ἀλλά μέ πολλή χαρά καί ἀνδρεία νά ἀγωνισθοῦμε, πιστεύοντας βέβαια, ὄχι στίς δυνάμεις μας πού εἶναι ἐλάχιστες ἀλλά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἐλπίζουμε. Στηρίζουμε τόν ἑαυτό μας στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δίνουμε τή θέλησή μας στόν Θεό. Λέμε: «Θεέ μου, θέλω νά νηστέψω, νά ἀγωνιστῶ, νά προσπαθήσω». Ὁ Θεός βλέπει τή θέλησή μας καί μᾶς δίνει τη δύναμή Του. Ἐμεῖς δίνουμε τήν προαίρεση καί τή θέλησή μας στόν Θεό καί μᾶς δίνει τή δύναμή Του. Ἄν ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἀδύνατη, θά πάρουμε λίγη δύναμη, ἄν εἶναι δυνατή, θά πάρουμε πολλή δύναμη ἀπό τον Θεό. Αὐτή ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θά μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὄχι μόνο τή νηστεία νά τελέσουμε, ἀλλά καί πολλές ἀρετές νά φορτωθοῦμε. Νηστεία ὅμως δέν εἶναι μόνο τά φαγητά. Εἶναι καί αὐτά. Νά μή λέμε ὅτι «πρέπει νά νηστεύει ἡ γλώσσα μας καί τό φαΐ δεν εἶναι ἁμαρτία κι ἄς φᾶμε ὅ,τι θέλουμε». Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή καί μυαλό, ἀλλά εἶναι ψυχή καί σῶμα καί ἁγιάζεται ὅλο τό εἶναι μας καί ὁ νοῦς, καί ἡ καρδία καί ἡ γλώσσα μας. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας εὐρύς ἀγώνας. Νηστεύουμε ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου βλέπουμε τίς ἀδυναμίες μας. Ἔχω μία ἀδυναμία, νά κατηγορῶ; Ἄς βάλω ἐκεῖ τά ὀχυρά μου. Νά πῶ ὅτι αὐτή τήν Ἁγία Τεσσαρακοστή πού εἶναι νηστεία νά νηστέψω και στή γλώσσα μου. Νά προσπαθήσω νά μην κατηγορήσω κανένα καί νά μήν σχολιάσω ἄλλο ἄνθρωπο καί νά ἀποφύγω τή φλυαρία, τήν ἀργολογία ὅπως λέγεται στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Νά νηστέψω τά μάτια μου, τί βλέπουν τί παρακολουθοῦν καί πῶς χάνω τήν ὥρα μου βλέποντας ἄχρηστα πράγματα. Στό μυαλό μου καί στόν ἑαυτό μου ὁλόκληρο νά δώσω πνευματικά ἀγωνίσματα μαζί μέ τή σωματική νηστεία τῶν τροφῶν, ὥστε αὐτή ἡ νηστεία νά ὠφελήσει ὅλο τό εἶναι μου. Τό ἀποτέλεσμα ποιό εἶναι; Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόμενος καί ἐξαγνιζόμενος μέσα στή νηστεία γίνεται δεχτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ὁ Θεός καί κατασκηνώνει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ἀπό τήν εὐωδία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται γλυκύτατος, εἰρηνικός καί ἥσυχος καί ξεπερνᾶ τίς φοβίες, τόν θάνατο καί τά ἀνθρώπινα πράγματα καί ἐπικεντρώνεται ἐκεῖ πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτός; Ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι, ὁτιδήποτε δέν ἔχει χῶρο μέσα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μάταιο.

Ὅταν ἕνας μεγάλος σέ ἡλικία ἄνθρωπος δεῖ τή ζωή πού πέρασε, βλέπει πόσο εὔκολα φεύγουν τά χρόνια καί καταλαβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπονἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;». Τί θά μᾶς ὠφελήσει ἄν κερδίσουμε ὅλο τόν κόσμο κι ὅλα τά πλούτη καί τίς δόξες καί χάσουμε τήν ψυχή μας; Ἐκεῖνο λοιπόν πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό.

Ἡ νηστεία ἀκριβῶς κόβοντας ὅλα τά παρακλάδια καί τά ζιζάνια μαζεύει τόν ἑαυτό μας καί μᾶς σπρώχνει σ’αὐτή τήν πορεία τῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό πατέρα μας. Ἔτσι βρίσκομε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας. Καταλαβαίνουμε γιά ποιό λόγο ὑπάρχουμε και ζοῦμε καί πῶς μποροῦμε νά γίνουμε πραγματικά τέλειοι ἄνθρωποι.

Ἔτσι μπροστά σ’αὐτό τό μεγάλο καί εὐλογημένο στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν εὑρισκόμενοι ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ὁπλίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τή χάρι καί τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας κι ἄς τρέξουμε μέ προθυμία σ’αὐτό τό στάδιο. Ὁ καθένας νά δώσει τήν πρόθεσή του κι ὁ Θεός θά δώσει τή δύναμή Του καί θά πορευθοῦμε μέ πολλή χαρά αὐτό τό ἀγώνισμα τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἀφοῦ κάνουμε ὅλα αὐτά, τότε ἄς πλύνουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας μέσα στό λουτρό τῆς μετανοίας, τήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός κάνει τό πιο μεγάλο θαῦμα. Τό πιό μεγάλο θαῦμα πού γίνεται κάθε μέρα δέν εἶναι νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, νά περπατήσουν οἱ παραπληγικοί, νά γίνουν οἱ ἄρρωστοι καλά καί νά ξεπεράσουμε τά ἐπίγεια καί πρόσκαιρα προβλήματά μας. Τό μεγαλύτερο θαῦμα τό ὁποῖο γίνεται κάθε μέρα μπροστά στά μάτια μας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, καί τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μᾶς καθαρίζουν και μᾶς κάνουν φωτεινούς, γιά νά μπορέσουμε νά μποῦμε καί νά εὐφρανθοῦμε ὅλοι σ’αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πού μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 (ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

«Όλο δικό μου;»


Τις προάλλες έπεσα πάνω σε μια εκπομπή στην τηλεόραση όπου ένας άνθρωπος του Θεού περιέγραφε πολύ γλαφυρά την εμπειρία του από μια επίσκεψη του σε ένα χωριό της Αφρικής. Εκεί, καθώς μοίραζε μολύβια στα παιδάκια τον πλησίασε ένα και τον ρωτάει : « όλο δικό μου;» Αυτό το παιδί με βουρκωμένα μάτια και με μια καρδιά γεμάτη ευγνωμοσύνη ένιωσε εκείνη την ώρα σαν να του χάρισες όλο τον κόσμο! Γιατί τα παιδιά στην τάξη του μοιράζονταν ένα μολύβι στα τρία! Και κάπως έτσι αυτό το παιδί χωρίς να το ξέρει έδινε ένα δυνατό χαστούκι σε όλους εμάς και ταυτόχρονα ένα μάθημα ολιγάρκειας, μοιράσματος και ευχαριστίας! Σε εμάς που δεν είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι με αυτά που έχουμε, που δε λέμε ποτέ ‘ευχαριστώ Θεέ μου’ και που ούτε που διανοούμαστε να μοιραστούμε τα υπάρχοντα μας! Και όχι μόνο αυτό αλλά θέλουμε και ‘ να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα’!

Ένα μολύβι στα τρία! Το διανοείσαι; Κι όμως τα μάτια τους έλαμπαν από ευτυχία! Γιατί το μοίρασμα γεμίζει την καρδιά… το δόσιμο αποτελεί έκφραση αγάπης και η αγάπη τρέφει την ψυχή! Και όταν ήρθε ολόκληρο μολύβι ένιωθαν τόσο ευλογημένα! Μα και τελικά δε χρειάζεται πολλά ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος. Η ευτυχία του είναι κρυμμένη στην ολιγάρκεια… τα πολλά σκοτίζουν τον άνθρωπο, τον γεμίζουν με αγωνία, ανησυχία, ταραχή! Είναι κρυμμένη στην ανιδιοτελή αγάπη, στη δοξολογία, στην αλληλεγγύη! Και σκέφτομαι ότι αυτά τα παιδιά είναι οι καλύτεροι θεολόγοι γιατί με τη ζωή τους γίνονται μιμητές του Θεού!
Γιατί άλλωστε ο Θεός υπάρχει με τρία πρόσωπα τα οποία μας διδάσκουν το μοίρασμα και την αγαπητική επικοινωνία μεταξύ τους! Κι εμείς λοιπόν καλούμαστε να ακολουθήσουμε σε αυτό το δρόμο της ενεργητικής αγάπης, της ανάπαυσης και διακονίας του αδερφού! Και τότε θα δούμε πως όχι μόνο δε θα αδειάζουμε αλλά θα γεμίζουμε ολοένα και περισσότερο με την Αγάπη, το Έλεος και τη Χάρη του Θεού και θα φτάσουμε κι εμείς κάποια μέρα σαν κι αυτά τα παιδιά όταν μας δώσουν κάτι με ευγνωμοσύνη και ταπείνωση να πούμε "όλο δικό μου;"
Πηγή : web

Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2019

Μάθε να γίνεσαι αόρατος



Μάθε να κρύβεσαι από τους άλλους.Το καλό που κάνεις μη το διαλαλείς,μην περιμένεις τον έπαινο των ανθρώπων.Να εργάζεσαι μυστικά και θα δεις πως η ανταπόδοση θα έρθει φανερά στην καρδιά σου.Τόσο που κανένα μπράβο,κανένα χειροκρότημα και κανένας θησαυρός επάνω στη γη δεν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν αυτό που θα νιώσει η ψυχή σου.Αυτή η χαρά που προκάλεσες στον αδερφό σου,η ανάπαυση που του πρόσφερες θα επιστρέψει πολλαπλάσια σε σένα,να το θυμάσαι.

Μάθε λοιπόν να κρύβεσαι για να σου φανερωθεί η χάρη,μάθε να σιωπάς για να μιλήσει ο Θεός σε όλη την ύπαρξη σου.

Σε φιλώ...να γελάς...
Θυμίζεις άγγελο που κατέβηκε στη γη.


Αλέξης Αλεξάνδρου


Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μην περιμένεις....



"Εγώ θα σ’ το πω απλά και ανθρώπινα, στο δικό μου πνευματικό επίπεδο που είναι χαμηλό και γήινο, γιατί κουράστηκα από τις υψηλές αναλύσεις.

Μην περιμένεις η ζωή να σε ρωτήσει εάν και πόσο αντέχεις. Δεν θα συμβεί ποτέ. 


Μην περιμένεις να βρεθούν οι τέλειες συνθήκες για να πεις «θα ζήσω». Ζήσε σήμερα. 


Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο πατέρα ή μάνα για να μην έχεις τραύματα. 


Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο σύζυγο, γιατί απλά δεν θα τον βρεις ποτέ.


Μην περιμένεις να κάνεις τα τέλεια παιδιά, γιατί απλά δεν υπάρχουν. 


Μην περιμένεις να συναντήσεις τους τέλειους φίλους, γιατί ούτε εσύ είσαι. 


Μην περιμένεις να δουλέψεις στην ιδανική δουλειά, γιατί απλά θα μείνεις άνεργος. 


Μην περιμένεις να δεις τον Θεό ως ένα «ον» που κατεβαίνει από τους ουρανούς σε μορφή χολιγουντιανής ταινίας. Απλά δεν θα συμβεί ποτέ και θα χάσεις την ευκαιρία να Τον συναντήσεις στην καθημερινότητά σου.


Μην περιμένεις να έχεις την τέλεια παρέα για να πας ένα περίπατο.


Ξεκίνα έστω και μόνος. Στην διαδρομή, θα συναντήσεις συνοδοιπόρους. "


 π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
 Απόσπασμα από το βιβλίο του "Κάθε τέλος μια αρχή"

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017

Παναγία Φανερωμένη η Μηχανιώτισσα


Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ύρετίσατο είς κατοικίαν έαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική καταστροφή, οι ξεριζωμένοι Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστήθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ, φέρνοντας μαζί τους ό,τι ποιο ιερό είχαν, την Αγίαν και Θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης, η Οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «έν ταίς θλίψεσι βοηθός» και «έν τοίς κινδύνοις ρύστις και προστάτις έν τοίς πειρατηρίοις».

Κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, δεκάδες χιλιάδες πιστοί από όλη τη Βόρεια Ελλάδα και μακρύτερα ακόμη, συρρέουν στη Νέα Μηχανιώνα για να προσκυνήσουν ευλαβικά την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης της Μηχανιώτισσας, όπως έχει αποκληθεί. Της Παναγιάς στην οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους οι πάσχοντες, οι ανήμποροι, οι κάθε λογής πονεμένοι και όλοι όσοι περιμένουν εκπλήρωση των ελπίδων τους από τη Μεγαλόχαρη. Και δυστυχώς, στις δύσκολες μέρες που ζούμε, αυτοί αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς.
Τα θαύματα της Παναγίας
Σε ένα βιβλιαράκι που είχε εκδώσει στα 1959 ο Α.Ρ.Ματίκας με τίτλο «Παναγία Φανερωμένη η Μηχανιώτισσα», περιλαμβάνονται και ορισμένα από τα θαύματα που λέγεται ότι έκανε η Μεγαλόχαρη. Περιγράφει συγκεκριμένα ο Ματίκας:
«Ήμουνα 27 χρονών νιόπαντρη , λέει η γιαγιά Κυριακίτσα Καψάλα πλέκοντας τα δίχτυα της, όταν ήμουνα άρρωστη στην παλιά Μηχανιώνα και το κεφάλι μου γύρισε πίσω. Κανένα φάρμακο και κανένας γιατρός δεν μπορούσε να με κάνει καλά. Και η Παναγία μας, μεγάλη η χάρη της, σαν φέραν την εικόνα Της στο σπίτι μας, με γιάτρεψε αμέσως».
Ένα άλλο θαύμα, περιγράφει ο κ. Σαραφίδης: «Είχε έλθει στην εκκλησία ένας κουτσός με το μπαστούνι του και με τις παρακλήσεις και την πίστη του, έγινε καλά. Γιαυτό και όταν έφυγε, άφησε το μπαστούνι του δίπλα στην εικόνα. Η γριά καντηλανάφτρα Μάλαμα Σιμβρήπου είχαμε στην εκκλησία, χωρίς να ξέρει τίνος είναι το μπαστούνι, το πήρε να ακουμπάει και πήγε σπίτι της. Μόλις όμως κοιμήθηκε, βλέπει την Παναγία που την μαλώνει και της λέει ότι το μπαστούνι πρέπει να το πάει γρήγορα πίσω, γιατί σ΄εκείνη το αφιέρωσε ο κουτσός που έγινε καλά. Ξύπνησε τρομαγμένη η κυρά-Μάλαμα και ήρθε νύχτα στο σπίτι μου με το μπαστούνι και με πήρε νύχτα, ανοίξαμε την εκκλησία και αφήσαμε στη θέση του το αφιέρωμα».
Ένα άλλο θαύμα διηγείται ο κ. Σαραφίδης: «Ήταν δύο αδέλφια, τρελοί και οι δύο και τους είχαμε δεμένους με αλυσίδες. Με τη βοήθεια της Παναγίας έγιναν καλά και χρόνια μετά συνέχιζαν να φέρνουν κεριά και λάδι στη χάρη της».
Τέλος, ένα ακόμη θαύμα αφηγήθηκε ο προϊστάμενος του ναού, αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Δοχειαρίτης: «Από τη Γαλάτιστα της Χαλκιδικής η Χαρίκλεια Σουάνη του Δημητρίου, νέα κοπέλα, δούλευε μοδίστρα και κατά λάθος κατάπιε μία καρφίτσα. Έγινε εγχείριση, βγάλανε οι γιατροί την καρφίτσα, αλλά αντί για καλύτερα πήγαινε η κοπέλα στο χειρότερο. Τρεις μήνες έμεινε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, 20 ημέρες στην κλινική Μιχαλιτσάνου, 15 ημέρες στην κλινική Μάρκου και έφτασε να καταστεί η κοπέλα τελείως παράλυτη και επί 4 ημέρες να έχει διαρκείς σπασμούς και πόνους. Οπότε αποφασίζουν να ζητήσουν η μητέρα και οι συγγενείς της την βοήθεια της Παναγίας. Στις 28 Φεβρουαρίου 1959 πήγαν την κοπέλα στην εκκλησία και, εν μέσω σπασμών, την άφησαν δίπλα στη θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης.
Μετά από λίγο, η κοπέλα συνήλθε σαν να ξύπνησε από βαθύτατο λήθαργο και αφηγήθηκε στη μητέρα της ότι είδε στον ύπνο της την Παναγία, η οποία της είπε πως έγινε καλά και σηκώθηκε να ασπαστεί την εικόνα Της. Την επόμενη ημέρα, αναχώρησαν από την εκκλησία και μετά από παρέλευση 40 ημερών επανήλθαν οικογενειακώς με διάφορα δώρα και αφιερώματα για τη Μεγαλόχαρη. Η Χαρίκλεια ήταν πλέον υγιέστατη».

Σάββατο 3 Ιουνίου 2017

Η σημασία της προσευχής για τους κεκοιμημένους-Όσιος Παΐσιος αγιορείτης


Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί ( πλην των Αγίων ) μπορούν να προσεύχονται; 
-Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια, αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους.Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.
Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και ,εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες.[…] Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών. Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο. Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.

Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν…. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Όσιος Παΐσιος αγιορείτης

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

“Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…” (παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

Του αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.
Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.

Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.
Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.
Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κιάλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».
Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».
Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 
antexoume.wordpress.com/

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΤΗΣ!


ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΤΗΣ!
Εύχομαι τη νέα αυτή χρονιά να πιστέψεις ότι όλα όσα λαχταρά η ψυχή σου,
θα γίνουν!!
Μην τα απωθείς  με τη μιζέρια σου, μα να τα ελκύεις, με τη λαχτάρα σου!
Και για όσα τελικά δεν γίνουν, να έχεις τη μεγάλη πίστη ότι και πάλι
θα τα καταφέρεις!
Θα αντέξεις, θα το ξεπεράσεις και δεν θα διαλυθείς.
Είναι σίγουρο ότι μπορείς να ζεις με ευτυχία, ασχέτως των εξελίξεων
γύρω σου!
Διότι, η χαρά αναβλύζει από μέσα σου!
Εύχομαι, προσεύχομαι και αφήνω όλα αυτά - τα δικά μου, τα δικά σου,
όλων μας - στην Αγάπη του Τριαδικού Θεού.
Καλή χρονιά!!
Χρόνια πολλά σε όλους!
                                    Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΑΝΟΣ

ΠΗΓΗ: facebook.com/AndreasKonanosPage

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Μάθε να περιμένεις...- π. Ανδρέας Κονάνος

Πρέπει να μάθεις να κάνεις υπομονή. Όχι απλώς να λες τη λέξη αυτή στους άλλους, «κάνε υπομονή», ούτε μόνο να τη διαβάζεις σε βιβλία κι ομιλίες, αλλά να ‘ναι κυρίως το προσωπικό σου βίωμα, το χαρακτηριστικό σου. Αξίζει για μερικά πράγματα να περιμένεις.

Είναι ανάγκη να περιμένεις. Εργάζεται ο Θεός. Μόνο που έχει τους δικούς του ρυθμούς .Ο Θεός εργάζεται πολύ υπομονετικά. Κι η φύση το ίδιο κάνει.

Ένα λουλουδάκι θ’ ανθίσει όταν έρθει η ώρα του. Δες ακόμα την αλλαγή των εποχών. Παρατήρησε επίσης πώς μεγαλώνει το σώμα μας. Όλα αυτά αλλάζουν, αλλά σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς απ’ αυτούς που μας έχει συνηθίσει η τρελή κοινωνία μας. Αυτό το τρέξιμο, αυτός ο πανικός η ταραχή που μας κάνει όλους τόσο πολύ βιαστικούς, αφήνουν τον Θεό αμέτοχο.

Ο Θεός δεν μπαίνει σ’ αυτούς τους τρελούς ρυθμούς μας. Κινείται στους ρυθμούς της δικής του αγάπης και της δικής του υπομονής. Ο Κύριος δεν έχει άγχος, ο Κύριος κινείται ήρεμα.

Μάθε το κι εσύ. Όλα να γίνονται ήρεμα. Ηρέμησε και μάθε να περιμένεις και να μη βιάζεσαι. Μάθε στη ζωή σου, να μη θες να μπαίνει ο Θεός στο δικό σου άγχος άλλωστε να αγχώνεις ακόμα και το Θεό, αλλά προσπάθησε εσύ να μπαίνεις στο κλίμα του Θεού.

Στο κλίμα ακριβώς αυτής της υπομονής, της απαντοχής, της ηρεμίας, ώστε να μοιάζεις εσύ στο Θεό κι όχι αυτός σε σένα. Η προσευχή θα σου χαρίσει αυτό το δώρο. Δεν είναι εύκολο να το νιώσεις. Αν θες, κάνε προσευχή να το καταλάβω κι εγώ αυτό και να το ζήσω.

Δεν μπαίνει ο Θεός στον τρελό ρυθμό μας. Κι ευτυχώς. Διότι αυτό που ζούμε εμείς είναι κάτι σπασμωδικό κι αρρωστημένο. Πώς αλλιώς να ονομάσεις αυτό το τρεχαλητό που μας πιάνει.

Ο Κύριος όμως έχει το δικό του ρυθμό. Δεν είναι σαν κι εμάς. Εργάζεται, αλλά όχι όπως θέλουμε εμείς. Εμείς θέλουμε εδώ και τώρα. Κι ο Θεός μας λέει , «Γιατί δεν κοιτάτε να διδαχτείτε απ’ τον εαυτό σας; Γιατί δεν κοιτάτε την κατασκευή σας, τη φύση σας, ώστε να κατανοήσετε πώς σας έχω πλάσει; Δεν καταλαβαίνετε ότι σας έχω δώσει αφορμές να θυμάστε την υπομονή; Πότε έμεινες έγκυος;

Πριν μήνες. Και πότε θα γεννήσεις το παιδάκι σου; Μετά από εννέα μήνες. Γιατί; Εφόσον το παιδί σου αυτό υπάρχει μέσα από την ίδια στιγμή της σύλληψης, γιατί δεν γεννιέται την άλλη μέρα; Δε θα μπορούσα Εγώ, ο Θεός να κάνω το παιδί να γεννιέται την άλλη μέρα;

Ναι, αλλά σε διδάσκω και μ’ αυτόν τον τρόπο, εσένα που θα γίνεις μάνα, να περιμένεις. Και εσένα που θα γίνεις πατέρας, επίσης. Να περιμένεις κι εσύ». Μαθαίνεις την υπομονή…

π. Ανδρέας Κονάνος
Από το βιβλίο : «Αγάπη για πάντα – Αθέατα Περάσματα 2»

Πηγή: http://perivolipanagias.blogspot.gr/