Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μπουκάι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

Το Μαγαζί της Αλήθειας


“Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;”
– “Μάλιστα κύριε. Τι λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;”
Ώστε λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια… Ποτέ δεν είχε φανταστεί, ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο… Να πηγαίνεις σ’ ένα μέρος, και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο!!!
– “Θέλω πλήρη αλήθεια” αποκρίθηκε ο άνθρωπος, χωρίς ταλάντευση.
– “Είμαι τόσο απηυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες” σκέφτηκε .
– “Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες.”
– “Απόλυτη αλήθεια” διόρθωσε.
– “Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με.”
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη, σ’ ένα άλλο μέρος του καταστήματος, και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε: “ Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει.”
Ο πωλητής πλησίασε, και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
– “Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια.”
– “Αχά! Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;”
– “Όχι. Πόσο κοστίζει;” αποκρίθηκε τυπικά.
Στην πραγματικότητα, ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο – όσο για να έχει, όλη την αλήθεια.
– “Για όλη την αλήθεια”, είπε ο πωλητής “το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας.”
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου… Ποτέ δεν είχε φανταστεί, ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
– “Ε… ευχαριστώ… Συγνώμη…”ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα, κοιτώντας το έδαφος…
Ένιωσε λίγο θλιμμένος, όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν, ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει… ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες, για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον Εαυτό…
– “Ίσως αργότερα…” σκέφτηκε…

Jorge Bucay

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2019

Χ. Μπουκάι: Πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας


Για να μάθω να εκτιμώ τον εαυτό μου δε φτάνει μόνο να αισθανθώ πως κάποιος τρίτος με εκτιμά. Πρέπει, επιπλέον, αυτός ο τρίτος να αισθάνεται ότι αξίζει ο ίδιος, και να τον θεωρώ κι εγώ αξιόλογο. Τι να την κάνω την εκτίμηση κάποιου που δεν αξίζει ή δεν αισθάνεται ο ίδιος πως αξίζει;

Όποτε μιλάω γι’ αυτό το θέμα, μου έρχεται στο μυαλό μια ιστορία που αποφεύγω συνήθως να τη λέω δημοσίως γιατί το περιεχόμενό της είναι πολύ σκληρό. Σήμερα όμως που συζητάμε την ξαναθυμήθηκα κι αποφάσισα να τη μοιραστώ μαζί σου, γιατί συμβολίζει κάτι που δεν μπορεί να συμβεί αν δεν πληρώσει κάποιος ένα πολύ ακριβό τίμημα, αλλά και γιατί δείχνει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη πόσο μεγάλη επίδραση έχει στη ζωή μας η σχέση με τους γονείς μας.»

Πάει καιρός που ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Ανατολής ένας άντρας με τέσσερις γιους. Τη στιγμή που εκτυλίσσεται αυτή η ιστορία, ο μικρότερος ήταν γύρω στα τριάντα, ενώ τ’ αδέλφια του 35, 37 και 40 χρόνων. Ο πατέρας είχε μόλις περάσει τα εξήντα, επειδή όμως την εποχή εκείνη το προσδόκιμο ζωής ήταν γύρω στα 40 χρόνια, στην ουσία ήταν ένας ηλικιωμένος με όλα τα προβλήματα της γεροντικής ηλικίας. Το μυαλό του, το σώμα, οι σφιγκτήρες, η ικανότητά του να τα καταφέρνει μόνος του… τίποτα δε λειτουργούσε καλά σ’ αυτόν τον άνθρωπο.

Μια μέρα ο μικρότερος γιος παντρεύεται και φεύγει από το σπίτι, οπότε δημιουργείται ένα μεγάλο πρόβλημα: ο πατέρας μένει μόνος. Η μητέρα έχει πεθάνει στην τελευταία γέννα και τα μεγαλύτερα αδέλφια είναι ήδη παντρεμένα. Κατά συνέπεια, τώρα δεν υπάρχει κανείς για ν’ αναλάβει τον ηλικιωμένο άνθρωπο, και το χειρότερο είναι ότι, την εποχή που μιλάμε, δεν υπάρχουν οίκοι ευγηρίας ούτε λεφτά για να πληρώσουν κάποιον να τον φροντίζει.

Τα παιδιά αρχίζουν να νιώθουν ότι, παρόλη την αγάπη που του έχουν, ο πατέρας τους αποτελεί πρόβλημα. Δεν μπορεί κανένα από τα παιδιά να τον πάρει στο σπίτι να ζήσει μαζί του και να τον φροντίζει. Άρα, βρίσκονται αντιμέτωποι μ’ ένα πραγματικά σοβαρό πρόβλημα.

Η ουσία της ιστορίας αρχίζει όταν τα παιδιά μαζεύονται για να συζητήσουν ποιο θα είναι το μέλλον του πατέρα τους. Κάποια στιγμή σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να τον παίρνουν στο σπίτι τους με τη σειρά, αμέσως όμως καταλαβαίνουν ότι αυτή δεν είναι επαρκής λύση και, εκτός των άλλων, θα είχε σοβαρές συνέπειες στη ζωή όλων τους. Και τότε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβουν, αρχίζουν να σκέφτονται ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν ο πατέρας τους να πεθάνει.

Παρά τον ψυχικό πόνο που τους δημιουργεί η συνειδητοποίηση αυτή, σημειώνουν αμέσως ότι δεν μπορούν να περιμένουν άπρακτοι να συμβεί το μοιραίο, καθώς ο πατέρας τους θα μπορούσε να ζήσει πολλά χρόνια ακόμη σ’ αυτήν την κατάσταση. Σκέφτονται, επίσης, ότι κανένας τους δεν μπορεί ν’ αντέξει αυτήν την καθυστέρηση. Και τότε, μυστηριωδώς, ένας τους έχει μια ιδέα: ίσως το μόνο που πρέπει να κάνουν είναι να περιμένουν να έρθει ο χειμώνας και ν’ αποτελειώσει αυτός τον πατέρα τους. Να γίνει, δηλαδή, όπως το φαντάζονται: να μπουν στο δάσος μαζί του, αυτός να χαθεί, και το κρύο με τους λύκους να αναλάβουν τα υπόλοιπα…

Τους θλίβει αυτή η προοπτική, ωστόσο αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να κάνουν για το μέλλον και τη ζωή τους. Αποφασίζουν λοιπόν να φροντίζουν τον πατέρα τους εναλλάξ, αλλά μόνο μέχρι να έρθει ο χειμώνας.

Μετά την πρώτη έντονη χιονόπτωση, τα τέσσερα αδέλφια συγκεντρώνονται ξανά στο σπίτι και λένε στον πατέρα τους:

«Έλα, πατέρα, πάμε να ντυθείς γιατί θα βγούμε.»

«Θα βγούμε; Με τέτοιο χιόνι;» ρωτάει εκείνος απορημένος.

Οι γιοί του, όμως, απαντάνε:

«Ναι, ναι, έλα, πάμε.»

Ο καημένος ο πατέρας ξέρει ότι το μυαλό του δε δουλεύει καλά τελευταία, κι έτσι αναγκάζεται να υπακούσει σ’ αυτό που του λένε τα παιδιά του.

Τον ντύνουν, του φοράνε —τι ειρωνεία!— ένα ζεστό παλτό, και παίρνουν κι οι πέντε τον δρόμο για το δάσος.

Μόλις φτάνουν εκεί, αρχίζουν να ψάχνουν ένα μέρος για να τον αφήσουν και να εξαφανιστούν γρήγορα. Προχωρούν στο δάσος, όλο και πιο βαθιά, ώσπου κάποια στιγμή φτάνουν σ’ ένα ξέφωτο. Αναπάντεχα, ακούνε τον πατέρα τους να λέει:

«Εδώ είναι.»

«Τι; Ποιο;» ρωτάνε έκπληκτοι οι γιοι του.

«Εδώ είναι» λέει ξανά.

Ο πατέρας ασφαλώς δεν είχε αρκετή πνευματική διαύγεια για να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, κι εκείνοι είχαν προσέξει πολύ να μην τους ξεφύγει τίποτα… Σε τι αναφερόταν λοιπόν ο γέρος;

«Εδώ, εδώ. Αυτό εδώ είναι το μέρος…» επιμένει εκείνος, ιδρωμένος και με τα μάτια του να έχουν πεταχτεί έξω από τις κόγχες τους.

Τότε κι οι γιοι του τον ρωτάνε:

«Ποιο μέρος, πατέρα; Για τι πράγμα μιλάς;»

Κι ο γέρος τους απαντά:

«Εδώ είναι το μέρος όπου, πριν από είκοσι πέντε χρόνια, εγκατέλειψα τον πατέρα μου».

«Τρέχουν τα μάτια μου… Πολύ σκληρό. Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν τη διηγείσαι δημοσίως αυτήν την ιστορία.»

«Καλώς ή κακώς, αυτήν την επίδραση έχει η διαπαιδαγώγηση: αποκτούμε την τάση να συμπεριφερόμαστε στους γονείς μας όπως εκείνοι μας έμαθαν με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους δικούς τους γονείς, και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τα παιδιά μας θα κάνουν σ’ εμάς τα ίδια που είδαν να κάνουμε κι εμείς στους γονείς μας.

«Μεταδίδοντας στα παιδιά μας τη συναισθηματική ικανότητα της αγάπης, της φροντίδας και της στήριξης των δικών μας γονιών, τους έχουμε διδάξει αυτήν την ίδια ικανότητα, τους την έχουμε μάθει. Ωστόσο, αν πηγαίνω σπίτι και λέω: “Πότε θα ’ρθει η ώρα να πεθάνει ο γέρος μου”, κάποια μέρα θα περάσει κι απ’ το μυαλό του δικού μου γιου η ιδέα να μ’ εγκαταλείψει στο δάσος. Κι αυτό επαναλαμβάνεται με κάθε μήνυμα που στέλνουμε. Αν ζω λέγοντας μέσα μου πως δουλεύω σε μια δουλειά που δεν μου αρέσει, πως η ζωή είναι απαίσια, πως δεν αξίζω τίποτα, πως έχω βαρεθεί να είμαι όπως είμαι… αν ζω χωρίς αυτοσεβασμό και ντρέπομαι για τα λίγα που έχω πετύχει, εγκλωβισμένος στη ζωή που κάνω με χαμηλή αυτοεκτίμηση… πώς θα καταφέρω ο γιος μου (που είναι ο γιος κάποιου που δεν αξίζει) να νιώθει πως αξίζει; Μόνο αυτός που αισθάνεται πως αξίζει, μπορεί να δώσει στους απογόνους του να καταλάβουν τι σημαίνει να νιώθεις πως αξίζεις.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει αν πρέπει ν’ αναζητήσω την εκτίμηση έξωθεν, στην περίπτωση που δεν είχα την τύχη να γεννηθώ σ’ ένα περιβάλλον όπου ο πατέρας και η μητέρα μου ένιωθαν να αξίζουν, εξυψώνοντάς με κι εμένα. Σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να βρω ανθρώπους ικανούς να δίνουν και να παίρνουν αγάπη, ανθρώπους που είναι περήφανοι γι’ αυτό που είναι κι έχουν το θάρρος να πρωταγωνιστήσουν στη ζωή τους.

Πηγή:  Απόσπασμα από το βιβλίο «Από την Αυτοεκτίμηση στον Εγωϊσμό» του Χόρχε Μπουκάι – εκδ. opera


Παρασκευή 5 Ιουλίου 2019

Γεννήθηκα σήμερα το ξημέρωμα


"Γεννήθηκα σήμερα το ξημέρωμα
έζησα την παιδική μου ηλικία το πρωί
και γύρω στο μεσημέρι
έμπαινα ήδη στην εφηβεία μου.
Και δεν είναι ότι τρόμαξα
που ο χρόνος μου περνάει τόσο βιαστικά.
Μόνο με ανησυχεί λίγο να σκέφτομαι
ότι ίσως αύριο
να είμαι πολύ γέρος
για να κάνω όλα όσα άφησα σ' εκκρεμότητα."
J. Bucay

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Τα φτερά είναι για να πετάς, όμως για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις…


Ένα παραμύθι από το  Χόρχε Μπουκάι
Όταν μεγάλωσε ο πατέρας του του είπε:
« Παιδί μου, δε γεννιόμαστε όλοι με φτερά. Μπορεί να μην είσαι υποχρεώμενος να πετάξεις, νομίζω όμως πως είναι κρίμα να μείνεις μόνο στο περπάτημα αφού έχεις τα φτερά που ο καλός Θεός σου έδωσε.»


«Μα δεν ξέρω να πετάω» απάντησε ο γιος.

«Σωστά…» είπε ο πατέρας. Και περπατώντας, τον πήγε ως το χείλος του γκρεμού, στο βουνό.

«Βλέπεις γιε μου; Το κενό. Όταν θελήσεις να πετάξεις, θα έρθεις εδώ θα πάρεις βαθιά ανάσα, θα πηδήξεις στην άβυσσο και απλώνοντας τα φτερά σου θα πετάξεις».

Ο γιος αμφέβαλλε.

«Κι αν πέσω;»

«Ακόμα κι αν πέσεις, δε θα σκοτωθείς. Οι λίγες γρατζουνιές θα σε κάνουν πιο δυνaτό στην επόμενη προσπάθεια» αποκρίθηκε ο πατέρας.

Το παιδί γύρισε στο χωριό να δει τους φίλους του, τις παρέες του, όλους εκείνους που είχε συντρόφους στην πορεία της ζωής του. Οι πιο στενόμυαλοι του είπαν:

«Είσαι τρελός; Για ποιο λόγο; Ο πατέρας σου είναι μισότρελος…Για ποιο λόγο να πετάξεις; Τι σου χρειάζεται; Γιατί δεν αφήνεις τις ανοησίες; Τι νόημα έχει να πετάξεις;»

Οι καλύτεροι φίλοι του τον συμβούλεψαν:
«Κι αν είναι αλήθεια; Μα σίγουρα δεν είναι επικίνδυνο; Γιατί δεν αρχίζεις σιγά-σιγά; Δοκίμασε να πηδήξεις από μια σκάλα ή από την κορυφή ενός δέντρου. Αλλά από τον γκρεμό, βρε παιδί μου;…»


Ο νεαρός άκουσε τις συμβουλές όσων τον αγαπούσαν. Ανέβηκε στην κορυφή του δέντρου και, με όλο του το θάρρος, πήδηξε. Άνοιξε τα φτερά του, τα κούνησε στον αέρα με όλη του τη δύναμη αλλά, δυστυχώς, έπεσε στο έδαφος.



Μ’ένα καρούμπαλο στο κεφάλι συνάντησε τον πατέρα του.
«Μου είπες ψέμματα! Δεν μπορώ να πετάξω. Το δοκίμασα και κοίτα πως χτύπησα! Δεν είμαι σαν κι εσένα. Τα φτερά μου είναι μόνο για στολίδι.»

«Παιδί μου» είπε ο πατέρας, «για να πετάξεις, πρέπει να έχεις τον απαραίτητο ελεύθερο χώρο στον αέρα, ώστε τα φτερά σου να ξεδιπλωθούν. Είναι σαν να πέφτεις με αλεξίπτωτο: χρειάζεσαι κάποιο ελάχιστο ύψος για να πηδήξεις.
Για να πετάξεις πρέπει να αρχίσεις να ριψοκινδυνεύεις. 

Αν δε θέλεις να το κάνεις, καλύτερα να συμβιβαστείς και να μείνεις για πάντα στο περπάτημα.»


Χόρχε Μπουκάι ,  «Βασίσου πάνω μου»

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

“Η άμμος στο κουτάλι”- J. BUCAY


”Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου».
Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις. Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.
Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι. Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.
-«Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
-«Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»
Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσείς προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»
-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.
-«Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»
Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
-«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.»”
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ” ΤΟΥ J. BUCAY

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αξία.


Όχι στην επιφάνεια, ναι στην ουσία… 
Έχουμε μάθει να αξιολογούμε σωστά τους ανθρώπους; Μήπως κρίνουμε με βάση την επιφάνεια (εμφάνιση, φυλή, κλπ);Συμπεριφερόμαστε το ίδιο σε κάποιον Έλληνα και κάποιον αλλοδαπό; Σε κάποιον αρτιμελή και σε κάποιον με αναπηρία; Σε κάποιον πλούσιο, με κάποιο κοινωνικό στάτους και σε ένα φτωχό με παλιά και ταλαιπωρημένα ρούχα;
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το θέμα των διακρίσεων. Έχουν, μάλιστα, κάνει κατά καιρούς διάφορα πειράματα σχετικά με την αντίδραση που έχουν οι άνθρωποι, ανάλογα με το ποιον έχουν απέναντί τους.
Σ’ ένα βιντεάκι που είχε κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο, υπήρχε το εξής σενάριο. Ένας άνθρωπος καθώς περπατάει στο δρόμο πέφτει ξαφνικά κάτω και ζητάει βοήθεια. Στη μια περίπτωση είναι ντυμένος με παλιά ρούχα, ατημέλητος. Στην άλλη ντυμένος με κουστούμι, περιποιημένος. Στόχος του πειράματος, να δούμε πόσοι άνθρωποι θα σπεύσουν για βοήθεια στην κάθε περίπτωση. Τα αποτελέσματα τραγικά. Στην πρώτη περίπτωση, ελάχιστοι ήταν αυτοί που έσπευσαν να βοηθήσουν. Στη δεύτερη, μια μεγάλη μερίδα των περαστικών έσπευσε για βοήθεια. Μια, λοιπόν, αλλαγή και μόνο στην εμφάνιση είναι αρκετή για να αλλάξει τις αντιδράσεις μας.
Σ’ ένα από τα βιβλία του Χόρχε Μπουκάι συναντάμε την εξής ιστορία:
Σ’ ένα μακρινό χωριό, κάπου στην Ανατολή, ζούσε ο πιο σπουδαίος ιερωμένος εκείνων των καιρών. Ένας άνθρωπος με μεγάλο κύρος και επιρροή, που παρέμενε απλός και διέθετε απίστευτη σοφία και σπάνια ευαισθησία.
Μια μέρα φτάνει γι αυτόν, στο μοναστήρι όπου ζούσε, μια πρόσκληση να πάει να δειπνήσει στο σπίτι του πλουσιότερου ανθρώπου της περιοχής. Ο μοναχός, που δεν βγαίνει σχεδόν ποτέ από το κελί του, αποφασίζει ότι δεν μπορεί να φερθεί αγενώς και αποδέχεται την πρόσκληση.
Την ημέρα που είχε οριστεί για το δείπνο, παρ’ όλη την καταιγίδα που πλησίαζε, αποφασίζει να πάει με την αμαξά του στο μέγαρο του πλουσίου.
Πεντακόσια μέτρα πριν φτάσει, ένας κεραυνός τρομάζει το άλογο του και η αστραπή το κάνει να σηκωθεί στα πίσω πόδια, ρίχνοντας την άμαξα σ’ ένα χαντάκι μαζί με τον ιερωμένο.
Ο άνθρωπος σηκώνεται όπως μπορεί και προσπαθεί να ηρεμήσει το ζώο, χαϊδεύοντας του το λαιμό και μιλώντας του απαλά στο αφτί. Μετά, κοιτάζεται. Έχει λερωθεί απ’ την κορφή ως τα νύχια. Λάσπη, βούρκος και σάπια φύλλα έχουν κολλήσει στα ρούχα και τα χέρια του και βρομάει ολόκληρος.
Καθώς βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον προορισμό του από το μοναστήρι του, αποφασίζει να πάει εκεί και να ζητήσει να του δώσουν κάτι ν’ αλλάξει.
Χτυπάει την πόρτα του μεγάρου, ανοίγει ένας κομψός υπηρέτης και, μόλις τον βλέπει σ’ αυτό το χάλι, του βάζει τις φωνές:
«Τι κάνεις εδώ, άθλιε ζητιάνε; Πώς τολμάς να χτυπάς αυτήν την πόρτα;»
«Ήρθα… για το δείπνο» απαντάει ο ιερωμένος.
«Ντροπή σου!» του λέει ο υπηρέτης. «Αποφάγια θα έχει αύριο το πρωί —αν μείνει τίποτα, που αμφιβάλλω—, και μπορείς να τα ζητήσεις από την πόρτα υπηρεσίας. Κατάλαβες;»
«Εσείς δεν με καταλάβατε…» προσπαθεί να εξηγήσει ο επισκέπτης. «Εγώ, δεν έχω έρθει για τα αποφάγια…»
«Ααα!» αστειεύεται τώρα ο υπηρέτης. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να καθίσεις στο τραπέζι των επισήμων;»
«Να… ξέρετε…»
Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του.
Εμφανίζεται ο αφέντης του σπιτιού και ρωτάει τον υπηρέτη του τι συμβαίνει.
«Τίποτα σοβαρό, κύριε. Απλώς, αυτός ο ζητιάνος θέλει να του δώσουμε τα αποφάγια πριν σερβίρουμε το φαγητό… Του είπα να φύγει, αλλά επιμένει στο αίτημα του.»
«Να φύγει αμέσως… Κοίτα πώς έκανε την είσοδο… Φρίκη… Αμέσως τώρα! Κάλεσε τη φρουρά και, αν δεν φύγει, λύστε τα σκυλιά!»
Με σπρωξιές και κλοτσιές, πετάνε τον καημένο τον ιερωμένο στο δρόμο, απειλώντας τον με καμιά δεκαριά σκυλιά που γαβγίζουν δείχνοντας τα κοφτερά τους δόντια.
Όπως όπως, ο άνθρωπος ανεβαίνει στο κάρο και γυρίζει στο μοναστήρι.
Στο χώρο του πια, αφού πλένεται και λούζεται, πηγαίνει στην ντουλάπα του και βγάζει έναν πολυτελή μανδύα με χρυσά και ασημένια στολίδια, που του είχε χαρίσει ακριβώς πριν από ένα χρόνο ο ιδιοκτήτης του σπιτιού από το οποίο μόλις τον είχαν διώξει.
Έτσι ντυμένος, ανεβαίνει ξανά στο κάρο, κι αυτή τη φορά φτάνει χωρίς απρόοπτα στον προορισμό του. Ξαναχτυπάει την πόρτα, και του ανοίγει ο ίδιος υπηρέτης.
Αυτή τη φορά, τον περνάει μέσα με μια βαθιά υπόκλιση.
Πλησιάζει και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού και τον χαιρετάει με κλίση του κεφαλιού.
«Εξοχότατε» του λέει, «μόλις σκεφτόμουν ότι δεν θα ερχόσαστε τελικά… Μπορούμε να περάσουμε; Οι άλλοι μας περιμένουν…»
«Φυσικά» λέει ο νεοφερμένος.
Στη θέα του σηκώνονται όλοι όρθιοι και δεν ξανακάθονται ώσπου ο άντρας με τον επιβλητικό μανδύα καταλάβει τη θέση εκ δεξιών του οικοδεσπότη.
Σερβίρουν το πρώτο πιάτο. Είναι ένα βραστό σε ζωμό, που φαίνεται πολύ νόστιμο με την πρώτη ματιά.
Ξαφνικά, γίνεται μια παύση κι όλα τα βλέμματα πέφτουν στον ιερωμένο ο οποίος, αντί να πει μια προσευχή ή ν αρχίσει να τρώει, όπως περιμένουν όλοι, απλώνει το χέρι κάτω από το τραπέζι και, κρατώντας την άκρη του πολυτελούς μανδύα του, αρχίζει να τον βουτάει στον ζωμό.
Ενώ όλοι τον κοιτάνε σιωπηλοί κι ανήσυχοι, ο ιερωμένος μιλάει στον μανδύα του και του λέει:
«Δοκίμασε το φαγητό, καλό μου… Κοίτα τι ωραίο βραστό… Κοίτα αυτήν την πατατούλα… Και το κρεατάκι… Φάε, αγάπη μου…»
Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, αφού κοιτάζει ένα γύρω μην ξέροντας πώς να αντιδράσει στη συμπεριφορά του καλεσμένου του, παίρνει το θάρρος να ρωτήσει:
«Συμβαίνει κάτι, εξοχότατε;»
«Αν συμβαίνει;…» λέει ο ιερωμένος. «Όχι. Τίποτα δε συμβαίνει. Αυτό το φαγητό, όμως, δεν ήταν για μένα. Είναι ολοφάνερο ότι καλεσμένος ήταν ο μανδύας μου… Όταν ήρθα χωρίς αυτόν πριν από λίγο, με έδιωξαν με τις κλοτσιές.»”
Είναι, τελικά, η ζωή κάποιων ανθρώπων πιο πολύτιμη από κάποιων άλλων; Κάποιοι αξίζουν περισσότερο από κάποιους άλλους;
Δυστυχώς, πολλοί είναι εκείνοι που εστιάζουν στην επιφάνεια, στο εξωτερικό περίβλημα και χάνουν την ουσία. Ποια είναι αυτή; Ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν αξία. Πίσω από τα ρούχα, τους τίτλους, την καταγωγή κρύβονται ψυχές… Κι αυτές είναι που έχουν σημασία.


Είναι σημαντικό να μάθουμε να μη μένουμε στην επιφάνεια και να βλέπουμε την ουσία των πραγμάτων. Ένα μεγάλο μέρος της παιδείας θα πρέπει να επικεντρωθεί σε αυτό ακριβώς. Στο να αναγνωρίζουμε την αξία του κάθε ανθρώπουανεξάρτητα από την προέλευσή του ή τις σωματικές του ικανότητες, το χρώμα του, την κοινωνική του στάθμη.
Ναι, ο κόσμος μας χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία. Διαφέρουμε μεταξύ μας σε πολλά. Έχουμε, όμως, ένα κοινό. Είμαστε όλοι ΑΝΘΡΩΠΟΙ. Κάθε ένας από εμάς είναι μοναδικός και ανεπανάληπτος. Έχει μια μοναδική αξία. Όλοι μας αξίζουμε αγάπη, σεβασμό, εκτίμηση, βοήθεια. Και βέβαια η αληθινή φιλανθρωπία δεν έχει χρώμα, κοινωνική τάξη. Προσφέρεται αδιάκριτα.
Συμπέρασμα; «Αγάπα τον άνθρωπο γιατί είσαι εσύ…» Ν. Καζαντζάκης
Ελένη Κώστογλου
Ψυχολόγος
Πηγή:
 Χόρχε Μπουκάι, «Ο Δρόμος της Πνευματικότητας», Εκδόσεις OPERA

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο https://pigipaideias.wordpress.com

Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Εγώ θα είμαι πάντα εκεί, πάντοτε παρών-X. Μπουκάι


Εγώ σου έφερα τα συναισθήματα της ντροπής, σου έδειξα όλα τα μειονεκτήματα σου, τις ασχήμιες σου, τις ανοησίες σου, τα δυσάρεστα όλα.
Εγώ σου κρέμασα την ταμπέλα «διαφορετικός» όταν σου είπα για πρώτη φορά στο αφτί ότι κάτι δεν πήγαινε εντελώς καλά σ’ εσένα (…).

Είμαι ο απρόσκλητος μουσαφίρης, ο ανεπιθύμητος επισκέπτης, και ωστόσο, είμαι πρώτος που ήρθα κι ο τελευταίος που θα φύγω. Έγινα ισχυρός με τον καιρό ακούγοντας τις συμβουλές των γονιών σου για το πώς να θριαμβεύσεις στη ζωή.

Παρατηρώντας τις αντιλήψεις της θρησκείας σου, που σου λέει να τι να κάνεις και τι να μην κάνεις, για να σε δεχτεί ο Θεός στις αγκάλες του. Υποφέροντας απάνθρωπα αστεία των συντρόφων σου στο σχολείο όταν γελούσαν με τις δυσκολίες σου. Υπομένοντας τις ταπεινώσεις από τους ανώτερους σου.

Παρατηρώντας την άχαρη μορφή σου στον καθρέφτη και συγκρίνοντας τη μετά με την εικόνα των «διασήμων» που βγαίνουν στην τηλεόραση. Και τώρα, επιτέλους, έτσι όπως είμαι δυνατός, και για τον απλό λόγο ότι είμαι γυναίκα, ότι είμαι νέγρος, ότι είμαι Εβραίος, ότι είμαι ομοφυλόφιλος, ότι είμαι ανατολίτης, ότι είμαι ανάπηρος, ότι είμαι ψηλός, κοντός ή χοντρός… μπορώ να σε μεταμορφώσω σ’ ένα σωρό σκουπίδια, σε παλιοσίδερα, σε αποδιοπομπαίο τράγο, στον παγκόσμια υπεύθυνο, σ’ έναν καταραμένο μπάσταρδο μιας χρήσης.
Γενεές και γενεές ανδρών και γυναικών με υποστηρίζουν. Δεν μπορείς να ξεφύγεις από μένα. Η θλίψη που προξενώ είναι τόσο ανυπόφορη που για να με αντέξεις πρέπει να με μεταδόσεις στα παιδιά σου, ώστε εκείνα να με περάσουν στα δικά τους παιδιά, στους αιώνες των αιώνων.
Για να βοηθήσω εσένα και τους απογόνους σου θα μεταμφιεστώ σε τελειομανία, σε υψηλά ιδανικά, σε αυτοκριτική, σε πατριωτισμό, σε ηθικές αξίες, σε καλές συνήθειες, σε αυτοέλεγχο.

Η θλίψη που σου προξενώ είναι τόσο έντονη που αν θελήσεις να με αρνηθείς και, για αυτό, θα προσπαθήσεις να με κρύψεις πίσω από τα πρόσωπα σου, πίσω από τα ναρκωτικά, πίσω από τη μάχη σου για το χρήμα, πίσω από τις νευρώσεις σου, πίσω από την απρόσωπη σεξουαλικότητα σου. Δεν έχει σημασία τι κάνεις, όμως, δεν έχει σημασία που πηγαίνεις. Εγώ θα είμαι πάντα εκεί, πάντοτε παρών. Γιατί ταξιδεύω μαζί σου μέρα και νύχτα, ακούραστα, δίχως όρια.
Εγώ είμαι η βασική αιτία της εξάρτησης, της κτητικότητας, της πίεσης, της ανηθικότητας, του φόβου, της βίας, του εγκλήματος, της τρέλας.
Εγώ σου δίδαξα το φόβο της απόρριψης κι εγώ περιόρισα την ύπαρξη σου σ’ αυτό το φόβο. Από εμένα εξαρτάται το αν θα εξακολουθήσεις να είσαι αυτό το άτομο που το γυρεύουν, το λατρεύουν, το χειροκροτούν, ο ευγενικός και ο ευχάριστος που είσαι σήμερα για τους άλλους.

Από εμένα εξαρτάσαι, γιατί εγώ είμαι το μπαούλο όπου έχεις κρύψει εκείνα τα πιο δυσάρεστα πράγματα, τα πιο γελοία, τα λιγότερο επιθυμητά κι από σένα τον ίδιο. Χάρη σ’ εμένα έμαθες να συμβιβάζεσαι με αυτά που σου δίνει η ζωή, γιατί τελικά, οτιδήποτε και αν ζήσεις θα είναι πάντοτε παραπάνω απ’ αυτό που νομίζεις ότι αξίζεις.
Το μάντεψες, έτσι δεν είναι; Είμαι το συναίσθημα της απόρριψης που νιώθεις για τον ίδιο σου τον εαυτό».
Όλα άρχισαν εκείνη τη γκρίζα μέρα που αφέθηκες να πεις περήφανος «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ !» Και, ντροπιασμένος και φοβισμένος, κατέβασες το κεφάλι κι άλλαξες τα λόγια και τις πράξεις σου με ένα καλό συλλογισμό: «ΕΓΩ ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΗΜΟΥΝ…» 

Jorge Bucay ,«Να σου πω μια ιστορία» (εκδ. Opera).

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Προσοχή… Δεν είναι όλοι ικανοί να αναγνωρίσουν την πραγματική μας αξία.




Από την παιδική μας ηλικία μέχρι τα βαθιά μας γεράματα θα έρθουμε σε επαφή με διάφορους ανθρώπους. Ανθρώπους που θα διαμορφώσουν μια κάποια άποψη για εμάς και ενδεχομένως να μας την εκφράσουν ανοιχτά. Θα μας κρίνουν για την εμφάνιση, το χαρακτήρα μας και πολλά άλλα. Και βέβαια θα επηρεαστούμε ανάλογα. Μια άσχημη κριτική, ένας άσχημος λόγος εις βάρος μας θα μας κάνει να νιώσουμε άσχημα… θα μας καταρρακώσει… θα μας δημιουργήσει ένα αίσθημα αναξιότητας.  Άλλωστε η εικόνα που διαμορφώνουμε για τον εαυτό μας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό από την αντιμετώπιση των άλλων απέναντί μας. Το θέμα είναι: «Πρέπει να δίνουμε βάση σε ό, τι μας λένε οι άλλοι;». «Μήπως ο άνθρωπος που έχουμε απέναντί μας δεν έχει σωστή κρίση και η άποψη του είναι παντελώς άκυρη;» Ποια η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ; Μας τη δίνει με έναν πολύ όμορφο τρόπο ο Χ. Μπουκάι, χρησιμοποιώντας μια διδακτική ιστορία για μικρούς και μεγάλους. Ο τίτλος της είναι «Η αληθινή αξία του δαχτυλιδιού».

‘«Ήρθα, δάσκαλε, γιατί νιώθω τόσο ασήμαντος που δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα. Μου λένε ότι δεν αξίζω τίποτα, ότι δεν κάνω τίποτα σωστά, ότι είμαι αδέξιος και χαζός. Πώς μπορώ να βελτιωθώ; Τι μπορώ να κάνω για να με εκτιμήσουν περισσότερο;».
Ο δάσκαλος, χωρίς να τον κοιτάξει, του είπε:
«Πόσο λυπάμαι, αγόρι μου. Δεν μπορώ να σε βοηθήσω γιατί πρώτα πρέπει να λύσω ένα δικό μου πρόβλημα. Μετά, ίσως…» και ύστερα από μια παύση συνέχισε : «Αν θέλεις να με βοηθήσεις εσύ, μπορεί να λύσω γρήγορα το πρόβλημά μου και μετά να μπορέσω να σε βοηθήσω».
«Ε …;μετά χαράς, δάσκαλε» είπε διστακτικά ο νεαρός, νιώθοντας ότι τον υποτιμούσαν για άλλη μια φορά και μετέθεταν τις ανάγκες του.
«Ωραία» συνέχισε ο δάσκαλος. Έβγαλε το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι και το έδωσε στο αγόρι, λέγοντας : «Πάρε το άλογο που είναι εκεί έξω και τρέξε στην αγορά. Πρέπει να πουλήσω αυτό το δαχτυλίδι για να πληρώσω ένα χρέος. Είναι ανάγκη να πάρεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς για αυτό. Και με κανέναν τρόπο μη δεχτείς λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί. Πήγαινε και έλα με το χρυσό φλουρί όσο πιο γρήγορα μπορείς».
Ο νεαρός πήρε το δαχτυλίδι κι έφυγε. Μόλις έφτασε στην αγορά άρχισε να προσφέρει το δαχτυλίδι στους εμπόρους που το κοίταζαν με κάποιο ενδιαφέρον, ώσπου ο νεαρός έλεγε τι ζητούσε γι’ αυτό. Όταν το παιδί έλεγε «ένα χρυσό φλουρί» άλλοι γελούσαν, άλλοι του γύριζαν τις πλάτες και μόνο ένας γέροντας φάνηκε αρκετά ευγενικός για να μπει στον κόπο να του εξηγήσει ότι ένα χρυσό φλουρί ήταν πάρα πολύ για ένα δαχτυλίδι. Θέλοντας να βοηθήσει, ένας του πρόσφερε ένα ασημένιο νόμισμα κι ένα μπακιρένιο τάσι, όμως, ο νεαρός είχε οδηγίες να μη δεχτεί λιγότερα από ένα χρυσό φλουρί κι έτσι απέρριψε την προσφορά.
Αφού προσπάθησε να πουλήσει το κόσμημα σε όποιον συνάντησε στο δρόμο του στην αγορά – και σίγουρα θα ήταν πάνω από εκατό άτομα – , παραδέχτηκε την αποτυχία του, καβάλησε το άλογο και γύρισε πίσω.
Πόσο θα ήθελε ο νεαρός να είχε ένα χρυσό φλουρί για να το δώσει στο δάσκαλο και να τον γλυτώσει από το πρόβλημά του. Έτσι, θα έπαιρνε κι αυτός τη συμβουλή και τη βοήθεια του δασκάλου.
Μπήκε μέσα στην κάμαρη.
«Δάσκαλε» είπε, «λυπάμαι. Είναι αδύνατο να τα καταφέρω. Ίσως να μπορούσα να πάρω δύο ή τρία ασημένια, όμως, νομίζω ότι δεν μπορώ να γελάσω κανέναν για την πραγματική αξία του δαχτυλιδιού.»
«Αυτό που είπες είναι πολύ σημαντικό, νεαρέ μου φίλε» απάντησε χαμογελώντας ο δάσκαλος. «Πρέπει πρώτα να μάθουμε την αληθινή αξία του δαχτυλιδιού. Καβάλησε πάλι το άλογο και πήγαινε στον κοσμηματοπώλη. Ποιος άλλος θα ξέρει καλύτερα; Πες του ότι θέλεις να το πουλήσεις και ρώτησέ τον πόσα μπορεί να πιάσει. Όμως, μην του το πουλήσεις όσα κι αν σου προσφέρει. Γύρισε πίσω με το δαχτυλίδι.»
Ο νεαρός καβάλησε το άλογο κι έφυγε πάλι. Ο κοσμηματοπώλης εξέτασε το δαχτυλίδι στο φως του κεριού, το κοίταξε με το φακό, το ζύγισε και μετά είπε στο παιδί:
«Πες στο δάσκαλο, αγόρι μου, ότι αν θέλει να το πουλήσει αμέσως, δεν μπορώ να του δώσω παραπάνω από πενήντα οχτώ χρυσά φλουριά για το δαχτυλίδι του».
«Πενήντα οχτώ χρυσά;» φώναξε το παιδί.
«Ναι» απάντησε ο κοσμηματοπώλης. «Βέβαια,, με λίγη υπομονή θα μπορούσαμε να βγάλουμε γύρω στα εβδομήντα χρυσά φλουριά, όμως, αν είναι επείγον …;». Ο νεαρός έτρεξε συγκινημένος στο σπίτι του δασκάλου να του πει τα καθέκαστα.
«Κάθισε» του είπε ο δάσκαλος αφού τον άκουσε. «Είσαι κι εσύ σαν αυτό το δαχτυλίδι. Ένα πολύτιμο και μοναδικό κόσμημα. Και σαν τέτοιο, πρέπει να σ΄ εκτιμήσει ένας αληθινός ειδικός. Γιατί στη ζωή σου γυρίζεις εδώ κι εκεί ζητώντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική σου αξία;».
Και μ’ αυτά τα λόγια, έβαλε πάλι το δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο του αριστερού του χεριού…’


Να, λοιπόν, που δεν έχουν μάθει όλοι οι άνθρωποι να κρίνουν σωστά. Κάποιοι στέκονται ενδεχομένως στη επιφάνεια και όχι στην ουσία. Κάποιοι έχουν την τάση να κρίνουν αρνητικά όλους και όλα. Εμείς από την πλευρά μας τώρα θα πρέπει να είμαστε σε θέση να διακρίνουμε ποιον έχουμε απέναντί μας. Έχουμε να κάνουμε με κάποιον με σωστή κρίση ή όχι; Αν ναι τότε θα λάβουμε σοβαρά υπόψη την άποψή του. Αν όχι, καλό θα ήταν να αγνοήσουμε τα λεγόμενά του και να μην αφήσουμε να μας επηρεάσει. Το όλο θέμα απαιτεί εκπαίδευση… εξάσκηση. Δεν είναι απλό. Και δεν είμαστε μόνο εμείς. Αν είμαστε άνθρωποι που ασχολούμαστε με παιδιά (γονείς, εκπαιδευτικοί, ψυχολόγοι κτλ), θα πρέπει ανάμεσα στα άλλα να τους διδάξουμε ακριβώς αυτό. Να μάθουν να ξεχωρίζουν τί πρέπει να δέχονται από αυτά που τους λένε οι άλλοι και τί όχι. Η έλλειψη διάκρισης θα οδηγήσει ενδεχομένως σε μια τραυματισμένη αυτοεικόνα-αυτοεκτίμηση… Σε αισθήματα κατωτερότητας και αναξιότητας.

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι δυστυχώς ένα πολύ συχνό πρόβλημα και η βάση πολλών ψυχολογικών προβλημάτων. Γι’ αυτό, λίγη αδιαφορία και μια καλώς νοούμενη αναισθησία πότε πότε, προκειμένου να διατηρήσουμε την ψυχική μας ισορροπία, δεν βλάπτει. Προσοχή, λοιπόν, και διάκριση. Γιατί, όπως λέει και η ιστορία μας, δεν είναι όλοι ικανοί να αναγνωρίσουν την πραγματική μας αξία.

Ελένη Κώστογλου
Ψυχολόγος

Πηγή: Χ. Μπουκάι, Να σου πω μια ιστορία, εκδόσεις opera

Πρωτοδημοσιεύτηκε στο https://pigipaideias.wordpress.com