Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Πριν βιαστείς να βγάλεις συμπέρασμα για κάποιον…


Μοναχός
Κάποτε στο Άγιον Όρος ήταν ένας μοναχός που διέμενε στις Καρυές.
Έπινε καθημερινά και μεθούσε και γινόταν αιτία να σκανδαλίζονται οι προσκυνητές.
Κάποια στιγμή πέθανε και ανακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πήγαν στον γέροντα Παΐσιο να του πουν με ιδιαίτερη χαρά ότι επιτέλους λύθηκε αυτό το τεράστιο πρόβλημα.
Ο π. Παΐσιος τούς απάντησε ότι γνώριζε για το θάνατο τού μοναχού, αφού είδε ολόκληρο τάγμα αγγέλων πού ήρθαν να παραλάβουν την ψυχή του.
Οι προσκυνητές απόρησαν και διαμαρτυρήθηκαν και κάποιοι προσπαθούσαν να εξηγήσουν στον γέροντα Παΐσιο για ποιόν ακριβώς μιλούσαν, νομίζοντας ότι δεν κατάλαβε ο γέροντας.
Ο γέροντας Παΐσιος τούς διηγήθηκε:
«Ο συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στη Μ. Ασία, λίγο πριν την καταστροφή όταν οι Τούρκοι μάζευαν όλα τα αγόρια.
Για να μην το πάρουν από τούς γονείς του, αυτοί το έπαιρναν μαζί τους στο θερισμό και για να μην κλαίει, τού έβαζαν λίγο ρακί στο γάλα για να κοιμάται.
Ως εκ τούτου μεγαλώνοντας έγινε αλκοολικός. Κάποια στιγμή και μετά από αποτρεπτικές απαντήσεις από διάφορους γιατρούς να μην κάνει οικογένεια, ανέβηκε στο Όρος και έγινε μοναχός.
Εκεί βρήκε γέροντα και τού είπε ότι είναι αλκοολικός.
Τού είπε ο γέροντας να κάνει μετάνοιες και προσευχές κάθε βράδυ και να παρακαλεί την Παναγία να τον βοηθήσει να μειώσει κατά 1, τα ποτήρια πού έπινε.
Μετά ένα χρόνο κατάφερε με αγώνα και μετάνοια να κάνει τα 20 ποτήρια πού έπινε, 19 ποτήρια.
Ο αγώνας συνέχισε με την πάροδο των χρόνων και έφτασε τα 2-3 ποτήρια, με τα οποία όμως πάλι μεθούσε.»
Ο κόσμος έβλεπε χρόνια ένα αλκοολικό μοναχό πού σκανδάλιζε τούς προσκυνητές, ο Θεός έβλεπε ένα αγωνιστή μαχητή πού με μεγάλο αγώνα αγωνίστηκε να μειώσει το πάθος του.
Χωρίς να ξέρουμε γιατί ο κάθε ένας προσπαθεί να κάνει αυτό πού θέλει να κάνει, με ποιο δικαίωμα να κρίνουμε την προσπάθειά του;
ΠΗΓΗ: facebook.com/MonachosPaisiosAgioreites

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Μια αγκαλιά απ’ όσους μείναμε. Αυτά τα Χριστούγεννα θέλω



Αν κι έβλεπες την παγωνιά στα παρμπρίζ των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, αν κι άλλο πλεκτό δε χωρούσε επάνω μου, τα στεγνά μου χείλη ζητούσαν κάτι δροσερό, κάτι παγωμένο να διώξουν το θυμό που μου έκαιγε τα σωθικά. Μου χε κάτσει βαρύ πως για πρώτη φορά δε θα μουν συνεπής στο καθιερωμένο ραντεβού στο χωριό με τους παιδικούς μου φίλους , μιας κι η άδεια που ζήτησα έβγαλε απ το αφεντικό αυτά τα υστερικά κακιασμένα γέλια. Πήρα ένα παγωμένο αλκοολούχο, άναψα κι ένα από τα παλιοτσίγαρα κι έκατσα στα σκαλάκια της εκκλησίας για να χω μιαν ασφάλεια, μιαν ιδέα πως τα παράπονα μου κάπου θ ακουστούν…
Ένας μήνας έπρεπε να περάσει και λίγο ακόμη, για να ανταλλάξουμε τα ακριβά μας δώρα και να αισθανθούμε αυτή την αγάπη που θυμόμαστε πάντοτε όταν κάτι φτάνει στο τέλος. Μα ακόμη κι έτσι, μονολογούσα, είναι όμορφο, είναι αγάπη. Αυτή που δίνει χρώμα μέσα στο μαύρο της ρουτίνας μας, της καθημερινότητας που αντέχουμε, ως τη στιγμή που με μια κλωτσιά θα τη στείλουμε στην άκρη για να ζήσουμε στιγμές χαράς κι αγκαλιάς με τους αγαπημένους μας- καθώς θα βλέπουμε το χρόνο να μας χαιρετά γεμάτος ρυτίδες κι απολογισμούς.
Με τόσα λαμπιόνια στους δρόμους, που έσπαγαν το κακό και γρουσούζικο μαύρο της νύχτας που φοβόμουν από μικρή, πώς να μην είσαι χαρούμενος; Με τις κατακόκκινες μυτούλες των πιτσιρικάδων που μονίμως ζητούσαν δώρα και τους φτωχότερους γονείς να κόβουν το λαιμό τους για να μην αρνηθούν, πώς να μη βουρκώσεις από συγκίνηση; Με το κλειδί στην τσέπη σου να ανοίγει ένα σπίτι γεμάτο ζεστασιά , με τους δικούς σου να γκρινιάζουν κ ύστερα να ζητούν συγγνώμη με μια αγκαλιά… τι παράπονο να χεις…
Πέταξα το τσιγάρο στα μισά, να μη μολύνω άλλο τα πνευμόνια μου και πήρα το δρόμο της επιστροφής. Όλα μου τα ψιλά και κάτι καραμέλες που βρήκα στην τσέπη, τα δωσα στα παιδιά των φαναριών, αδιαφορώντας για τα ψέματα τους…
Κι ύστερα θυμάμαι. Θυμάμαι όλα τα λαμπιόνια να σβήνουν, να σβήνω κι εγώ μέσα στο μαύρο, να μαθαίνω αυτό το κόψιμο στα γόνατα πώς είναι. Είδα μπροστά μου τα ψεύτικα έλατα του Δήμου και των μαγαζιών να σπάνε σε κομμάτια, τα στολίδια να χτυπούν με μανία την άσφαλτο. Μια κραυγή θυμάμαι, κοιτώντας τον ουρανό να ρωτήσω γιατί… Το κινητό μου να σπάει, τα χέρια μου να τρέμουν ύστερα από το τηλεφώνημα της μάνας. Το ένα από τα δωμάτια του σπιτιού θα έκλεινε για πάντα. Κάπου στην Αθηνών- Πατρών σημειώθηκε τροχαίο, με μια φοιτήτρια νεκρή. Πήγαινε στο σπίτι της για τις γιορτές, έλεγαν στις ειδήσεις. Θυμάμαι.
Και τώρα, λίγα χρόνια μετά, ούτε άδεια, ούτε δώρα ή χρήματα θα σου έλεγα πως θέλω. Μια αγκαλιά από όσους μείναμε πίσω, ένα “είμαι εδώ”, με αυτά τα μάτια τους που αν και δύο μοναχά, φωτίζουν σαν όλα τα λαμπιόνια του κόσμου όταν με κοιτάζουν.
Κι εγώ, η δυνατή, θα είμαι εδώ να μην αφήσω το βραχυκύκλωμα που θα φερναν τα δάκρυα τους… Θα είμαι εδώ, να φωνάζω ξανά και ξανά πως μόνο αυτό έχει σημασία. Να παίρνεις και να δίνεις χαμόγελο κι αγάπη.
Ναι. Αφού δε μπορούμε κάθε μέρα, ας είναι μόνο γι αυτές, τις τελευταίες του χρόνου…
Ευτυχία Παπούλια
αναπνοές

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Χριστουγεννιάτικη ιστορία: Ένα δέντρο, μια φορά!




Το δέντρο

Σ' ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.

Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.

Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;

Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν...

Το παιδί

Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη.

Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.

Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα 'χε πού να μείνει.

Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ' τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο θα 'θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του...

Πώς το 'φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί...

H συνάντηση

Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.

Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ' έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του 'βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.

Το αλητάκι σηκώθηκε, το 'βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.

— Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.

Ήταν το δέντρο του δρόμου.

— Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.

— Στόλισέ με! —ψιθύρισε το δέντρο— Στόλισέ με και εμένα έτσι!

— Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.

— Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να 'ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.

— Γιατί το λες αυτό;

— Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο... Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.

Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα 'χε ούτε 'κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;

— Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.

— Με τι; Απόρησε.

— Ό,τι να 'ναι... κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.

— Καλά... Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω...

Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.

Τα στολίδια

Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός, έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό... Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου.

Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη. Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.

— Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ' τη χαρά του.

— Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.

Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ' το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή. Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα - δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.

— Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.

— Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο...

— Κοίτα! Έρχονται!

Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.

— Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.

Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.

Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.

Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν' ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.

— M' έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο - είπε το δέντρο στο παιδί - Σ' ευχαριστώ πολύ. Σ' ευχαριστώ αληθινά... Πόσο θα 'θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο...

— Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια - Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω... και δεν έχω πού να πάω...

— Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.

— Και να δεις... Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.

Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.

Το ταξίδι

Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά —τι παράξενο— άκουσε εκείνον τον ήχο... Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.

Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες...

Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!

H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.

— Τι όμορφο δέντρο! —Χαμογέλασε— Ποιος να το στόλισε άραγε;

— Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.

— Αλήθεια;

— Ναι.

— Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.

— Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.

H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.

Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.

Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί. Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!

Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά... λες κι είχανε φτερά... Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.

Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..

Λένε οι παλιοί...

Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.

Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ' ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.

Έτσι λένε...

Ποιος ξέρει;


Του Ευγένιου Τριβιζά


(πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003)

perivolipanagias.blogspot.gr

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Με κάθε αντίο μαθαίνεις





Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.

Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια

Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις

Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού

Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
…και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.

Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις…
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.

Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια

Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις

Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη

Και ότι, αλήθεια, αξίζεις

Και μαθαίνεις… μαθαίνεις

…με κάθε αντίο μαθαίνεις


Χόρχε Λουίς Μπόρχε

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

Tυχερός όποιος δουλεύει με παιδιά.


Δυο μάτια καθρέφτες, ένα γέλιο φυσικό, από τα λίγα που μπορείς να συναντήσεις και μια αθωότητα που δεν αποσκοπεί πουθενά. Κι αν με το πρώτο άκουσμα φαντάζουν απίθανα, ας φέρουμε στο μυαλό μας ένα παιδί. Η μοναδική οντότητα που πηγάζει καλοσύνη χωρίς να ζητά τίποτα και κυρίως χωρίς να επιδιώκει την κακία, είναι το παιδί.
Και για όσους έχουν την τύχη, αλλά και την ευλογία να δουλεύουν με παιδιά, η παιδική γαλήνη αποτελεί γιατριά. Γιατί μέσα σε μια μέρα που η διάθεσή σου ασθενεί, σε μια μέρα που τα πρωινά παλεύεις με τις αντοχές σου και την άρνησή σου, μια συνάντηση με τα παιδιά, κατά έναν περίεργο τρόπο σε αναγεννά. Αυτή η συνεχής ζωντάνια τους είναι τόσο ισχυρή που στη μεταδίδουν κι ας μη θες. Κι ας έχει βυθιστεί στη θλίψη σου και στη μιζέρια σου, ένα παιδικό αστείο σε κάνει να χαμογελάς. Κι είναι ίσως από τα λιγοστά χαμόγελα που μπορούν να είναι αληθινά ακόμα και στις μαύρες σου, που δεν προσποιείσαι ότι είσαι καλά.
Ένα σωρό απορίες που σου φαίνονται αστείες και μια ακατάπαυστη ανησυχία για τα πάντα είναι ενίοτε χαραγμένα στα πρόσωπά τους. Κι εκεί που νομίζεις πως με τα παιδιά τα ‘χεις δει όλα, έρχεται πάντα εκείνη η στιγμή που καταφέρνουν να σ’ εκπλήξουν χωρίς αύριο. Δείξε τους μια εικόνα και ζήτα να στην ερμηνεύσουν. Η ζήλια που νιώθεις από τη φαντασία που κινητοποιούν για να απαντήσουν, δεν περιγράφεται.
Και τα θαυμάζεις. Μα κυρίως σου λείπεις εσύ. Σου λείπει αυτό που κάποτε ήσουν, που κάποτε όλοι ήμασταν κι έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Και δεν είναι η ηλικιακή φθορά που σε τρώει, αλλά τα όσα έγινες χωρίς να ερωτηθείς. Είναι όλα εκείνα που η παιδική φωνή μέσα σου δε θα ενέκρινε κι όμως για κάποιο λόγο τα 'κανες. Κι έσπασες τα μούτρα σου.
Και τότε ζητάς κι εύχεσαι πιο πολύ από ποτέ να μπορούσες να πετάξεις όπως πίστευες σαν παιδί και να κατακτήσεις τα πάντα. Γιατί όταν ήσουν παιδί ονειρευόσουν. Ε λοιπόν, αυτούς τους παιδικούς σου οραματισμούς βλέπεις στα μάτια των παιδιών. Δες τα για λίγο στα μάτια κι ίσως δακρύσεις για όσα δεν είσαι πια. Με λίγα λόγια, όλα όσα υπολειπόμαστε οι μεγάλοι, όλη την αλλοτρίωσή μας, την αναπληρώνουν με απεριόριστη αλήθεια τα παιδιά.
Ακόμα κι όταν γίνονται άτακτα, όταν στην τάξη σου προκαλούν πραγματικά τις αντοχές με την παιδική τους ανωριμότητα, δεν υπάρχει περίπτωση όταν τα θυμηθείς μετά να μη χαμογελάσεις με νοσταλγία. Αν δεν είναι ήρωες αυτά τα πλασματάκια που σου σπάνε τα νεύρα την ίδια ώρα που σου εκπέμπουν γαλήνη στα όρια νιρβάνας, τότε τι;
Όσοι δουλεύουν με παιδιά ξέρουν καλά πως τα ουσιαστικά μαθήματα λαμβάνονται από τα παιδιά στους δασκάλους. Κι είναι λειτούργημα να τους δίνεις αξίες. Αυτές οι αξίες που από κάποιους καταρρίφθηκαν, είναι ευλογία να ξέρεις ότι εσύ τις έχεις μεταδώσει κάπου αλλού. Γιατί είναι όλα θέμα αλυσίδας. Κι εσύ απλώς πιστεύεις ότι η αλυσίδα θα σπάσει όσο το δυνατό πιο αργά. Τους κρατάς το χέρι και παίρνεις πολύτιμα μαθήματα από την αύρα τους και κυρίως από τον τρόπο που λύνουν τα ανύπαρκτα προβλήματά τους.
Ακόμα κι αυτούς που τα πολλά χρόνια εργασίας με τα παιδιά τους προκάλεσαν κούραση, μια προσπάθεια να εισέλθουν στον κόσμο ενός παιδιού μπορεί να τα λύσει όλα. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να φτάσεις πιο κοντά σε αυτό που πραγματικά προστάζουν κι οι πιο ενδόμυχοι στόχοι σου.
Ένας παιδικός κόσμος είναι ένας μικρόκοσμος τελειότητας που κανονικά δε θα έπρεπε κανείς ν΄αγγίζει. Κι όμως δεκάδες παιδικά κλάματα πνίγονται και αμέτρητες παιδικές χαρές δεν προλαβαίνουν καν να ολοκληρωθούν. Γιατί στο βωμό της σαπίλας της ψυχής των μεγάλων θυσιάζονται τα πιο αθώα οράματα. Και τόσο απλά εξαλείφεται κάθε ελπίδα.
Μα ας δούμε στην αλήθεια τους το μέλλον μας κι ας επιζητήσουμε να μείνει για πάντα αμείωτη η αυθεντικότητά τους. Κι όπως τραγούδησε κάποτε ο πρίγκιπας «υπερασπίσου το παιδί, γιατί, αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα»
Από όλους εμάς που έχουμε την τύχη να δουλεύουμε μαζί με τους πραγματικούς ήρωες, μαζί με ένα ευχαριστώ για τα μόνιμα γυαλιά που μας βάζει η απλότητα κι η αγνότητά τους.
Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Σοφία Καλπαζίδου

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Η ιστορία ενός μολυβιού...


Το παιδί κοιτούσε τη γιαγιά του που έγραφε ένα γράμμα. Κάποια στιγμή τη ρώτησε:
- Γράφεις μια ιστορία που συνέβη σε εμάς; Και μήπως είναι μια ιστορία για μένα;

Η γιαγιά σταμάτησε να γράφει, χαμογέλασε και είπε στον εγγονό της:
- Όντως γράφω για σένα, Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό κι από τις λέξεις είναι το μολύβι που χρησιμοποιώ. Θα ήθελα, όταν μεγαλώσεις, να γίνεις σαν κι αυτό.
Το παιδί, περίεργο, κοίταξε το μολύβι και δεν είδε τίποτα το ιδιαίτερο.
- Αφού είναι το ίδιο με όλα τα μολύβια που έχω δει στη ζωή μου!
- Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο τον οποίο βλέπεις τα πράγματα. Το μολύβι έχει πέντε ιδιότητες, τις οποίες αν καταφέρεις να διατηρήσεις, θα είσαι πάντα ένας άνθρωπος που θα βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο.
Πρώτη ιδιότητα: Μπορείς να κάνεις μεγάλα πράγματα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς ποτέ ότι υπάρχει ένα Χέρι το οποίο καθοδηγεί τα βήματά σου. Αυτό το χέρι είναι μια ανώτερη δύναμη που διέπει την αρμονία του σύμπαντος.
Δεύτερη ιδιότητα: Πότε-πότε πρέπει να σταματάω να γράφω και να χρησιμοποιώ την ξύστρα. Αυτό κάνει το μολύβι να υποφέρει λίγο, αλλά στο τέλος είναι πιο μυτερό. Έτσι, μάθε να υπομένεις ορισμένες δοκιμασίες γιατί θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο.
Τρίτη ιδιότητα: Το μολύβι μας επιτρέπει πάντα να χρησιμοποιούμε γόμα για να σβήνουμε τα λάθη. Το να διορθώνουμε κάτι που κάναμε είναι σημαντικό για να παραμένουμε στο δρόμο του δικαίου.
Τέταρτη ιδιότητα: Αυτό που έχει στην ουσία σημασία στο μολύβι δεν είναι το ξύλο ή το εξωτερικό του σχήμα αλλά ο γραφίτης που περιέχει. Έτσι, να φροντίζεις πάντα αυτό που συμβαίνει μέσα σου.
Τέλος, η πέμπτη ιδιότητα του μολυβιού: Αφήνει πάντα ένα σημάδι. Έτσι, λοιπόν, να ξέρεις πως ό,τι κάνεις στη ζωή σου θα αφήσει ίχνη και να προσπαθείς να έχεις επίγνωση της κάθε σου πράξης.
P.COELHO

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο


Η ιστορία μιλά για τη μοναξιά και την ανάγκη να ανήκεις. Την ανάγκη να βρεις αυτό που σε συμπληρώνει, ώστε να "κυλήσεις" στη ζωή μαζί του.
Μιλά για την εναγώνια αναζήτηση αυτού του άλλου, που θα έρθει ως «από μηχανής θεός», να κλείσει το μέσα μας κενό, να δώσει νόημα στη ζωή μας. Αυτό το άλλο, που πιστεύουμε, ότι θα μας αναγνωρίσει και θα το αναγνωρίσουμε "μαγικά".


Στη διάρκεια αυτής της αναζήτησης θα κάνουμε πολλά: θα μασκαρευτούμε, θα τρομάξουμε, θα μπερδευτούμε, θα γελοιοποιηθούμε, θα ελπίσουμε... Και τελικά, κάποτε, θα βρούμε το ιδανικό μας άλλο, αυτό που μας χωρά και το χωράμε. Και ευτυχώς θα αρχίσουμε επιτέλους να «κυλάμε»...να ζούμε...Τι κρίμα μόνο, που κανείς δεν μας είπε και εμείς ποτέ δεν σκεφτήκαμε, ότι κυλώντας...αλλάζεις!

Και έτσι αυτό που ξεκίνησε σαν απόλυτο ταίριασμα, στην πορεία αρχίζει να μας στενεύει και να το στενεύουμε...Και μετά τι....Μετά πάλι από την αρχή: προσμονή και μοναξιά... Μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί κάτι, κάποιος, που τίποτα δεν ζητά και τίποτα δεν του λείπει, (ένα Μεγάλο, ολοστρόγγυλο, πλήρες Ο), για να μας κάνει την απλή ερώτηση:

"Γιατί δεν κυλάς μόνο σου;"
"Μόνο μου; ένα Κομμάτι-που-λείπει (τριγωνικής μορφής) δεν μπορεί να κυλήσει μόνο του".
"Αλήθεια, προσπάθησες ποτέ;" ρώτησε το Μεγάλο Ο.
"Οι γωνίες μου είναι πολύ μυτερές" είπε το Κομμάτι-που-λείπει. "Δεν είμαι φτιαγμένο για να κυλάω μόνο μου!"
"Οι γωνίες και τα σχήματα αλλάζουν" είπε το Μεγάλο Ο...
"Αλλάζουν";

Σιωπή...Περισυλλογή...Απόπειρα....Προσπάθεια....Κίνηση....Και επιτέλους αρχίζει το ταξίδι...η μεταμόρφωση...η ζωή...

"Το Κομμάτι που λείπει συναντά το Μεγάλο Ο", μιλά απλά και αληθινά για αυτό που όλοι ξέρουμε, αλλά ελάχιστοι κατανοούμε και ακόμα ελαχιστότεροι κάνουμε πράξη στη ζωή μας: η ολοκλήρωση και ευτυχία μας, είναι πρωτίστως μια προσωπική υπόθεση. Κανείς δεν μπορεί να μας την επιβάλει ή ακόμα και να μας τη χαρίσει «έξωθεν». Και ίσως δεν γίνεται αλλιώς: για να συν-υπάρξουμε κάποτε με κάποιον ή κάτι, πρέπει πρώτα να υπάρξουμε σαν αυτοκαθοριζόμενες οντότητες.

Η συν-ύπαρξη χρειάζεται δυο...όχι δυο μισά, αλλά δυο ολόκληρα. Δυο Μεγάλα ολοστρόγγυλα Ο, που τίποτα δεν χρειάζονται και τίποτα δεν τους λείπει...Δύο ολόκληρα που συμπορεύονται από καθαρή αγάπη. Όχι από ανάγκη ούτε από συμφέρον. Δυο ολόκληρα που τα ενώνει η επιλογή. Όχι η ελπίδα, ούτε ο φόβος.... Αν έτσι αντικρίσουμε τη ζωή μας, ίσως πάψουμε να μεμψιμοιρούμε, να τα βάζουμε με τους άλλους, να είμαστε απαθείς ή μοιρολάτρες. Αν δεν περιμένουμε την ευτυχία να μας χτυπήσει την πόρτα, αλλά τραβήξουμε εμείς κατά κει, αν μη τι άλλο, σίγουρα στο τέλος, όποιο κι αν είναι, θα έχουμε κάνει ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι!
Η ιστορία από το ομότιτλο βιβλίο του Σελ Σιλβερστάιν.


Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

Ο Αλυσοδεμένος Ελέφαντας (Χόρχε Μπουκάι)


«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ» του είπα. «Δεν μπορώ!»
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω… Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.»
Ο Χοντρός κάθισε σαν το Βούδα πάνω σ΄εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε: «Να σου πω μια ιστορία…»
Όταν ήμουν μικρός μου άρεσε πολύ το τσίρκο, και στο τσίρκο μου άρεσαν πιο πολύ τα ζώα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ο ελέφαντας που, όπως έμαθα αργότερα, είναι το αγαπημένο ζώο όλων των παιδιών. Στην παράσταση, το θεόρατο ζώο έκανε επίδειξη του τεράστιου βάρους του, του όγκου και της δύναμής του… Όμως, μετά την παράσταση και λίγο προτού επιστρέψει στη σκηνή, ο ελέφαντας στεκόταν δεμένος συνεχώς σ΄ένα μικρό ξύλο μπηγμένο στο έδαφος. Μια αλυσίδα κρατούσε φυλακισμένα τα πόδια του.
Ωστόσο, το ξύλο ήταν αληθινά μικροσκοπικό κι έμπαινε σε ελάχιστο βάθος μέσα στο έδαφος. Μολονότι η αλυσίδα ήταν χοντρή και ισχυρή, μου φαινόταν ολοφάνερο ότι ένα ζώο που μπορεί να ξεριζώσει δέντρα με τη δύναμή του, θα μπορούσε εύκολα να λυθεί και να φύγει.
Το θεωρούσα αληθινό μυστήριο. Μα τι τον κρατάει; Γιατί δεν το σκάει;
Όταν ήμουν πέντε ή έξι ετών πίστευα ακόμα στη σοφία των μεγάλων. Ρώτησα τότε κάποιον δάσκαλο, τον πατέρα μου ή ένα θείο μου, για το μυστήριο του ελέφαντα. Κάποιος μου εξήγησε ότι ο ελέφαντας δεν το έσκαζε γιατί ήταν δαμασμένος.
Έκανα τότε την προφανή ερώτηση: «Κι αφού είναι δαμασμένος, γιατί τον αλυσοδένουν;» Δεν θυμάμαι να πήρα κάποια ικανοποιητική απάντηση. Με τον καιρό, ξέχασα το μυστήριο του ελέφαντα με το παλούκι, και το θυμόμουν μόνο όταν βρισκόμουν με κάποιους που είχαν αναρωτηθεί κάποτε πάνω στο ίδιο θέμα.
Πριν από μερικά χρόνια ανακάλυψα – ευτυχώς για μένα – ότι κάποιος είχε αρκετή σοφία ώστε ν΄ανακαλύψει την απάντηση.
Ο ελέφαντας του τσίρκου δεν το σκάει γιατί τον έδεναν σ΄ένα παρόμοιο παλούκι από τότε που ήταν πολύ, πολύ μικρός.
Έκλεισα τα μάτια και φαντάστηκα τον νεογέννητο ανυπεράσπιστο ελέφαντα δεμένο στο παλούκι. Είμαι βέβαιος ότι τότε το ελεφαντάκι είχε σπρώξει, τραβήξει και ιδρώσει πασχίζοντας να λευτερωθεί. Μα, παρ΄όλες τις προσπάθειές του, δεν τα είχε καταφέρει, γιατί εκείνο το παλούκι ήταν πολύ γερό για τις δυνάμεις του.
Φαντάστηκα ότι θα κοιμόταν εξαντλημένο και την επόμενη μέρα θα προσπαθούσε ξανά, και τη μεθεπόμενη το ίδιο… Ώσπου, μια μέρα, μια φρικτή ημέρα για την ιστορία του, το ζώο θα παραδεχόταν την αδυναμία του και θα υποτασσόταν στη μοίρα του. Αυτός ο πανίσχυρος και θεόρατος ελέφαντας που βλέπουμε στο τσίρκο, δεν το σκάει γιατί νομίζει ότι δεν μπορεί, ο δυστυχής.
Η ανάμνηση της αδυναμίας που ένιωσε λίγο μετά τη γέννησή του είναι χαραγμένη στη μνήμη του. Και το χειρότερο είναι ότι ποτέ δεν αμφισβήτησε σοβαρά αυτή την ανάμνηση. ΠΟΤΕ μα ποτέ δεν ξαναπροσπάθησε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του…
«Έτσι είναι, Ντεμιάν. Όλοι είμαστε λίγο – πολύ σαν τον ελέφαντα του τσίρκου. Περιδιαβαίνουμε τον κόσμο δεμένοι σε εκατοντάδες παλούκια που μας στερούν την ελευθερία. Ζούμε πιστεύοντας ότι «δεν μπορούμε» να κάνουμε ένα σωρό πράγματα, απλώς επειδή μια φορά, πριν από πολύ καιρό, όταν ήμασταν μικροί, προσπαθήσαμε και δεν τα καταφέραμε.
Πάθαμε τότε το ίδιο με τον ελέφαντα. Χαράξαμε στη μνήμη μας αυτό το μήνυμα: «Δεν μπορώ, δεν μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω». Μεγαλώσαμε κουβαλώντας αυτό το μήνυμα που επιβάλαμε στον εαυτό μας και γι΄αυτό ποτέ ξανά δεν επιχειρήσαμε να λευτερωθούμε από το παλούκι.
Όταν, μερικές φορές, νιώθουμε τους χαλκάδες να σφίγγουν τα πόδια μας και ακούμε τον ήχο της αλυσίδας μας, κοιτάζουμε λοξά το παλούκι και σκεφτόμαστε: ΔΕΝ μπορώ και ποτέ δεν θα μπορέσω.
Ο μοναδικός τρόπος να μάθεις εάν μπορείς είναι να προσπαθήσεις πάλι με όλη σου την ψυχή… Με όλη σου την ψυχή!
Πηγή: ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ του ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ – εκδ.opera
Και το βιντεάκι της ιστορίας μας στο youtube…

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Σήμερα το πρωί, αποφάσισα ζωή. Πολλή ζωή.


Σήμερα τον καφέ μου αποφάσισα να τον πιω γλυκό.
Πολύ γλυκό.
Σήμερα το πρωί, αποφάσισα ζωή.
Πολλή ζωή.
Τόση, ώστε να μην αποφασίζω τίποτα, αλλά να αποφασίζω στη στιγμή.
Τόση, ώστε να μην αποφασίζω τίποτα, πριν το κάνω λάθος.
Αγαπώ τον αυθορμητισμό, γι΄αυτό και θέλω να μου φταίει.
Κάθε τι που αγαπώ, θέλω να μου φταίει, για να με βγάζω φταίχτη.
Σήμερα αποφάσισα την αυγή.
Την αποφάσισα σε άλλη ώρα – λίγο αργότερά της.
Ήθελα να παρατείνω λίγο τη νυχτερινή μου μοναξιά.
Αυτό δε θυμάμαι πότε το αποφάσισα.
Αναρωτιόμουν τι μέρα είναι και κοίταξα ρολόι.
Είχαν περάσει 10 χρόνια.
Σήμερα αποφάσισα χρόνο.
Πολύ χρόνο.

Βαλάντης Γαούτσης

Πηγή: Αναπνοές

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Σβήσε τα μάτια μου...


Σβήσε τα μάτια μου• μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.

Rainer Maria Rilke, Put Out My Eyes (English, German and Greek traslation)
Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα΄ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα΄ ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ΄ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Τάσος Λειβαδίτης 

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Το ρολόι που σταμάτησε στις εφτά, Jorge Bucay


Αγαπώ αυτό το ρολόι γιατί νιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω...


Σ’ έναν από τους τοίχους του δωματίου μου κρέμεται ένα ωραίο παλιό ρολόι που δε δουλεύει πια.

Οι δείκτες του, σταματημένοι, δείχνουν πάντοτε την ίδια ώρα: εφτά ακριβώς. Σχεδόν πάντα, το ρολόι είναι μόνο ένα άχρηστο διακοσμητικό πάνω σ’ έναν ασπριδερό και άδειο τοίχο.

Ωστόσο, υπάρχουν δύο στιγμές στη διάρκεια της μέρας, δύο φευγαλέες στιγμές, που το παλιό ρολόι μοιάζει να ανασταίνεται από τις στάχτες του σαν το φοίνικα. Όταν όλα τα ρολόγια της πόλης μέσα στην τρελή τους πορεία δείχνουν εφτά, όταν όλοι οι κούκοι και τα μηχανικά γκονγκ σημάνουν εφτά φορές, το παλιό ρολόι της κάμαρας μου δείχνει να παίρνει ζωή.

Δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ, το ρολόι μου νιώθει σε απόλυτη αρμονία με το υπόλοιπο σύμπαν. Αν κάποιος κοίταζε το ρολόι εκείνες τις δύο στιγμές θα έλεγε ότι λειτουργεί στην εντέλεια…

Μόλις, όμως, περάσει εκείνη η στιγμή, όταν όλα τα ρολόγια πάψουν να σημαίνουν και οι δείκτες τους συνεχίσουν το μονότονο δρόμο τους, το παλιό μου ρολόι χάνει το βηματισμό του και παραμένει πιστό σ’εκείνη την ώρα που κάποτε σταμάτησε. Εγώ αγαπώ αυτό το ρολόι. Κι όσο περισσότερο μιλώ γι’ αυτό, τόσο περισσότερο το αγαπώ.

Γιατί νιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω. Είμαι κι εγώ σταματημένος σε μια στιγμή. Κι εγώ νιώθω καρφωμένος και ακίνητος. Κι εγώ είμαι, κατά κάποιον τρόπο, ένα άχρηστο διακοσμητικό σ’ έναν άδειο τοίχο. Όμως επίσης απολαμβάνω τις φευγαλέες στιγμές κατά τις οποίες, μυστηριωδώς, έρχεται η ώρα μου.

Εκείνη την ώρα νιώθω ζωντανός. Όλα είναι ξεκάθαρα και ο κόσμος γίνεται υπέροχος. Μπορώ να δημιουργήσω, να ονειρευτώ, να πετάξω, να πω και να αισθανθώ περισσότερα πράγματα εκείνες τις στιγμές απ’ όσα όλον τον υπόλοιπο καιρό. Αυτές οι αρμονικές συγκυρίες επαναλαμβάνονται συχνά, σαν μια αναπόφευκτη αλληλουχία.

Την πρώτη φορά που το ένιωσα προσπάθησα να γαντζωθώ σ’ εκείνη τη στιγμή, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να την κάνω να διαρκέσει για πάντα. Δεν έγινε έτσι όμως. Όπως στο φίλο μου, το ρολόι, έτσι κι εμένα μου ξεφεύγει ο χρόνος των άλλων. …

Όταν περάσουν οι στιγμές αυτές, τα υπόλοιπα ρολόγια, που φωλιάζουν σε άλλους ανθρώπους, συνεχίζουν την πορεία τους, κι εγώ επιστρέφω στο ρουτινιέρικο στατικό μου θάνατο, στη δουλειά μου, στις συζητήσεις του καφενείου, στην ανία μου, που συνηθίζω να αποκαλώ ζωή.

Ξέρω, όμως, ότι η ζωή είναι άλλο πράγμα. Ξέρω ότι η ζωή, η αληθινή, είναι το άθροισμα εκείνων των στιγμών που, μολονότι φευγαλέες, μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε το συντονισμό μας με το σύμπαν. Σχεδόν όλος ο κόσμος νομίζει -ο δυστυχής- ότι ζει.

Υπάρχουν μόνο στιγμές πληρότητας, και εκείνοι που δεν το ξέρουν κι επιμένουν να θέλουν να ζουν διαρκώς, θα μείνουν καταδικασμένοι στον γκρίζο και επαναληπτικό βηματισμό της καθημερινότητας.

Γι’αυτό σ’ αγαπώ, παλιό μου ρολόι. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο.


Jorge Bucay
Απόσπασμα από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία»

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς και να το κάνεις!


Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις

Ως παιδιά ονειρευόμασταν, φανταζόμασταν, καταστρώναμε σχέδια. Δεν είχε σημασία κατά πόσο ήταν εφικτά αυτά τα σχέδια. Δεν ήταν αυτό το νόημα, η ουσία.

Η ονειροπόληση ήταν διασκεδαστική. Μας έκανε να προσδοκούμε κάτι, να περιμένουμε κάτι. Η ρεαλιστικότητα ή όχι του ονείρου μας, του στόχου μας, λίγο μας επηρέαζε, λίγο μας φόβιζε.

Μεγαλώνοντας και περνώντας πλέον στην ενηλικίωση, δυστυχώς προσγειωθήκαμε απότομα. Τα μαζέψαμε τα όνειρα μας. Περιοριστήκαμε στο εφικτό, στο βατό, στο ευκόλως πραγματοποιήσιμο.

Μια θεωρία λέει, πως στη σημερινή κοινωνία ο άνθρωπος τείνει να καταστέλλει τις επιθυμίες του και τα ένστικτά του, οπότε όλα αυτά τα καταπιεσμένα θέλω, η καταπιεσμένη προσωπικότητα, τα τρομαγμένα σχέδια ζωής, βγαίνουν στη διάρκεια των ονείρων.

Σε μια εποχή που η κοινωνία είναι αποφασισμένη να ρουφήξει όχι μόνο την ελπίδα μας για το μέλλον αλλά και την ενέργεια μας, μπορούμε απλώς να αφεθούμε και να βουλιάξουμε με τους υπόλοιπους.

Να γίνουμε η άπραγη, φοβισμένη, “καημένη” μάζα, ή μπορούμε να πατήσουμε δυνατά στα πόδια μας και να αρνηθούμε να παραδοθούμε. Να αρνηθούμε να παραδώσουμε τα όνειρα μας δίχως να δώσουμε την μάχη μας.

Αν αντικαταστήσουμε την λέξη όνειρο με κάτι πιο “χειροπιαστό” για το ρεαλιστικό πλέον, ενήλικο μυαλό μας, με την λέξη στόχος, ίσως καταλάβουμε καλύτερα, ίσως αντιληφθούμε τι πάμε να εγκαταλείψουμε. Αν ένα όνειρο είναι μονάχα ένα όνειρο, ένας στόχος είναι ένα όνειρο με σχέδιο και προθεσμία.

Και ένας άνθρωπος δίχως στόχους τι ακριβώς είναι; Τι λόγο ύπαρξης έχει; Ποιος μας είπε ότι επιτρέπεται να κάνουμε εκπτώσεις στα όνειρα μας;

Γιατί θα πρέπει να υπομείνω, να σκύψω το κεφάλι στην εκμετάλλευση και στη κοροϊδία; Επειδή οι εποχές είναι δύσκολες, επειδή δεν υπάρχουν δουλειές και ευκαιρίες πρέπει να δεχτώ παθητικά και μίζερα ό,τι μου προσφέρουν, η καλύτερα ό,τι ψίχουλα μου προσφέρουν; Ψίχουλα ονειρευτήκαμε; Που πήγαν τα όνειρα για καλύτερη ζωή; Τα όνειρα για μια δουλειά που μας ευχαριστεί, που καλύπτει τις επιθυμίες και τα θέλω μας;

Έχουμε γίνει πια φοβισμένοι ενήλικες που αφήνουν τις πράξεις τους, τις επιλογές τους να επηρεάζονται και να ορίζονται από τους φόβους τους. Φόβος πως αν δε συμβιβαστούμε με αυτά τα ψίχουλα, δε θα βρεθεί κάτι καλύτερο στο δρόμο μας. Φόβος πως δεν έχουμε πια δύναμη, δεν έχουμε πια τα προσόντα να κάνουμε την διαφορά.

Ο φόβος μας, υπερνικά τις άλλοτε φιλοδοξίες μας, και χωρίς φιλοδοξίες τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να αρχίσει. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί αν δεν το ονειρευτούμε πρώτα.

Είναι διαφορετικό να ονειρευόμαστε ρεαλιστικά – γιατί αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε – απ΄το να ονειρευόμαστε φοβισμένα, μικρά ή ακόμη χειρότερα να μην ονειρευόμαστε καθόλου.

Η τραγωδία της ζωής δεν είναι να μην πετυχαίνεις τους στόχους σου, να μη πραγματοποιείς τα όνειρα σου. Η πραγματική τραγωδία είναι να μη έχεις στόχους να πετύχεις, όνειρα να πραγματοποιήσεις.

Πρέπει να πατήσουμε πόδι σε μια κοινωνία που μας θέλει φοβισμένους, σε μια εποχή που μας ταΐζει φόβους και ανασφάλειες. Πρέπει να βγούμε εκεί έξω και να κάνουμε αυτό που φοβόμαστε να κάνουμε. Τίποτα δεν είναι αδύνατο γι’ αυτόν που πραγματικά προσπαθεί, γι’ αυτόν που το παλεύει.

Γι’ αυτόν που δεν μένει μοιρολατρικά άπραγος, αναπολώντας τις μέρες επιτυχίας και ευημερίας, αλλά έχοντας “πιάσει πάτο”, έχοντας βιώσει την απόρριψη, την απελπισία, αφήνει μέσα του, επιβάλλει στον εαυτό του να μεγαλώσει μέσα του η θέληση για ζωή και η όρεξη για μελλοντικά επιτεύγματα. Ο άνθρωπος που αφήνει την δράση να τον καταλύσει είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται και ελπίζει.

Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την καινούργια πραγματικότητα. Ναι είναι δύσκολα, ναι θα πρέπει να καταβάλλουμε την διπλάσια προσπάθεια για να πετύχουμε τους στόχους μας, ναι θα βρούμε πόρτες κλειστές και μικρές, αδιάφορες προσφορές.

Αλλά αν πάψουμε να ψάχνουμε, αν συμβιβαστούμε στα μικρά και στα αδιάφορα, δεν πρόκειται να βρεθεί μπροστά μας αυτό που πραγματικά μας αξίζει και μας γεμίζει. Εμπόδια βλέπουμε μόνο αν πάρουμε τα μάτια μας απ’ τον στόχο μας, εφιάλτης γίνεται ένα όνειρο μόνο αν το αφήσουμε στα χέρια κάποιού άλλου.

Η διαρκής και επίμονη αισιοδοξία είναι αυτή που θα πολλαπλασιάσει την δύναμη μας και θα μας οδηγήσει στο στόχο μας. Πρέπει να κρατηθούμε γερά επάνω της και να μη χάσουμε την πίστη μας για τα όνειρα μας. Είναι αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς.

” Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις”


Πηγή: sxeseiszois.wordpress.com

          http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Τί αξίζει τελικά σ' αυτή τη ζωή...




Πολλές φορές αναλωνόμαστε σε πράγματα που τελικά δεν αξίζουν, ούτε ευτυχισμένους μας κάνουν. Κάνουμε δύσκολη τη ζωή μας κυνηγώντας χίμαιρες, ενώ η ευτυχία βρίσκεται σε πράγματα που δεν φανταζόμαστε ή για την ακρίβεια τα υποτιμάμε. Ο χρόνος και οι εμπειρίες είναι αυτά που θα μας βοηθήσουν να δούμε τί αξίζει τελικά σ' αυτή τη ζωή.

Ελένη Κώστογλου

Ψυχολόγος