Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Στη ζωή πρέπει πάντα να αρπάζεις τις ευκαιρίες.

Η ζωή τρέχει.
Βάζει τα πόδια στην πλάτη και καλπάζει μπροστά στα μάτια σου.
Κι εσύ απομένεις να την κοιτάς για μια στιγμή σαστισμένος.
Μα πόσο γρήγορη είναι, αναρωτιέσαι…
Και τρέχεις πίσω της.
Ολοένα τρέχεις. Με πάθος, με όρεξη, με πείσμα.
Γιατί δε θέλεις να σου ξεφύγει. Γιατί δεν πρέπει να τη χάσεις από τα μάτια σου.
Λαχανιάζεις. Αναψοκοκκινίζεις…
Αυξάνονται οι παλμοί, σου κόβεται η ανάσα.
Αγύμναστο σε λες. Αλλά που θα πας, θα συνηθίσεις. Βλέπεις δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσεις να την κυνηγάς.
Εκείνη σταματά και σου χαμογελά. Και την αμέσως επόμενη στιγμή ξεκινά και τρέχει πάλι. Αφήνοντας πίσω της κάτι για σένα.
Ένα δώρο…
Μια μικρή ευκαιρία…
Δεν της έπεσε. Επίτηδες την άφησε.
Και σου μένει η απόφαση. Ή φρενάρεις και τη μαζεύεις ή εξακολουθείς να τρέχεις κυνηγώντας κάτι μεγάλο… Κάτι μοναδικό…  Κάτι που δεν ξέρεις καν αν υπάρχει, αλλά ελπίζεις…
Κι ονειρεύεσαι…
Τι κάνεις; Μαζεύεις τα σίγουρα ή κυνηγάς τα αβέβαια;
Μεγάλο δίλημμα, δε διαφωνώ…
Αν ρωτήσεις εμένα, βέβαια, θα σου πω πως αυτές τις σκόρπιες ευκαιρίες που μεγαλόψυχα σου πετά η ζωή, πρέπει να τις μαζεύεις.
Με μεράκι κι ευγνωμοσύνη.
Γιατί δεν τις χρωστά.. Κι όμως, τις δίνει.
Κι είναι κάτι σίγουρο στα χέρια σου. Κάτι που μπορεί να μη μείνει στατικό αλλά να εξελιχθεί σε κάτι που ονειρεύτηκες.
Μπορεί μια ευκαιρία, έτσι όπως τη βλέπεις κατάχαμα να σου φαίνεται ταπεινή, αδιάφορη. Σαν την ξεσκονίσεις όμως, σαν δουλέψεις πάνω της και την εξελίξεις, δεν έχεις ιδέα που μπορεί να φτάσει. Γι’αυτό τις ευκαιρίες που σου δίνονται μην τις πετάς. Να τις μαζέψεις και να τις κάνεις κομμάτι σου.
Να τις εξελίξεις όπως ξέρεις και μπορείς. Να τις αλλάξεις.
Μπορεί να ονειρεύτηκες άλλα. Μην τα εγκαταλείπεις. Μα μην αποδιώχνεις κι ό,τι έρχεται. Γιατί ποτέ δεν ξέρεις.
Ποτέ δεν ξέρεις πότε αυτή η κατεργάρα η ζωή θα αποφασίσει να σταματήσει να πετά ευκαιρίες. Πότε θα θελήσει να σου γυρίσει την πλάτη.
Κυνηγώντας το μεγάλο όνειρο μπορεί να χάσεις πολλά άλλα.
Μικρότερα μα εξίσου σημαντικά.
Που ο νους ίσως να μη χωράει, αλλά υπάρχουν…
Στάσου μια στιγμή, λοιπόν. Μάζεψε την ευκαιρία σου, πάρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να τρέχεις.
Δε χάνεις τη ζωή από τα μάτια σου για μια στιγμή που θα σου πάρει να μαζέψεις την ευκαιρία της. Μπροστά σου θα τη δεις να τρέχει. Όπως έκαμε πάντα κι όπως θα συνεχίσει να κάνει.
Βάλε την ευκαιρία στην τσέπη και τρέχα.
Τρέχα ασταμάτητα μέχρι την επόμενη στάση. Γέμισε τις τσέπες σου με όσα σου πετάει. Γέμισε την καρδιά σου με όνειρα. Μετουσίωσε τα με την αξία σου σε ζωή.
Κι αυτή θα χαμογελάει.
Κι ας βλέπεις καθώς τρέχει μπροστά μόνο την πλάτη της.
Χαμογελάει…

Της Στεύης Τσούτση.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Το τέρας μέσα μας: Το πείραμα του Μίλγκραμ

Το πείραμα του Μίλγκραμ είναι ένα από τα πιο γνωστά αντιδεοντολογικά πειράματα της ψυχολογίας, ουσιαστικά μια «φάρσα» που ξεγύμνωσε την ανθρώπινη ψυχή.
Το 1961, ο είκοσι εφτάχρονος Στάνλει Μίλγκραμ, επίκουρος καθηγητής ψυχολογίας στο Γέιλ, αποφάσισε να μελετήσει την υπακοή στην εξουσία. Είχαν περάσει λίγα μόνο χρόνια από τα φρικτά εγκλήματα των Ναζί και γινόταν μια προσπάθεια κατανόησης της συμπεριφοράς των απλών στρατιωτών και αξιωματικών των SS, οι οποίοι είχαν εξολοθρεύσει εκατομμύρια αμάχων. Η ευρέως αποδεκτή εξήγηση –πριν το πείραμα του Μίλγκραμ- ήταν η αυταρχική τευτονική διαπαιδαγώγηση και η καταπιεσμένη –κυρίως σεξουαλικά- παιδική ηλικία των Γερμανών. Όμως ο Μίλγκραμ ήταν κοινωνικός ψυχολόγος και πίστευε ότι αυτού του είδους η υπακοή –που οδηγεί στο έγκλημα- δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνο της προσωπικότητας, αλλά περισσότερο των πιεστικών συνθηκών. Και το απέδειξε κάνοντας τη «φάρσα» του.
Τα υποκείμενα του πειράματος ήταν εθελοντές, κυρίως φοιτητές, οι οποίοι καλούνταν έναντι αμοιβής να συμμετέχουν σε ένα ψυχολογικό πείραμα σχετικό με τη μνήμη.
Χώριζε τους φοιτητές σε ζεύγη και –μετά από μια εικονική κλήρωση- ο ένας έπαιρνε το ρόλο του «μαθητευομένου» και ο άλλος του «δασκάλου».
Ο έκπληκτος «μαθητευόμενος» δενόταν χειροπόδαρα σε μια ηλεκτρική καρέκλα και του περνούσαν ηλεκτρόδια σε όλο το σώμα. Έπειτα του έδιναν να μάθει δέκα ζεύγη λέξεων.
Ο «δάσκαλος», από την άλλη, καθόταν μπροστά σε μια κονσόλα ηλεκτρικής γεννήτριας. Μπροστά του δέκα κουμπιά με ενδείξεις: «15 βολτ, 30 βολτ, 50 βολτ κλπ.» Το τελευταίο κουμπί έγραφε: «450 βολτ. Προσοχή! Κίνδυνος!»
Πίσω από το «δάσκαλο» στεκόταν ο πειραματιστής, ο υπεύθυνος του πειράματος. (Και περνάμε σε ενεστώτα για να γίνουμε μέτοχοι της στιγμής.)
«Θα λέτε την πρώτη λέξη από τα ζεύγη στο μαθητευόμενο. Αν κάνει λάθος θα σηκώσετε το πρώτο μοχλό και θα υποστεί ένα ηλεκτροσόκ 15 βολτ. Σε κάθε λάθος θα σηκώνετε τον αμέσως επόμενο μοχλό», λέει ο πειραματιστής και ο «δάσκαλος» αισθάνεται ήδη καλά που δεν του έτυχε στην κλήρωση ο άλλος ρόλος.
Το πείραμα ξεκινάει. Ο «δάσκαλος» λέει τις λέξεις από το μικρόφωνο. Ο «μαθητευόμενος», ήδη τρομαγμένος, απαντάει σωστά, αλλά όχι για πολύ. Μόλις κάνει το πρώτο λάθος ο «δάσκαλος» γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος του λέει να προχωρήσει στο πρώτο ηλεκτροσόκ. Ο «δάσκαλος» υπακούει. 15 βολτ δεν είναι πολλά, αλλά ο «μαθητευόμενος» έχει αλλάξει ήδη γνώμη. Παρ’ όλα αυτά απαντάει σωστά σε άλλη μια ερώτηση, αλλά στο επόμενο λάθος δέχεται 30 βολτ. «Αφήστε να φύγω», λέει ο «μαθητευόμενος» που δεν μπορεί να λυθεί. «Δε θέλω να συμμετάσχω σε αυτό το πείραμα.» Ο «δάσκαλος» κοιτάει τον πειραματιστή. Εκείνος του κάνει νόημα να συνεχίσει.
Τα βολτ αυξάνονται και τώρα πια ο πόνος είναι εμφανής στο πρόσωπο του «μαθητευόμενου», που εκλιπαρεί να τον αφήσουν ελεύθερο. Στα 200 βολτ ταρακουνιέται ολόκληρος. Ο «δάσκαλος» πριν κάθε ηλεκτροσόκ γυρνάει να κοιτάξει τον πειραματιστή. Εκείνος, με σταθερή φωνή, του λέει ότι το πείραμα πρέπει να συνεχιστεί. Ο «δάσκαλος» συνεχίζει να βασανίζει έναν άγνωστο, έναν απλό φοιτητή που κλαίει, ζητάει τη βοήθεια του Θεού και παρακαλεί να τον λυπηθούν. Δεν μπορεί πια να απαντήσει στις ερωτήσεις, αλλά ο πειραματιστής λέει στο «δάσκαλο»:
«Τη σιωπή την εκλαμβάνουμε ως αποτυχημένη απάντηση και συνεχίζουμε με την τιμωρία.»
Στα 345 βολτ ο «μαθητευόμενος» τραντάζεται ολόκληρος, ουρλιάζει και χάνει τις αισθήσεις του.
Ο «δάσκαλος», ιδρωμένος και με τα χέρια του να τρέμουν, κοιτάει τον πειραματιστή.
«Μην ανησυχείτε», λέει εκείνος, «το πείραμα είναι απολύτως ελεγχόμενο... Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
«Μα είναι λιπόθυμος», λέει ο «δάσκαλος».
«Δεν έχει καμιά σημασία. Το πείραμα πρέπει να ολοκληρωθεί. Συνεχίστε με τον τελευταίο μοχλό.»
Πόσοι από τους εθελοντές έφτασαν ως τον τελευταίο μοχλό;
Πριν ξεκινήσει το πείραμα του ο Μίλγκραμ είχε κάνει μια «δημοσκόπηση» ανάμεσα στους ψυχιάτρους και στους ψυχολόγους, ρωτώντας ‘τους τι ποσοστό των εθελοντών θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό.
Σχεδόν όλοι απάντησαν ότι κανείς δε θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό, πέρα ίσως από κάποια άτομα με κρυπτοσαδιστικές τάσεις, καθαρά παθολογικές.
Δυστυχώς έκαναν λάθος.
Μόλις το 5% των «δασκάλων» αρνήθηκαν εξ’ αρχής να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο πείραμα και αποχώρησαν –συνήθως βρίζοντας τον πειραματιστή. Το υπόλοιπο 95% προχώρησε πολύ το πείραμα, πάνω από τα 150 βολτ. Και το 65%... Έφτασε μέχρι τον τελευταίο μοχλό, τα πιθανότατα θανατηφόρα 450 βολτ!
Που έγκειται η φάρσα;
Ο «μαθητευόμενος» δεν ήταν φοιτητής, αλλά ηθοποιός, που είχε προσληφθεί από το Μίλγκραμ για αυτόν ακριβώς το «ρόλο». Δεν υπήρχε ηλεκτρισμός ούτε ηλεκτροσόκ. Ο ηθοποιός υποκρινόταν. Το μοναδικό πειραματόζωο ήταν ο «δάσκαλος».  Όμως τα αποτελέσματα ήταν αληθινά: Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων θα υπακούσει και θα βασανίσει –ίσως και θα σκοτώσει- έναν άγνωστο του, αρκεί να δέχεται εντολές από κάποιον με κύρος (στην προκειμένη περίπτωση επιστημονικό) και ταυτόχρονα να αισθάνεται ότι δεν τον βαρύνει η ευθύνη για ό,τι συμβεί –αφού εκείνος «απλά ακολουθούσε τις διαταγές».  Και φυσικά οι περισσότεροι από εμάς θα σκεφτούν όταν μάθουν για αυτό το πείραμα: «Εγώ αποκλείεται να έφτανα ως τον τελευταίο μοχλό.»
Όμως δείτε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, κάθε μέρα.
Ο υπάλληλος της ΔΕΗ που δέχεται να κόψει το ρεύμα από έναν άνεργο ή άπορο, ξέροντας ότι έτσι τον ταπεινώνει, τον υποβάλει σε ένα διαρκές βασανιστήριο και πιθανότατα θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του, ανήκει στο 65% του τελευταίου μοχλού. Και δεν είναι καθόλου κρυπτοσαδιστής. Απλά ακολουθάει τις εντολές που του έδωσαν.
Ο υπάλληλος του σούπερ-μάρκετ που σου δίνει το χαλασμένο ψάρι και σε διαβεβαιώνει ότι είναι φρέσκο (μιλώ εξ’ ιδίας πείρας, ως αγοραστής) δε σε μισεί, παρότι γνωρίζει ότι μπορεί να πάθεις και δηλητηρίαση. Απλώς ακολουθάει εντολές.  Ο αστυνομικός ο οποίος ραντίζει με χημικά τους διαδηλωτές δεν είναι κρυπτοσαδιστής –αν και πολλοί θα διαφωνήσουν στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Απλώς κάνει τη δουλειά του. Ο υπάλληλος της εφορίας ή της τράπεζας που υπογράφει την κατάσχεση κάποιου σπιτιού για 1.000 ευρώ χρέος, θα έφτανε ως τον τελευταίο μοχλό στο πείραμα. Γιατί υπακούει.
Ο πολιτικός που υπογράφει το μνημόνιο το οποίο οδηγεί ένα ολόκληρο έθνος στην εξαθλίωση του νεοφιλελευθερισμού θα έφτανε μέχρι τον τελευταίο μοχλό. Και αυτός υπακούει, σε εντολές πολύ πιο ισχυρές από εκείνες του πειραματιστή με την άσπρη φόρμα.  Αν όμως δούμε το πείραμα του Μίλγκραμ από την ανθρωπιστική-ηθική του πλευρά (από την πλευρά του 5% που αρνήθηκε να υπακούσει) θα καταλάβουμε ότι κανένας δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Αν σε διατάζουν να κάνεις κάτι που προκαλεί κακό στον άλλον, στο συμπολίτη σου, σε έναν μετανάστη, σε έναν άνθρωπο (ή σε ένα ζώο, αλλά αυτό περιπλέκει πολύ τα πράγματα, εφόσον συνεχίζουμε να τρώμε κρέας), πρέπει να αρνηθείς να υπακούσεις. Ακόμα κι αν χάσεις το μπόνους παραγωγικότητας, την προαγωγή, την επανεκλογή, τη δουλειά σου.
Μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να αρνηθούμε να υπακούσουμε στις «μικρές» και καθημερινές εντολές βίας –με τις οποίες οι περισσότεροι ασυνείδητα συμμορφωνόμαστε, μόνο όταν θα είμαστε έτοιμοι να προβούμε σε μια γενικευμένη και μέχρι τέλους πολιτική, κοινωνική, καταναλωτική ανυπακοή, μόνο όταν μάθουμε να συμπεριφερόμαστε ως αυτεξούσιοι άνθρωποι και όχι ως ανεύθυνοι υπάλληλοι, μόνο τότε θα μπορέσουμε να γκρεμίσουμε τη λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού που μας θέλει υπάνθρωπους, υπάκουους και υπόδουλους.
Και μια τελευταία παρατήρηση:
Τα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ, οι εθελοντές φοιτητές, μάθαιναν από εκείνον ποιος ήταν ο στόχος του πειράματος. Μάθαιναν ότι ο «μαθητευόμενος» ήταν ηθοποιός και ότι δεν είχε ποτέ υποστεί ηλεκτροσόκ. Ο Μίλγκραμ το έκανε αυτό για να τους ανακουφίσει, αλλά πέτυχε το ακριβώς αντίθετο. Αυτοί οι άνθρωποι, ειδικά το 65% που είχε φτάσει ως τον τελευταίο μοχλό, πέρασαν την υπόλοιπη ζωή τους κυνηγημένοι από τις Ερινύες της πράξης τους. Γιατί συνειδητοποίησαν ότι δεν ήταν τόσο αθώοι και τόσο «καλοί» όσο ήθελαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους.
(Περισσότερα για το πείραμα του Μίλγκραμ μπορείτε να διαβάσετε στο υπέροχο βιβλίο της Lauren Slater: «Το κουτί της ψυχής», από τις εκδόσεις Οξύ, μετάφραση Δέσποινα Αλεξανδρή, 2009)
Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ήρθε η ώρα να ζήσω



Χρόνια που πέρασαν…

Χρόνια που έρχονται…
Κι εγώ κάπου στη μέση…
Να παρακολουθώ τη ζωή μου σαν απλός θεατής…
Αναποφασιστικότητα, φόβος, δειλία…
Αρκετά όμως…
Φτάνει πια…
Είναι η ώρα να παίξω τον κύριο ρόλο στη ζωή μου…
Να βάλω στην άκρη όλα αυτά που με δεσμεύουν… με καθηλώνουν…
Ήρθε η ώρα να πρωταγωνιστήσω…

Ήρθε η ώρα ΝΑ ΖΗΣΩ.

ΕΛΕΝΗ ΚΩΣΤΟΓΛΟΥ
 Ψυχολόγος

Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Μάθε να περιμένεις...- π. Ανδρέας Κονάνος

Πρέπει να μάθεις να κάνεις υπομονή. Όχι απλώς να λες τη λέξη αυτή στους άλλους, «κάνε υπομονή», ούτε μόνο να τη διαβάζεις σε βιβλία κι ομιλίες, αλλά να ‘ναι κυρίως το προσωπικό σου βίωμα, το χαρακτηριστικό σου. Αξίζει για μερικά πράγματα να περιμένεις.

Είναι ανάγκη να περιμένεις. Εργάζεται ο Θεός. Μόνο που έχει τους δικούς του ρυθμούς .Ο Θεός εργάζεται πολύ υπομονετικά. Κι η φύση το ίδιο κάνει.

Ένα λουλουδάκι θ’ ανθίσει όταν έρθει η ώρα του. Δες ακόμα την αλλαγή των εποχών. Παρατήρησε επίσης πώς μεγαλώνει το σώμα μας. Όλα αυτά αλλάζουν, αλλά σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς απ’ αυτούς που μας έχει συνηθίσει η τρελή κοινωνία μας. Αυτό το τρέξιμο, αυτός ο πανικός η ταραχή που μας κάνει όλους τόσο πολύ βιαστικούς, αφήνουν τον Θεό αμέτοχο.

Ο Θεός δεν μπαίνει σ’ αυτούς τους τρελούς ρυθμούς μας. Κινείται στους ρυθμούς της δικής του αγάπης και της δικής του υπομονής. Ο Κύριος δεν έχει άγχος, ο Κύριος κινείται ήρεμα.

Μάθε το κι εσύ. Όλα να γίνονται ήρεμα. Ηρέμησε και μάθε να περιμένεις και να μη βιάζεσαι. Μάθε στη ζωή σου, να μη θες να μπαίνει ο Θεός στο δικό σου άγχος άλλωστε να αγχώνεις ακόμα και το Θεό, αλλά προσπάθησε εσύ να μπαίνεις στο κλίμα του Θεού.

Στο κλίμα ακριβώς αυτής της υπομονής, της απαντοχής, της ηρεμίας, ώστε να μοιάζεις εσύ στο Θεό κι όχι αυτός σε σένα. Η προσευχή θα σου χαρίσει αυτό το δώρο. Δεν είναι εύκολο να το νιώσεις. Αν θες, κάνε προσευχή να το καταλάβω κι εγώ αυτό και να το ζήσω.

Δεν μπαίνει ο Θεός στον τρελό ρυθμό μας. Κι ευτυχώς. Διότι αυτό που ζούμε εμείς είναι κάτι σπασμωδικό κι αρρωστημένο. Πώς αλλιώς να ονομάσεις αυτό το τρεχαλητό που μας πιάνει.

Ο Κύριος όμως έχει το δικό του ρυθμό. Δεν είναι σαν κι εμάς. Εργάζεται, αλλά όχι όπως θέλουμε εμείς. Εμείς θέλουμε εδώ και τώρα. Κι ο Θεός μας λέει , «Γιατί δεν κοιτάτε να διδαχτείτε απ’ τον εαυτό σας; Γιατί δεν κοιτάτε την κατασκευή σας, τη φύση σας, ώστε να κατανοήσετε πώς σας έχω πλάσει; Δεν καταλαβαίνετε ότι σας έχω δώσει αφορμές να θυμάστε την υπομονή; Πότε έμεινες έγκυος;

Πριν μήνες. Και πότε θα γεννήσεις το παιδάκι σου; Μετά από εννέα μήνες. Γιατί; Εφόσον το παιδί σου αυτό υπάρχει μέσα από την ίδια στιγμή της σύλληψης, γιατί δεν γεννιέται την άλλη μέρα; Δε θα μπορούσα Εγώ, ο Θεός να κάνω το παιδί να γεννιέται την άλλη μέρα;

Ναι, αλλά σε διδάσκω και μ’ αυτόν τον τρόπο, εσένα που θα γίνεις μάνα, να περιμένεις. Και εσένα που θα γίνεις πατέρας, επίσης. Να περιμένεις κι εσύ». Μαθαίνεις την υπομονή…

π. Ανδρέας Κονάνος
Από το βιβλίο : «Αγάπη για πάντα – Αθέατα Περάσματα 2»

Πηγή: http://perivolipanagias.blogspot.gr/

Το ρήμα Φοβάμαι, (σημασία όμως έχει να συνεχίσεις το ταξίδι)

Η μέρα σήμερα δεν είναι μουντή.
Η πάχνη δεν έχει σχηματίσει παράλληλη γραμμή με τον ορίζοντα, ούτε λέκιασε το χρώμα του γρασιδιού. Η νύχτα δεν έφερε πάλι βροχή. Το νερό της δεν χτυπά ρυθμικά στην άσφαλτο, ούτε γλείφει τα κάγκελα και τα λούκια των σπιτιών. Ο ήλιος έχει πλημμυρίσει τη φύση και τα δέντρα χορεύουν στον ρυθμό της άνοιξης.

Μόνο εγώ μένω στάσιμη. Βλέπω τα πάντα να φλερτάρουν με την ανανέωση ενώ εγώ διστάζω. Δεν θυμάμαι πως είναι να μη δειλιάζω. Φοβάμαι να ζήσω όπως θέλω. Βολεύομαι με την ιδέα πως δεν αποφασίζω εξ’ ολοκλήρου μόνη μου για τον εαυτό μου. Έχω κάποιον στον οποίο μπορώ να επιρρίψω ευθύνες. Φταίει ο καιρός, η ζωή, οι άλλοι αλλά σίγουρα όχι μόνο εγώ.
Είναι πολύ κουραστικό να είσαι ο μόνος υπεύθυνος του εαυτού σου. Θέλει πολλά κότσια.

Κι εγώ δεν θέλω να παλεύω να ορθώσω το ανάστημα μου μόνη μου. Φοβάμαι τις συνέπειες. Δεν θέλω να τις υποστώ. Καταλαβαίνετε;»

Δεν της απάντησε παρά μόνο όταν εκείνη πήρε το βλέμμα της από το τζάμι που άφηνε τις εικόνες του Βοτανικού Κήπου να ομορφύνουν τη θέα του γραφείου του και επικεντρώθηκε σ’ εκείνον.

«Αν σας έλεγα πως για μια ολόκληρη μέρα θα μπορούσατε να κάνετε ότι επιθυμείτε, χωρίς να χρειαστεί να αντιμετωπίσετε καμία συνέπεια, χωρίς την παραμικρή πιθανότητα να σας καταβάλλει ο φόβος της αποτυχίας, ποιο θα ήταν το πρώτο πράγμα που θα κάνατε;»
«Θα έπαιρνα τηλέφωνο εκείνον και θα του έλεγα πως δεν έπαψα ποτέ να τον σκέφτομαι. Θα του ζητούσα να τελειώσουμε ό,τι αφήσαμε στη μέση. Θα του πρότεινα να πάμε μαζί εκείνο το ταξίδι που σχεδιάζαμε. Θα τον έπαιρνα αγκαλιά. Θα τον φιλούσα μέχρι να ματώσουν τα χείλη μας. Θα του έλεγα «Σ’ αγαπώ», «Σε θέλω», «Μείνε». Θα του φώναζα χωρίς φόβο πως τον θέλω στη ζωή μου.»

«Και γιατί δεν το κάνετε;» τη διέκοψε, αν και ήξερε την απάντηση.
«Γιατί φοβάμαι πως είναι αργά. Γιατί φοβάμαι να παραδεχτώ πως ο έρωτας είναι τόσο σημαντικό στοιχείο της ζωής και πως χωρίς εκείνον νιώθω το φόβο της μοναξιάς. Όχι της μοναξιάς του κορμιού, της μοναξιάς της ψυχής.»

Για πρώτη φορά στις τόσες συναντήσεις τους, ο γιατρός σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, την πλησίασε, την έπιασε από το μπράτσο και της τράβηξε ελαφρά για να σηκωθεί. Προχώρησαν μέχρι το παράθυρο και αντίκρισαν ολόκληρη τη θέα του κήπου.
«Πείτε μου, τι βλέπετε;»

Τον κοίταξε σαστισμένη αλλά εκείνος της έκανε νόημα να ρίξει ξανά το βλέμμα της έξω.
«Βλέπω μια κυρία που έχει βγάλει βόλτα τον σκύλο της, έναν κηπουρό που φροντίζει τους πανσέδες και τις μαργαρίτες, έναν έφηβο να παίζει με το κινητό του, μια μαμά που έχει βγάλει βόλτα το μικρό της με το καρότσι…»

«Ωραία. Τώρα κλείστε τα μάτια και βάλτε τον εαυτό σας μέσα στον κήπο. Κάθεστε σε ένα παγκάκι. Ο ήλιος έχει εισχωρήσει μέσα σας από τους πόρους του δέρματος, τα ρουθούνια σας έχουν πιάσει τη μυρωδιά των λουλουδιών, τα αυτιά σας τιτιβίζουν στο ρυθμό του κελαηδίσματος των πουλιών… τι βλέπετε τώρα;»
«Βλέπω πόσο όμορφος είναι αυτός ο κήπος. Τα ζωηρά χρώματα των λουλουδιών είναι πινελιές πάνω στον πράσινο καμβά της φύσης. Ακούω τα γέλια των περαστικών, βλέπω μάτια που λαμπυρίζουν από ευτυχία, νιώθω μια ξαφνική ευφορία, μια επιθυμία να σηκωθώ και να τρέξω.»

«Που θέλετε να φτάσ….;»
«Σ’ εκείνον» απάντησε πριν ο γιατρός ολοκληρώσει τη φράση του και άνοιξε τα μάτια της λυπημένη.
«Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον έρωτα, λοιπόν!» της είπε χαμογελώντας.
«Είναι δυνατόν, γιατρέ;».

«Με ρωτάτε αν είναι δυνατόν να αποτελεί ο έρωτας την πηγή της δυστυχίας σας;
Ό,τι προκαλεί χαρά, μπορεί εξίσου εύκολα να προκαλέσει πόνο. Τίποτα στη ζωή δεν έχει μόνο θετικό πρόσημο. Όλα έχουν δυο πλευρές. Δεν μπορούμε πάντα να επιλέγουμε ποια πλευρά θα εμφανίζεται στη ζωή μας αλλά σίγουρα μπορούμε να προσπαθούμε να την αντιστρέψουμε, όταν δεν μας αρέσει. Όσο φοβάστε να αναποδογυρίσετε την πλευρά της ζωής που σας βασανίζει, θα παραμένετε σ’ εκείνη. Ο φόβος της αλλαγής, δεν μπορεί να φέρει αλλαγή. Μόνο στασιμότητα δημιουργεί.»

«Τι μου προτείνετε να κάνω;»
«Σταματήστε να παρατηρείτε τον κήπο από το παράθυρο. Χωθείτε στο εσωτερικό του και αφήστε τον εαυτό σας να πλημμυρίσει συναισθήματα. Σταματήσετε να μένετε θεατής της ζωή σας και μπείτε στο παιχνίδι. Μη φοβάστε τις συνέπειες μια ζωής στην οποία υπάρχει η πιθανότητα να κάνετε λάθη, αλλά μιας ζωής που δεν την ζείτε επειδή φοβάστε τα λάθη.»
Όταν εκείνη έφυγε, ο γιατρός έμεινε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Η πόρτα χτύπησε και ο επόμενος πελάτης κάθισε στη συνηθισμένη θέση περιμένοντας τον να καθίσει στη δική του.
«Πείτε μου» του είπε, συνεχίζοντας να χαζεύει τη φύση, «Τι σας φέρνει μια τόσο όμορφη, ανοιξιάτικη μέρα στο γραφείο μου;» «Φοβάμαι, γιατρέ…» ψέλλισε.

Άφησε έναν μικρό αναστεναγμό να καθίσει πάνω στο τζάμι και πήρε τη θέση του απέναντι του. «Σας ακούω…» του είπε, προτρέποντας τον να συνεχίσει.
Στην πραγματικότητα ένιωθε το γραφείο του τόσο πολύ ποτισμένο με το ρήμα "Φοβάμαι" που το μόνο που ήθελε ήταν να συνεχίσει να παρατηρεί τη φύση.

Του υπενθύμιζε πως είναι να παλεύεις με κάθε καιρό, να αναπλάθεσαι, να δημιουργείς, να προσπαθείς να είναι όμορφος ακόμη και όταν μετράς απώλειες.
Τον βοηθούσε να μην ξεχνά πως ότι κι αν συμβαίνει μέσα σου, σημασία έχει να συνεχίσεις το ταξίδι.

Του σιγοτραγουδούσε πως το ρήμα "Ζω" οφείλει να είναι πάντα πιο δυνατό από το ρήμα "Φοβάμαι".

Κείμενο: Ιωάννα Γκανέτσα

Πρώτη δημοσίευση: tovivlio.net με τίτλο: Το ρήμα Φοβάμαι

Thessaloniki Arts and Culture http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2016

Αποδεσμεύσου για να ζήσεις- Χ. Μπουκάι


Ήταν μια φορά ένας ορειβάτης και επιχειρούσε μια πολύ δύσκολη αναρρίχηση σε ένα βουνό με έντονη χιονόπτωση. Πέρασε τη νύχτα μαζί με άλλους στο καταφύγιο. Το πρωί το χιόνι έχει σκεπάσει για τα καλά το βουνό, πράγμα που κάνει την αναρρίχηση ακόμη πιο δύσκολη. Δεν θέλει, όμως, να γυρίσει πίσω, κι έτσι, όπως μπορεί, με μεγάλη προσπάθεια και θάρρος, συνεχίζει την αναρρίχηση, συνεχίζει να σκαρφαλώνει στο απόκρημνο βουνό. Μέχρι που κάποια στιγμή, ίσως από κακό υπολογισμό, ίσως γιατί η κατάσταση ήταν πραγματικά δύσκολη, πάει να στερεώσει στον πάσσαλο το σχοινί ασφαλείας και του γλιστράει ο γάντζος. Ο ορειβάτης γκρεμίζεται… αρχίζει να κατρακυλάει στο βουνό χτυπώντας άγρια στα βράχια ενώ το χιόνι πέφτει πυκνό…
Από μπροστά του βλέπει να περνάει όλη του η ζωή. Κλείνει τα μάτια περιμένοντας το χειρότερο, και ξαφνικά, νιώθει στο πρόσωπο του ένα χτύπημα από σχοινί. Χωρίς καθόλου να σκεφτεί, πιάνεται από το σχοινί με μια ενστικτώδη κίνηση. Ποιος ξέρει… Το σχοινί αυτό μπορεί να έμεινε εκεί κρεμασμένο από κάποιον πάσσαλο… κι αν είναι έτσι, θα μπορέσει να τον κρατήσει και να σταματήσει την πτώση του.
Κοιτάζει προς τα πάνω, αλλά το μόνο που βλέπει είναι η χιονοθύελλα και το πυκνό χιόνι που πέφτει πάνω τον. Τα δευτερόλεπτα μοιάζουν αιώνες σ’ αυτό το κατρακύλισμα που γίνεται όλο και πιο γρήγορο και μοιάζει να μην τελειώνει… Ξαφνικά, το σχοινί τινάζεται και νιώθει αντίσταση. Ο ορειβάτης δεν βλέπει τίποτε, ξέρει όμως ότι προς το παρόν έχει σωθεί. Το χιόνι πέφτει ασταμάτητα, κι αυτός εκεί, δεμένος με το σχοινί, μέσα στο φοβερό κρύο, κρεμασμένος από ένα κομμάτι λινάρι, που τον κρατάει για να μην τσακιστεί πέφτοντας στη χαράδρα ανάμεσα στα βουνά.
Προσπαθεί να δει τι υπάρχει γύρω του, αλλά μάταια’ δεν ξεχωρίζει τίποτε. Φωνάζει δυο-τρεις φορές, αλλά καταλαβαίνει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τον ακούσει κανείς. Η πιθανότητα να σωθεί είναι απειροελάχιστη. Και να δουν ότι λείπει, δεν θα μπορέσει κανείς ν’ ανέβει να ψάξει γι’ αυτόν πριν σταματήσει η χιονοθύελλα, αλλά και τότε ακόμη, πώς να ξέρουν ότι βρίσκεται κρεμασμένος στο γκρεμό;
Αντιλαμβάνεται πως αν δεν κάνει κάτι γρήγορα, αυτό θα είναι το τέλος του.
Όμως, τι να κάνει;
Θα μπορούσε ίσως να σκαρφαλώσει προς τα πάνω και να προσπαθήσει να φτάσει στο καταφύγιο, αμέσως όμως καταλαβαίνει πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Ξαφνικά… ακούει μια φωνή από μέσα τον που τον λέει «λύσου!» Μπορεί να είναι η φωνή του Θεού, ή η φωνή της εσωτερικής τον σοφίας, μπορεί όμως να είναι κάποιο κακό πνεύμα, ή παραίσθηση… ακούει πάντως τη φωνή να επιμένει «λύσου, λύσου!»
Σκέφτεται πως αν λυθεί αυτή τη στιγμή σίγουρα θα σκοτωθεί. Θα είναι ένας τρόπος για να τελειώσει το μαρτύριο του. Μπαίνει στον πειρασμό να επιλέξει το θάνατο για να σταματήσει να υποφέρει. Σαν απάντηση όμως στη φωνή δένεται ακόμη πιο σφιχτά. Και η φωνή επιμένει «λύσου!…
Μη βασανίζεσαι άλλο, δεν έχει νόημα τόσος πόνος… λύσου!» Εκείνος, όμως, δένεται ακόμη πιο σφιχτά, ενώ πολύ αποφασιστικά λέει μέσα τον πως καμία φωνή δεν πρόκειται να τον πείσει να αφήσει αυτό που χωρίς αμφιβολία του έχει σώσει τη ζωή. Η σύγκρουση αυτή συνεχίζεται για ώρες, ο ορειβάτης όμως εξακολουθεί να είναι δεμένος μ αυτό που νομίζει πως είναι η μοναδική του δυνατότητα για να σωθεί.
Ο μύθος λέει ότι την άλλη μέρα η ομάδα διάσωσης βρήκε τον ορειβάτη μισοπεθαμένο. Η ζωή τον κρεμόταν από μια κλωστή. Ακόμα λίγα λεπτά, και ο ορειβάτης θα είχε πεθάνει από το κρύο, παγωμένος, και, παραδόξως, δεμένος με το σχοινί του… σε απόσταση λιγότερο από ένα μέτρο από το έδαφος.
Λέω, λοιπόν, ότι, καμιά φορά, το να μην εγκαταλείπεις κάτι είναι θάνατος.
Κάποιες φορές, ζωή είναι να παρατάς αυτό που κάποτε σ’ έσωσε.
Να αφήνεις πίσω τα πράγματα που μαζί τους είσαι δεμένος σφιχτά, επειδή νομίζεις ότι αν τα κρατήσεις θα σε σώσουν από την κατάρρευση.
Όλοι έχουμε αυτήν την τάση να δενόμαστε σφιχτά με ιδέες, πρόσωπα και καταστάσεις. Δενόμαστε με ανθρώπους, με χώρους, με τόπους γνωστούς, γιατί είμαστε βέβαιοι πως αυτό είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να μας σώσει. Πιστεύουμε στο «γνώριμο κακό», όπως λέει ένα γνωστό γνωμικό.
Και παρόλο που από διαίσθηση καταλαβαίνουμε ότι το δέσιμο σημαίνει θάνατο, συνεχίζουμε να μένουμε αγκιστρωμένοι σ’ αυτό που πια δεν μας χρειάζεται, σ’ αυτό που δεν υπάρχει πια, τρέμοντας τις φανταστικές συνέπειες αν αποδεσμευτούμε.
Χόρχε Μπουκάι (Αποδεσμεύσου για να Ζήσεις),
Ο Δρόμος των Δακρύων, Εκδόσεις OPERA

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ-ΤΙ ΕΙΠΕ...


- Εφ´ όσον τα ιδιαίτερα εισοδήματά μου αρκούν διά να ζήσω, αρνούμαι να εγγίσω μέχρι και του οβολού τα δημόσια χρήματα, ενώ ευρισκόμεθα εις το μέσον ερειπίων και ανθρώπων βυθισμένων εις εσχάτην πενίαν. (αρνούμενος το μισθό του Κυβερνήτου)

- Εάν ο Θεός μεθ’ ημών ουδείς καθ’ ημών. (η πρώτη φράση από την πρώτη του ομιλία προς τον Ελληνικό λαό, Αίγινα, 1828)

- Απέκαμα! Αλλ’ όμως θα παραμείνω στη χαλάστρα, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής μου και ας κινδυνεύσω να χαθώ…

- Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης. (σε συνομιλία με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, λίγο μετά τον ερχομό του)

- Είμαι αποφασισμένος να άρω τον ουρανόθεν επικαταβαίνοντά μου σταυρόν.

- Ως ψάρι εις το δίχτυ σπαράζει εις πολλούς κινδύνους ακόμη η ελληνική ελευθερία. Μου εδώσατε τους χαλινούς του κράτους. Τίνος κράτους; Μετρούμε εις τα δάκτυλα την επικράτειάν μας. (σε συνομιλία με τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, λίγο μετά τον ερχομό του)



Πηγή: gnomikologikon.gr

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

Παράπονο... -Αλκυόνη Παπαδάκη

....Ο πόνος θέλει ένα καταφύγιο για να καταλαγιάσει....
                                                                          Αλκυόνη Παπαδάκη

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Οι πληγωμένοι...(Αλκυόνη Παπαδάκη)

Ήμουν μικρή ακόμη για να ξέρω πως κάποιοι πληγωμένοι είναι επικίνδυνοι και πως την ώρα που εσύ
προσπαθείς να δέσεις τις πληγές τους, αυτοί λιμάρουν τα νύχια τους για να στα καρφώσουν.

Αλκυόνη Παπαδάκη

Δεν υπάρχουν καλοί φίλοι, γιατί δεν είσαι καλός φίλος – Μ.Βαμβουνάκη

Δεν υπάρχουν καλοί φίλοι, γιατί δεν είσαι καλός φίλος…Έτεινα να υποπτεύομαι εκείνους που συστηματικά αναμασούν πως δε βρίσκουν κανένα φίλο, πως όλοι τούς πρόδωσαν κάποτε, πως φιλίες γίνονται μονάχα κατά τα παιδικά χρόνια, αργότερα αποκλείονται, και άλλα τέτοια αδιέξοδα και απαισιόδοξα.

Υποψιαζόμουν δηλαδή πως οι ίδιοι, που τα λένε αυτά με πίκρα, δεν είναι εντάξει. Πως δε θέλουν ν’ αγαπούν. Πως δεν επιθυμούν στ’ αλήθεια να μπουν στην ευθύνη μιας γνήσιας σχέσης. Πως δεν έχουν διάθεση να προσφέρουν, να ανέχονται, να ακούνε, να βγουν από το καβούκι τους. Πως δε θέλουν τίποτα στον εαυτό τους να αλλάξουν. Πως δεν έχουν όρεξη να νοιαστούν. Πως δεν τους αφήνει καιρό και διαύγεια η φιλαυτία.

Προτιμούν, λοιπόν, να μιλούν με απογοήτευση για την ανύπαρκτη φιλία, για την έστω μεγάλη δυσκολία να βρουν ειλικρινείς φίλους. Αφού είναι έτσι η παλιοκατάσταση, δικαιολογούνται να αδρανούν, να μένουν μόνοι. Δεν είναι απογοητευμένοι όμως, γιατί ποτέ τους δεν αφέθηκαν να γοητευτούν. Είναι εγωιστικά περιχαρακωμένοι σε μια θανάσιμη δήθεν ασφάλεια.


Μ’ αρέσει και μου δίνει δύναμη η φράση που είδα κάπου γραμμένη, δε θυμάμαι πού: Όλοι παραμερίζουν μπροστά σ’ εκείνον που ξέρει καλά πού πηγαίνει. Η φιλία είναι τόσο αναγκαία, τόσο λαχταριστή, ανήκει τόσο στενά στις δυνάμεις της ζωής, που περιφέρεται σε δρόμους και σε δρομάκια, σε μονοπάτια και σοκάκια, και ζητά να πραγματωθεί. Πώς γίνεται κάποιοι να μην τη συναντούν ποτέ τους;

Η φιλία όμως απαιτεί να είσαι γενναιόδωρος, να είσαι εσύ αυτός που θα βάλει πρώτος το χέρι στην τσέπη. Το χέρι στην τσέπη! Η καταλυτική στιγμή που κρίνει την ειλικρίνεια όλων των σχέσεων, όλων των δηλώσεων, όλων των αποφάσεων. Το τίμημα και η γενναιοψυχία. Αυτό είναι και το δικό της διαβατήριο, αυτό τα δικά της διόδια για να περάσεις στην ευτυχία της φιλίας.

Γιατί η φιλία είναι η πραγματική οικογένεια, και οι φίλοι είναι οι συγγενείς της καρδιάς μας. Το αίμα της καρδιάς το πιο ισχυρό απ’ το αίμα της σάρκας, και χαρά σ’ αυτόν που η καρδιά του έχει ζωντανό, πλούσιο, κόκκινο αίμα, αίμα που περισσεύει και επιθυμεί να δοθεί. Είναι εκείνος το τύπος ανθρώπου που έχει φίλους. Που δεν μπορεί παρά να έχει φίλους, έστω έναν πραγματικό φίλο. Που η ροπή να δώσει είναι γι’ αυτόν μια φυσική κίνηση. Όπως η ανάγκη ύστερα από οδοιπορία σε φλογισμένη έρημο να πέσεις στη δροσερή θάλασσα, κάποιο μεσημέρι καυτό.

«Κι αν με προδώσουν;» αναρωτιούνται οι πιο μίζεροι. «Αν σε προδώσουν, κακό δικό τους», απαντώ. Τα όμορφα στη ζωή μας κερδίζονται από απόπειρες, από ρίσκο, από προηγούμενες ήττες. Δίχως ρίσκο και αποδοχή της πιθανής απώλειας, κανένας δεν κάνει βήμα μπροστά. Και το έχουμε πει, όποιος μένει στατικός και ακίνητος δε μένει στάσιμος όπως νομίζει αλλά ανεπαισθήτως βουλιάζει, θάβεται. Άλλο σύνεση κι άλλο καχυποψία. Άλλο προσοχή κι άλλο προκατάληψη. Οι καχύποπτοι προσβάλλουν τον άλλο και τον γαργαλούν να τους κάνει εκείνο που φοβούνται πως θα τους κάνει.

Κάποιος γνωστός μου δυσπιστούσε για τους ανθρώπους υπερβολικά. Όλο υποψιαζόταν πως θα τον κλέψουν, πως θα του τη φέρουν, πως θα τον ζημιώσουν. Και όντως δεν έχω δει τόση κακοτυχία όση στη δική του περίπτωση. Παρά την εξαιρετική νοημοσύνη του, την ευστροφία του, κατάφερνε τελικά να είναι συνεχώς χαμένος και εξαπατημένος. Τον έκλεψαν δεκάδες φορές, του προκάλεσαν ζημιές απίστευτες. Τον εκμεταλλεύτηκαν συγγενείς και γνωστοί, ζούσε μια διαρκή χασούρα.

Το μόνο «θετικό» σ’ όλη αυτή τη ζημιογόνο για τον γνωστό μου κατάσταση ήταν ότι του επιβεβαίωνε τη θεωρία πως οι άνθρωποι είναι απατεώνες. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να προβλέψει πόσο βαθιά στο παράλογο μπορεί να προχωρήσει ο εγωισμός. Πόσο αυτοκαταστροφικό μπορεί να γίνει το πείσμα.

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» της Μάρως Βαμβουνάκη – εκδ. Ψυχογιός

Πηγή-Σχέσεις και συναισθήματα 

Τρίτη 22 Μαρτίου 2016

Τα βατραχάκια στο αφρόγαλο…(Χόρχε Μπουκάι)

Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, Να σου πω μια ιστορία.

Μια φορά, δυο βατραχάκια, έπεσαν σε ένα βάζο με αφρόγαλα.
Αμέσως κατάλαβαν ότι βούλιαζαν. Ήταν αδύνατο να κολυμπήσουν ή να επιπλεύσουν για πολύ μέσα σε εκείνη την πηχτή μάζα που έμοιαζε με κινούμενη άμμο. Στην αρχή, τα βατραχάκια χτυπούσαν με μανία τα πόδια τους για να φτάσουν στην άκρη του δοχείου. Όμως, ήταν ανώφελο. Απλώς πλατσούριζαν στο ίδιο σημείο και βυθίζονταν περισσότερο. Ένιωθαν ότι γινόταν όλο και δυσκολότερο να ανέβουν στην επιφάνεια και να αναπνεύσουν.
Το ένα φώναξε: ¨Δεν μπορώ άλλο. Είναι αδύνατον να βγεις από εδώ. Σε αυτό το υλικό δεν μπορείς να κολυμπήσεις. Αφού θα πεθάνω, δεν βλέπω γιατί πρέπει να παρατείνω το βάσανό μου. Τι νόημα έχει να πεθάνεις εξαντλημένος από μια στείρα προσπάθεια;¨.
Μόλις το είπε αυτό, έπαψε να χτυπάει τα πόδια του και βυθίστηκε αμέσως. Το κατάπιε κυριολεκτικά το πηχτό άσπρο υγρό.

Το άλλο βατραχάκι, πιο επίμονο και ίσως πιο πεισματάρικο, σκέφτηκε: ¨Δεν γίνεται! Δεν υπάρχει τρόπος να κουνηθείς μέσα σε αυτό το πράγμα. Ωστόσο, παρόλο που ο θάνατος πλησιάζει, προτιμώ να παλέψω ως την τελευταία μου πνοή. Δεν θέλω να πεθάνω ούτε δευτερόλεπτο πριν την ώρα μου¨.
Συνέχισε να προσπαθεί και να πλατσουρίζει στο ίδιο σημείο, δίχως να προχωρεί ούτε εκατοστό, ώρες και ώρες.
Και ξαφνικά, τόσο που χτυπούσε τα πόδια του, το αφρόγαλο έπηξε και έγινε βούτυρο.
Έκπληκτο, το βατραχάκι πήδηξε και πατινάροντας έφτασε στην άκρη του δοχείου. Και γύρισε στο σπίτι του κοάζοντας χαρούμενο.