Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χριστός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

«Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας, Ζωοδότα» Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 


Η Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἔχει ἕνα μεγάλο πλοῦτο προσευχῶν, ἀκολουθιῶν και πνευματικῶν ἀγώνων. Μέ τή νηστεία, την ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά ἐξασκήσει αὐτό τό διάστημα ὅλες τίς ἀρετές. Ἰδιαίτερα κατά τίς μεγάλες ἑορτές τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας και τῆς χαρμόσυνης ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Εἴμαστε λοιπόν, μπροστά σ’αὐτό τόν πλοῦτο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως ψάλλουμε καί στήν Ἐκκλησία, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καί ὅλοι μας εἴμαστε προσκεκλημένοι στο δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιά νά γευθοῦμε ὅμως αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πρέπει νά ἔχουμε καί στολή κατάλληλη. Πρέπει να ἐνδυθοῦμε τό κατάλληλο ἔνδυμα, γιά να μήν βγοῦμε ἔξω ἀπό τό δεῖπνο αὐτό, γιατί δέν ἔχουμε τήν κατάλληλη στολή. Καί βέβαια, ἡ στολή αὐτή δέν εἶναι ἕνα ροῦχο, το ὁποῖο μποροῦμε νά τό ράψουμε ἤ νά τό ἀγοράσουμε, ἀλλά εἶναι ἡ στολή τῆς ψυχῆς μας, εἶναι ἡ ψυχή μας ἡ ἴδια. Στό δεῖπνο αὐτό δεν δέχεται ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἔχει ἀκατάλληλο ἔνδυμα ἤ ἔχει λερωμένη «στολή» καί εἶναι «βρώμικος», γιατί δεν μπορεῖ ἔτσι νά μπεῖ μέσα στόν πλοῦτο αὐτό τῆς δικῆς του παρουσίας καί ἀγάπης.

Βρισκόμαστε λοιπόν πρό τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς. Καί μπαίνουμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα ἀπό τήν Κυριακή τῆς Τυρινῆς τό βράδυ, ἔχοντας μπροστά μας τό μέγα γεγονός τῆς συγχωρήσεως τῶν ἀδελφῶν μας μέ τον ἑσπερινό τῆς συγχωρήσεως. Γιατί τό κάνουμε αὐτό καί προσευχόμαστε, καί ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλο λαμβάνουμε τή συγχώρεση καί ἄν στενοχωρήσαμε τόν ἀδελφό μας γιά κάτι ἤ ἄν κάτι μᾶς στενοχώρησε, πρέπει νά τά σβήσουμε ὅλα, γιά νά μποῦμε στό στάδιο τῶν ἀρετῶν;

Θά ξεκινήσω μέ μία ἁπλή ἱστορία, ἀληθινή ὅμως, γιά νά καταλάβουμε πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ συγχώρεση, γιά νά ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος. Κάποτε ἦταν κάποιος με τό ὄνομα Νικηφόρος, καί ἕνας ἱερέας ὀνόματι Σαπρίκιος. Ὁ Νικηφόρος κάποια στιγμή φιλονίκησε μέ τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί ἔγινε μία παρεξήγηση μεταξύ τους. Βέβαια δεν ἔφταιγε ὁ Νικηφόρος, ἀλλά ἦταν παρεξήγηση. Ὁ Σαπρίκιος ἦταν ἱερέας καί ἦταν πολύ καλός. Δέν ἐννοοῦσε ὅμως νά συγχωρέσει τόν Νικηφόρο. Ἦταν δέ περίοδος διωγμῶν καί τό νά εἶσαι χριστιανός ἦταν πράγμα παράνομο καί οἱ χριστιανοί τότε τιμωροῦνταν μέ θάνατο. Σέ κάποιο διωγμό συνέλαβαν τόν ἱερέα Σαπρίκιο καί τόν ὑπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια, ἐπειδή ὁμολόγησε τον Χριστό. Ἐνῶ τόν ὁδηγοῦσαν στό στάδιο για νά τόν ρίξουν στά θηρία, ὁ Νικηφόρος πῆγε καί τόν παρακάλεσε νά τόν συγχωρέσει, ἐπειδή θά πέθαινε σέ λίγο. Ὁ ἱερέας ὅμως ἦταν ἀνένδοτος, δέν δεχόταν νά τόν συγχωρέσει μέ τή δικαιολογία ὅτι τόν πλήγωσε καί τόν πίκρανε. Τελικά δέν τόν συγχώρεσε. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα καί μπῆκε στό στάδιο. Κι ἐκεῖ λίγο πρό τοῦ θανάτου τόν ἐγκατέλειψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, πρόδωσε τόν Χριστό και ἔγινε ἀρνησίχριστος καί ἐπέστρεψε ὁ ἱερέας τῆς Ἐκκλησίας στήν πλάνη τῶν εἰδώλων. Ὁ δέ νεαρός Νικηφόρος δέχθηκε τή χάρι τοῦ Χριστοῦ καί ἔτρεξε μέσα στό στάδιο και μαρτύρησε. Ἀναφέρεται στό συναξάριο, «ὁ ἅγιος μάρτυς Νικηφόρος ὁ ἀντί Σαπρικίου μαρτυρήσας». Γιατί τόν ἐγκατέλειψε ὁ Χριστός; Γιατί δέν δέχθηκε νά συγχωρέσει τον ἀδελφό του. Παρόλο πού ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐντούτοις αὐτή τήν ἐντολή δεν τήν τήρησε καί ἔτσι αὐτή ἡ μνησικακία ἔγινε ἡ ἀφορμή νά τόν ἐγκαταλείψει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί δέν μπόρεσε νά λάβει τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ὁ ἄλλος, ἐπειδή μέχρι την τελευταία στιγμή ζητοῦσε συγχώρεση, δέχθηκε τή χάρι καί ἔγινε μάρτυρας.

Ἡ Ἐκκλησία λοιπόν, πρίν νά μποῦμε στο στάδιο τῆς Ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδή ἔχουμε νά διανύσουμε ἕνα μεγάλο δρόμο πού χρειάζεται γενναία καρδιά καί πολλή χάρι ἀπό τόν Θεό, μᾶς ὁδηγεῖ σ’αὐτή την εὐλογημένη ὥρα τῆς συγχωρήσεως. Ἡ νηστεία χρειάζεται τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί νά νηστέψουμε καί νά μπορέσουμε να βροῦμε αὐτό πού μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός γιά νά μποῦμε νά δειπνήσουμε μαζί Του, πρέπει νά ἔχουμε τή χάρι Του. Ἄν δέν την ἔχουμε, τότε μπορεῖ νά κάνουμε τόν κόπο, ἀλλά τόν μισθό τοῦ κόπου δέν θά τόν ἔχουμε. Μπαίνουμε λοιπόν στή νηστεία ἔχοντας μπροστά μας αὐτή τή μεγάλη εὐλογία τῆς συγχωρήσεως.

Στον ἑσπερινό τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς περνοῦμε καί ἀσπαζόμαστε τόν Τίμιο Σταυρό ἀπό τά χέρια τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος μᾶς εὐλογεῖ καί μᾶς δίνει τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἐνδυναμωμένοι μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ νά μποῦμε σάν γενναῖοι ἀθλητές, νά παλέψουμε καί νά τρέξουμε μετά χαρᾶς τό στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἡ Ἐκκλησία ὀνομάζει τό στάδιο αὐτό πάντερπνον, γεμάτο χαρά, εὐφροσύνη καί τέρψη, γεμάτο ὡραῖα συναισθήματα. Μά εἶναι δυνατόν ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά στερεῖται τόσα πράγματα και νά εἶναι χαρούμενος καί νά ἔχει εὐφροσύνη; Καί ὅμως εἶναι, γιατί ὅλα αὐτά τά στερεῖται, γιά νά μπορέσει νά ὑπερβεῖ τόν ἑαυτό του καί νά μπορέσει νά συναντήσει τόν Χριστό. Πολλοί διερωτῶνται, ποῦ βρέθηκε ἡ νηστεία καί ἄν ἡ νηστεία εἶναι ἐφεύρεση τῶν ἱερέων καί τῶν μοναχῶν. Πότε εἶπε ὁ Χριστός να νηστεύουμε σαράντα καί πενήντα μέρες; Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν διαβάσει το Εὐαγγέλιο, γιά νά δοῦν ὅτι καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι γεμάτες ἀπό τέτοια παραδείγματα. Θά πῶ μόνο δυό.

Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε στόν παράδεισο, σ᾽ ἐκεῖνο τόν ὡραῖο χῶρο πού ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά, ἦταν: «μπορεῖς νά γευθεῖς ἀπό ὅλα αὐτά πού εἶναι ἐδῶ μέσα, μόνο ἀπό αὐτό τό δένδρο δέν θά φᾶς». Αὐτό δεν εἶναι ἐντολή νηστείας; Ἡ πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία κρατοῦσε τόν ἄνθρωπο στην ὑποταγή ἦταν ἐντολή νηστείας. Πρώτη παράβαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στόν Θεό ἦταν παράβαση τῆς ἐντολῆς τῆς νηστείας. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Χριστός μας, ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ὅταν ἦταν να ἀρχίσει τό κήρυγμά του τί ἔκανε; Ἀκριβῶς γιά νά θεραπεύσει τό πταῖσμα καί τό λάθος τοῦ Ἀδάμ νήστεψε στην ἔρημο 40 μέρες και 40 νύχτες. Μάλιστα νηστεία πραγματική ὄχι ὅπως τή δική μας, δέν ἔφαγε και δέν ἤπιε τίποτα ἀπολύτως. Ἐμεῖς βέβαια δέν μποροῦμε. Και μετά ὁ Κύριος για νά δείξει ὅτι ἦταν ἄνθρωπος καί ὄχι κάτι τό ἐξωπραγματικό ἠθέλησε νά πεινάσει καί νά διψάσει προκειμένου νά δείξει τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι βλέπουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ἄρχισε τό κήρυγμά του πρός ἐμᾶς, ἀφοῦ μᾶς ἔδειξε τόν δρόμο τῆς νηστείας διορθώνοντας ἔτσι τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ μέ τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Ἔκτοτε ἡ νηστεία μέσα στήν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο ὅλων αὐτῶν πού θέλουν νά ἀγωνιστοῦν.

Γιά ποιό λόγο ἡ νηστεία εἶναι σημαντική; Γιατί νηστεύουμε; Νηστεύουμε γιά πολλούς λόγους. Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιατί εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία νηστεύει καί ὅλοι μας μέ τό βάπτισμά μας καί τη μετοχή μας στά μυστήρια εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα σύνολο πιστῶν ἀνθρώπων καί ὄχι κάτι τό ἀφηρημένο. Ἀνήκω στήν Ἐκκλησία σημαίνει ὅτι ζῶ τή ζωή της καί ὅταν ζῶ τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, τότε ὅπως ὅλο τό σῶμα της νηστεύει ἔτσι κι ἐγώ πού εἶμαι μέλος της νηστεύω. Ἀποκτοῦμε συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦμε τον ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, ἀνήκουμε στην Ἐκκλησία καί εἴμαστε μέλη της. Δέν μπορεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει καί ἐγώ νά μήν νηστεύω. Σημαίνει ὅτι ἀποχωρίζω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά γίνει αὐτό τό πράγμα, ἐκτός ἄν ὑπάρχουν λόγοι ὑγείας. Ἔχουμε παραδείγματα ἁγίων καί μαρτύρων πού μαρτύρησαν, γιατί δέν δέχθηκαν νά παραβοῦν τή νηστεία και μάλιστα ἡ δικαιολογία τήν ὁποία ἀντέταξαν στούς τυράννους ἦταν ὅτι, πῶς μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά νηστεύει κι ἐγώ νά ἀποκόψω τόν ἑαυτό μου ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως ἔλεγε ἕνας νεομάρτυρας πού τόν πίεζαν οἱ μουσουλμάνοι νά παραβεῖ τή νηστεία.

Μία ἄλλη μεγάλη ὠφέλεια εἶναι ὅτι ἀκριβῶς ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία μαθαίνει κανείς νά ξεπερνᾶ τά θελήματά του. Σήμερα βλέπουμε ὅτι κριτήριο πολλῶν πραγμάτων τῆς ζωῆς μας εἶναι τό τί μᾶς ἀρέσει καί τι θέλουμε νά κάνουμε στή ζωή μας. Ἔχουμε ὅλοι πείρα ὅτι αὐτό τό «θέλημα», καί αὐτό τό «ἔτσι θέλω νά κάνω καί ἔτσι μοῦ ἀρέσει», καταστρέφει οἰκογένειες, συνεργασίες, σπίτια καί τόν κόσμο ὁλόκληρο. Αὐτό τό θέλημα διχάζει καί σπέρνει τή διχόνοια καί διασπᾶ τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἰδίως στη σύγχρονη ἐποχή εἶναι διάχυτο τό κριτήριο αὐτό. Ὅμως ἡ νηστεία δίνοντάς μας την αἴσθηση ὅτι ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία μᾶς βοηθᾶ νά κόψουμε τό θέλημά μας, τό ὁποῖο μᾶς διασπᾶ ἀπό τούς ἀδελφούς μας. Μᾶς μαθαίνει τήν ὑποταγή, νά ξεπερνοῦμε τό θέλημά μας καί νά μήν κρίνουμε τά πράγματα κατά τή δική μας κρίση. Πολλές φορές μᾶς ἀρέσουν διάφορα φαγητά πού δέν εἶναι νηστίσιμα. Ἡ ὠφέλεια ἀκριβῶς εἶναι αὐτή, να ξεπεράσουμε τό θέλημά μας καί αὐτό πού μᾶς ἀρέσει, γιατί αὐτό διασπᾶ τή σχέση μας καί μέ τόν Θεό καί μέ τούς ἀδελφούς μας.

Ἕνα ἄλλο σημεῖο σημαντικό εἶναι ἀκριβῶς τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέσα στή νηστεία μαθαίνει νά γίνεται δυνατός καί γενναῖος. Θέλει γενναία ψυχή νά μπορέσει νά ξεπεράσει κανείς τόν φόβο τῆς συντήρησής του και τή φιλαυτία του. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς δεν μπορῶ νά νηστέψω 50 μέρες, θά πέσω κάτω, δέν μπορῶ νά στερηθῶ κάποιο φαγητό, θα λιποθυμήσω. Καί μάλιστα πρίν ἀκόμη νηστέψουμε, ἀρχίζουμε νά τρέμουμε μόνο στήν ἰδέα ὅτι θά στερηθοῦμε τό ἕνα ἤ το ἄλλο. Μᾶς κυριεύει φόβος, δειλία. Ὅμως ἡ δειλία δέν χαρακτηρίζει τόν χριστιανό. Ὁ χριστιανός εἶναι ἀγωνιστής. Πῶς θά ξεπεράσει τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τόν ἐγωισμό του, ὅταν εἶναι δειλός; Πῶς θά μπορέσει να κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός «ἀπαρνησάσθω ἑαυτῷ», νά ξεπεράσει δηλαδή τόν ἑαυτό του γιά νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό, ὅταν εἶναι δειλός; Ὁ Κύριος μᾶς τό εἶπε στό εὐαγγέλιο ὅτι οἱ δειλοί δέν ἔχουν μέρος μαζί Του στή ζωή τήν αἰώνιο. Ὁ δειλός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζήσει μαζί μέ τόν Θεό, γιατί ἡ δειλία εἶναι γέννημα τῆς ὀλιγοπιστίας. Αὐτός πού ἔχει λίγη πίστη φοβᾶται. Αὐτός πού φοβᾶται μαρτυρεῖ ὅτι ἔχει ἀδύνατη πίστη. Ἔρχεται ἡ νηστεία καί μᾶς προτρέπει νά μποῦμε σ’αὐτό τόν ἀγώνα, νά ξεπεράσουμε τίς φοβίες μας καί νά μήν φοβόμαστε οὔτε καί τόν θάνατο, ἀλλά μέ πολλή χαρά καί ἀνδρεία νά ἀγωνισθοῦμε, πιστεύοντας βέβαια, ὄχι στίς δυνάμεις μας πού εἶναι ἐλάχιστες ἀλλά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ ἐλπίζουμε. Στηρίζουμε τόν ἑαυτό μας στή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Δίνουμε τή θέλησή μας στόν Θεό. Λέμε: «Θεέ μου, θέλω νά νηστέψω, νά ἀγωνιστῶ, νά προσπαθήσω». Ὁ Θεός βλέπει τή θέλησή μας καί μᾶς δίνει τη δύναμή Του. Ἐμεῖς δίνουμε τήν προαίρεση καί τή θέλησή μας στόν Θεό καί μᾶς δίνει τή δύναμή Του. Ἄν ἡ προαίρεσή μας εἶναι ἀδύνατη, θά πάρουμε λίγη δύναμη, ἄν εἶναι δυνατή, θά πάρουμε πολλή δύναμη ἀπό τον Θεό. Αὐτή ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θά μᾶς βοηθήσει, ὥστε ὄχι μόνο τή νηστεία νά τελέσουμε, ἀλλά καί πολλές ἀρετές νά φορτωθοῦμε. Νηστεία ὅμως δέν εἶναι μόνο τά φαγητά. Εἶναι καί αὐτά. Νά μή λέμε ὅτι «πρέπει νά νηστεύει ἡ γλώσσα μας καί τό φαΐ δεν εἶναι ἁμαρτία κι ἄς φᾶμε ὅ,τι θέλουμε». Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο ψυχή καί μυαλό, ἀλλά εἶναι ψυχή καί σῶμα καί ἁγιάζεται ὅλο τό εἶναι μας καί ὁ νοῦς, καί ἡ καρδία καί ἡ γλώσσα μας. Ἡ νηστεία εἶναι ἕνας εὐρύς ἀγώνας. Νηστεύουμε ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου βλέπουμε τίς ἀδυναμίες μας. Ἔχω μία ἀδυναμία, νά κατηγορῶ; Ἄς βάλω ἐκεῖ τά ὀχυρά μου. Νά πῶ ὅτι αὐτή τήν Ἁγία Τεσσαρακοστή πού εἶναι νηστεία νά νηστέψω και στή γλώσσα μου. Νά προσπαθήσω νά μην κατηγορήσω κανένα καί νά μήν σχολιάσω ἄλλο ἄνθρωπο καί νά ἀποφύγω τή φλυαρία, τήν ἀργολογία ὅπως λέγεται στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας. Νά νηστέψω τά μάτια μου, τί βλέπουν τί παρακολουθοῦν καί πῶς χάνω τήν ὥρα μου βλέποντας ἄχρηστα πράγματα. Στό μυαλό μου καί στόν ἑαυτό μου ὁλόκληρο νά δώσω πνευματικά ἀγωνίσματα μαζί μέ τή σωματική νηστεία τῶν τροφῶν, ὥστε αὐτή ἡ νηστεία νά ὠφελήσει ὅλο τό εἶναι μου. Τό ἀποτέλεσμα ποιό εἶναι; Ὁ ἄνθρωπος ἀγωνιζόμενος καί ἐξαγνιζόμενος μέσα στή νηστεία γίνεται δεχτικός τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἔρχεται ὁ Θεός καί κατασκηνώνει μέσα στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος εἰρηνεύει. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ναός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος ἀπό τήν εὐωδία τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται γλυκύτατος, εἰρηνικός καί ἥσυχος καί ξεπερνᾶ τίς φοβίες, τόν θάνατο καί τά ἀνθρώπινα πράγματα καί ἐπικεντρώνεται ἐκεῖ πού εἶναι ἀκριβῶς ὁ σκοπός τῆς ζωῆς του. Ποιός εἶναι ὁ σκοπός αὐτός; Ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μέσα ἀπό τόν πνευματικό ἀγώνα ὁ ἄνθρωπος καταλαβαίνει ὅτι, ὁτιδήποτε δέν ἔχει χῶρο μέσα στη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μάταιο.

Ὅταν ἕνας μεγάλος σέ ἡλικία ἄνθρωπος δεῖ τή ζωή πού πέρασε, βλέπει πόσο εὔκολα φεύγουν τά χρόνια καί καταλαβαίνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπονἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, καί ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;». Τί θά μᾶς ὠφελήσει ἄν κερδίσουμε ὅλο τόν κόσμο κι ὅλα τά πλούτη καί τίς δόξες καί χάσουμε τήν ψυχή μας; Ἐκεῖνο λοιπόν πού μᾶς ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό.

Ἡ νηστεία ἀκριβῶς κόβοντας ὅλα τά παρακλάδια καί τά ζιζάνια μαζεύει τόν ἑαυτό μας καί μᾶς σπρώχνει σ’αὐτή τήν πορεία τῆς σχέσης μας μέ τόν Θεό πατέρα μας. Ἔτσι βρίσκομε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας. Καταλαβαίνουμε γιά ποιό λόγο ὑπάρχουμε και ζοῦμε καί πῶς μποροῦμε νά γίνουμε πραγματικά τέλειοι ἄνθρωποι.

Ἔτσι μπροστά σ’αὐτό τό μεγάλο καί εὐλογημένο στάδιο τῶν ἁγίων νηστειῶν εὑρισκόμενοι ὡς τέκνα τῆς Ἐκκλησίας, ἄς ὁπλίσουμε τόν ἑαυτό μας μέ τή χάρι καί τή δύναμη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου μας κι ἄς τρέξουμε μέ προθυμία σ’αὐτό τό στάδιο. Ὁ καθένας νά δώσει τήν πρόθεσή του κι ὁ Θεός θά δώσει τή δύναμή Του καί θά πορευθοῦμε μέ πολλή χαρά αὐτό τό ἀγώνισμα τῶν ἁγίων νηστειῶν. Ἀφοῦ κάνουμε ὅλα αὐτά, τότε ἄς πλύνουμε τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας μέσα στό λουτρό τῆς μετανοίας, τήν ἐξομολόγηση, ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός κάνει τό πιο μεγάλο θαῦμα. Τό πιό μεγάλο θαῦμα πού γίνεται κάθε μέρα δέν εἶναι νά ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί, νά περπατήσουν οἱ παραπληγικοί, νά γίνουν οἱ ἄρρωστοι καλά καί νά ξεπεράσουμε τά ἐπίγεια καί πρόσκαιρα προβλήματά μας. Τό μεγαλύτερο θαῦμα τό ὁποῖο γίνεται κάθε μέρα μπροστά στά μάτια μας εἶναι ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, καί τό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως μᾶς καθαρίζουν και μᾶς κάνουν φωτεινούς, γιά νά μπορέσουμε νά μποῦμε καί νά εὐφρανθοῦμε ὅλοι σ’αὐτό τό μεγάλο δεῖπνο, πού μᾶς προσκαλεῖ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου

 (ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

Η παρρησία του π. Ιακώβου στο Θεό – Σύγχρονες μαρτυρίες


1. Ο ιερεύς π. Ιωάννης Βερνέζος, εφημέριος του Προσκυνηματικού Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Ρώσου στο Προκόπι της Εύβοιας ανέφερε τα εξής: Είχα ένα ογκίδιο στο δεξί μου χέρι. Εκτός των κινδύνων που έκρυβε, ήταν και αντιαισθητικό. Γι΄ αυτό, όταν οι χριστιανοί μου φιλούσαν το χέρι, το κάλυπτα με το ράσο μου Την ημέρα της κηδείας του Γέροντος Ιακώβου (22.11.1991) παρεκάλεσα το Γέροντα για το θέμα αυτό. Και καθώς ασπαζόμουν το ιερό σκήνωμα του, ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο λείψανο του. Από εκείνη τη στιγμή το ογκίδιο άρχισε να υποχωρεί, ώσπου εξαφανίστηκε. Μεγά­λη η χάρη του οσίου Γέροντα. Ας έχουμε την ευχή του!».

2. Η κ. Ανδρομάχη Πασχάλη, κάτοικος Λίμνης Ευβοίας, σε επιστολή που έστειλε στη Μονή γράφει τα εξής:

«Στις 18 Νοεμβρίου 1993 παρουσιάστηκε στην άκρη της γλώσσας μου ένα μικρό κεράτινο ογκίδιο. Περνώντας οι μέρες αυτό μεγάλωσε, κρεμόταν μπρο­στά στη γλώσσα μου και με ενοχλούσε στην ομιλία, την ώρα που έτρωγα και όταν έπινα νερό. Πέρασαν δυο μήνες από την ημέρα που το πρωτοείδα, το ογκίδιο εξακολουθούσε να υπάρχει και η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν πολύ άσχημη. Μέσα στη μεγάλη ψυχο­λογική ένταση που βρισκόμουν, κι ενώ σκεπτόμουν ότι από Δευτέρα έπρεπε να πάω στην Αθήνα για γιατρό, άρχισα να λέω το πρόβλημα μου στον παππού-Ιάκωβο κοιτάζοντας μία μικρή φωτογρα­φία του που είχα απέναντι στο τραπέζι μου. Τον παρακάλεσα να με βοηθήσει, να μην αρχίσω τις ατέλειωτες εξετάσεις στους γιατρούς που χρειάζονται για τέ­τοιου είδους περιστατικά και κατά τις δυο τα μεσάνυκτα ανέβηκα για ύπνο στο δωμάτιο μου. Το πρωί που σηκώθη­κα, την ώρα που έπινα καφέ, διαπίστωσα ότι δεν με ενοχλούσε τίποτα στη γλώσσα μου. Όλο αγωνία πήγα στον καθρέφτη και είδα ότι το ογκίδιο που είχα εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ούτε σημάδι.

Έτσι απλά παρακάλεσα τον άγιο Ιάκωβο να με βοηθήσει, κι αυτός έτσι απλά με βοήθησε.»

3. Ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος σε μία από τις επισκέψεις του στη Μονή, ως αρχιμανδρί­της τότε, ανέφερε μεταξύ άλλων θαυμάτων που επιτελεί ο άγιος Γέροντας Ιάκωβος σε Κυπρίους αδελφούς μας, τους όποιους αγαπούσε πολύ, και το έξης θαυμαστό:

Είχα φέρει στην Κύπρο λάδι από το καντήλι του τάφου του Γέροντα. Το 1993 με πήρε στο τηλέφωνο ο εφημέριος του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Λάρνακος, ο π. Παναγιώτης Ζάρος, και μου είπε: «Πάτερ Νεόφυτε, δεν είμαι καλά. Έχω ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν το λέω.

Έχω ραγάδες στο έντερο και έχω μεγά­λη αιμορραγία. Και αυτές τις ημέρες έχω έντονους πόνους και μεγάλη ροή αίματος, και σε παρακαλώ κάνε μια παράκληση στον άγιο Γεώργιο, που ζεις στο μοναστήρι του, και στον πατέρα Ιάκωβο να μου δίνουν υπομονή, γιατί όταν πονώ υποφέρω πολύ και φωνάζω και στενοχωρούνται και η παπαδιά και τα παιδιά μου».

Λυπήθηκα πολύ και του είπα ότι θα κάμω παράκληση και θα του πήγαινα λαδάκι από το καντήλι του πατρός Ιακώβου, για να σταυρωθεί. Αυτά είπα και έκλεισα το τηλέφωνο. Μετά από δέκα πέντε λεπτά ο π. Παναγιώτης ήρθε στο μοναστήρι και μου είπε: «Ήρθα να πάρω το λαδάκι του Γέροντα μόνος μου, γιατί πιστεύω πολύ σε αυτόν τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον χαρίτωσε και θα με βοηθήσει». Του έδωσα λάδι και σταυρώθηκε στο μέτωπο και έφυγε.

Το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε χαίροντας και κλαίοντας ότι η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε έγινε τελείως καλά. Ο π. Παναγιώτης υπέφερε από αυτό από τα εφηβικά του χρόνια και τώρα ήταν περίπου 40 ετών. Όταν έγινε καλά υποσχέθηκε να τελεί θεία Λειτουργία και μνημόσυνο στο Γέροντα Ιάκωβο κάθε χρόνο σαν αυτή την ημέρα της θεραπείας του. Όταν όμως πέρασε ένας χρόνος από το θαύμα αυτό ο π. Παναγιώτης ξέχασε την υπόσχεσή του. Τη θυμήθηκε όταν εκείνη την ημέρα (στό χρόνο επάνω) του παρουσιάσθηκε ελάχιστο αίμα. Εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και η ροή του αίματος σταμάτησε. Από τότε το θυμάται κάθε χρόνο και επιτελεί θεία Λειτουργία και μνημονεύει το Γέροντα ανάμεσα στους Άγιους

4. Ο κ. Γιώργος Ιωαννίδης, γιατρός παθολόγος από το Βόλο, (προσωπικός τότε γιατρός του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και τώρα Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου) ανέφερε μεταξύ άλλων και τα έξης:

«Φεύγοντας από τη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, όπου είχα έλθει με την οικογένεια μου για προσκύνημα το Σεπτέμβριο του 1997, κι ενώ βρισκόμουν στην πύλη της αισθάνθηκα μέσα μου μια δυνατή επιθυμία να πάω να ξαναπροσκυνήσω τον τάφο του Γέροντα Ιακώβου. Αισθανόμουν όπως αισθάνεται κάποιος που ξέχασε πίσω του κάτι πολύτιμο και θέλει να γυρίσει να το πάρει. Πραγματικά γύρισα με το γιό μου και στο ένα μέτρο πριν από τον τάφο του Γέροντα βλέπω κάτω στη γή ένα κομποσχοίνι. Παίρνω το κομποσχοίνι στο χέρι μου, το υψώνω και το κρατώ επιδεικτικά, ώστε αν κάποιος από τους γύρω προσκυνητές το έχασε, να το δει και να΄ ρθει να το πάρει. Εκείνη όμως ακριβώς τη στιγμή ακούω φωνή πίσω μου που μου έλεγε: «Τί ψάχνεις; Για σένα είναι το κομποσχοίνι». Γυρίζω και σε απόστα­ση ενός μέτρου βλέπω ολοζώντανο το Γέροντα Ιάκωβο να μου χαμογελά. Τον είδα ολοκάθαρα. Διέκρινα την υγρασία των ματιών του, τις φλεβίτσες στο πρόσωπο του, τη γενειάδα του, όπως την είχε. Ένοιωσα κάτι το ξεχωριστό, συγκλονίστηκα. Η κυριολεκτικά αύτη ζωντανή παρουσία του Γέροντα Ιακώβου μπροστά μου ήταν καθοριστική κι έβαλε μέσα μου τη σφραγίδα περί της βεβαιότητος της θείας παρουσίας».

5. Τις ήμερες που γραφόταν αυτό το κείμενο και συγκεκριμένα στις 10 Όκτωβρίου 2001 ήρθε στη Μονή ο κ. Γιαννούλης, ναυτικός, από την Άνδρο και βουρκωμένος χωρίς καν να μπορεί να μιλήσει καλά-καλά από τη συγκίνη­ση και τα κλάματα ανέφερε τα έξης:

«Ταξίδευα προ καιρού και ευρισκόμουν στην Ινδία. Κάποια μέρα αντιμετώπισα σοβαρό πρόβλημα με την καρδιά μου Στο Νοσοκομείο εκεί που με πήγαν οι γιατροί είπαν στους συναδέλφους μου ότι τελειώνω. Εγώ, παρ΄ όλο που ήμουν σε κωματώδη κατάσταση, ένιωθα ότι κάποια αόρατη θεία δύναμη με βοηθάει. Όταν αργότερα άνοιξα κά­ποια στιγμή τα μάτια μου τον πρώτο που είδα μπροστά μου ήταν ο Γέροντας Ιάκωβος που είχα διαβάσει αρκετές φορές το βιβλίο του. Μου είπε: «Μή φοβάσαι, κύριε Γιαννούλη, θα σε βοηθήσω, θα γίνεις τελείως καλά και θα ξαναγυρίσεις στην πατρίδα». Και από εκείνης της ώρας πράγματι έγινα τελείως καλά».

Από τις υπάρχουσες προφορικές και γραπτές μαρτυρίες των πιστών διαπιστώνεται ότι ο Γέροντας Ιάκωβος έχει μεγάλη παρρησία στο Θεό και γι΄ αυτό εύχόμεθα να πρεσβεύει υπέρ πάντων υμών. Αμήν.

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Για τον θάνατο των νέων ανθρώπων...


Ένα ερώτημα που συγκλονίζει πιστούς και άπιστους. Η απάντηση της Ορθοδόξου πίστεως είναι πολύ απλή από όσο μπορούμε να δούμε μέσα από την Αλήθεια της Αναστάσεως.
Η λογική απάντηση είναι : Πολύ απλά διότι υπάρχει φθορά η οποία δεν κάνει διακρίσεις για κανένα ανθρώπινο ον είτε είναι 5 ετών είτε είναι 85. Όπως δεν κάνει διάκριση η βαρύτητα σε κανέναν αντικείμενο.
Εάν δεν υπήρχε Ανάσταση όντως ο Θάνατος ενός παιδιού 10 ετών είναι άδικος, αλλά από την στιγμή που υπάρχει Ανάσταση των νεκρών αδικία δεν μπορούμε να προσάψουμε πουθενά πόσο μάλλον στον Θεό διότι έχουμε και συνέχεια μετά τον τάφο, όπου πάρουμε και πολλές απαντήσεις γιατί συνέβησαν όλα αυτά τελικά στην ζωή μας και θα δούμε ότι πίσω από αυτό που εμείς ονομάζαμε αδικία ήταν η προσκλητική αγάπη του Θεού να μας σώσει.
Από οντολογικής άποψης η απάντηση είναι η εξής:
Πολύ απλά ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ θάνατος . . .
Αυτό που λέμε θάνατο όταν βλέπουμε έναν νεκρό είναι ένας αποχωρισμός ψυχής από το σώμα λόγω της φθοράς και αντικρίζουμε ένα αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος το οποίο με την Ανάσταση θα έχουμε επανένωση ψυχής και σώματος όταν ηχήσουν οι σάλπιγγες. Φυσικά ο Θεός δεν είναι αίτιο κακών όπως έλεγε και ο Μέγας Βασίλειος , ούτε θέλει να πεθάινουν τα παιδιά, το ότι θα πει κάποιος παραχωρεί η παρεμβαίνει από την άλλη σε κάποιες περιπτώσεις  αυτό γίνεται για λόγους σωτηρίας και είναι μέσα στην βουλή του Θεού. Δεν μπορούμε εμείς να βγάζουμε συμπεράσματα, είμαστε απλά ανίκανοι για κάτι τέτοιο μόνο σιωπή μπορούμε να δώσουμε. Εξάλλου ο θάνατος των δικαίων για την Εκκλησία ειναι γιορτή! 
Έχουμε δηλαδή κοίμηση, αναμονή και προσδοκία αναστάσεως.
Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε ; Γιατί δεν το βιώνουμε; Πολύ απλά διότι δεν έχουμε «αίσθηση ζωής αιωνίου». Όταν λέμε ότι πέθανε ένα παιδί , απλά υπάρχει ένας διαχωρισμός ψυχής και σώματος για λίγα χρόνια όπως έλεγε και ο Άγιος Παϊσιος. Ο Θάνατος είναι ένας μικρός αποχωρισμός για λίγα έτη, γι’ αυτό και στην εκκλησία βιώνουμε την αίσθηση της χαρμολύπης. Λύπη για τον αποχωρισμό , αλλά χαρά διότι ο θάνατος καταργήθηκε και θα ξανασυναντηθούμε. Δεν θα βρούμε πουθενά επικήδειους λόγους στα τροπάρια της εκκλησίας διότι πολύ απλά όλα τα κείμενα ανθίζουν υμνολογικά από την οσμή της Αναστάσεως.
Αναφέρει ο Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής Δογματικής, Θεολογική Σχολή ΑΠΘ :
"Ο Θεός αποφασίζει τον θάνατο του κάθε ανθρώπου με βάση την παγγνωσία και την αγάπη του. Τούτο, πρακτικώς, σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος πεθαίνει στην καλύτερη χρονική στιγμή γι’ αυτόν. Κατά συνέπεια, μία ενδεχόμενη παράταση της ζωής μας, πέρα από το όριο, που έθεσε η αγάπη του Θεού για τον καθένα μας, θα είχε αρνητικό αποτέλεσμα στην ποιότητα της αιωνίου ζωής μας. Γι’ αυτό, θα πρέπει να δεχόμαστε την απόφαση του Θεού, για την οριοθέτηση της ζωής όλων των ανθρώπων, με ευγνώμονα και ευχαριστιακή διάθεση."
Έλεγε ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος :
«Αν είναι να πάω στον παράδεισο κόψτε μου το κεφάλι ΤΩΡΑ!».
Μα δεν έζησε τη ζωή του! Είναι άδικο!!!
Ποιος μας είπε ότι αυτό που βιώνουμε είναι η πραγματική ζωή; Και τι σημαίνει ζωή ; Με κοσμικά κριτήρια; Το άδικο τι κριτήρια έχει ; Μάλλον κοσμικά και εγωϊστικά. Με την ίδια λογική θα πρέπει να βρίζουμε τον Θεό την ημέρα που εορτάζουν παιδομάρτυρες! Δηλαδή παιδιά που πέθαναν για τον Χριστό! (πω πω Αδικία θα πουν κάποιοι, μα δεν έζησε τη ζωή του) Και ο Άγιος Παϊσιος δεν έζησε την ζωή του με την κοσμική έννοια. Μια ζωή σε βουνά και λαγκάδια χωρίς μπουζούκια και χαβαλέ. Το θέμα δεν είναι αν έζησε κάποιος την ζωή του αλλά ΤΙ ζωή έζησε, και ΠΩΣ έζησε αυτή τη ζωή. Αν η ζωή δεν έχει Χριστό, δεν είναι ζωή, είναι απλά μια βιολογική χρονική εξέλιξη ενός όντος που απλά του αρέσει να τρέφεται με ηδονές. Τα πτυχία, οι παντρειές, τα παιδιά, τα εγγόνια, οι περιουσίες δεν θα μας προσφέρουν τίποτα, είναι απλά ένα αλατοπίπερο , ένα εργαλείο πορείας, δρόμοι συνάντησης και πνευματικής μεταμόρφωσης που επιλέγει ο καθένας μέσα από τον χώρο της ελευθερίας του. Εξάλλου κάθε μέρα που περνάει είναι μέρα ευκαιρίας για μετάνοια και όχι για να "Γλεντήσουμε την ζωή μας".
Οι νεκροί κοιμούνται είτε είναι 5 χρονών είτε 55 είτε 105 και περιμένουν. Τα χρόνια δεν έχουν καμία σημασία. Όταν φεύγει ένας άνθρωπος από την ζωή στεναχωριώμαστε διότι χάνουμε κάτι που μας ανήκει για αυτό έρχεται και μεγάλη λύπη. Δεν καταλαβαίνουμε ότι απλά προσφέρεται στο Θεό κάτι που απλά είχαμε τιμή να μας στο δωρίσει εκείνος και στην ουσία βρίσκει τον προορισμό του στην δική του αγκαλιά. «Τα σα εκ των σων».
Πολλές φορές η λύπη από τον χαμό ενός ανθρώπου είναι και λύπη που θα χάσω τις προσδοκίες που είχα για αυτόν τον άνθρωπο πχ Να δω το παιδί μου παντρεμένο, να μου φέρει εγγόνια, να το παντρέψω, να το βλέπω να μεγαλώνει. Όλα αυτά είναι ανθρώπινες «λογικές» επιθυμίες και φυσικά είναι μεγάλη πληγή μια ανθρώπινη απώλεια και ιδιαίτερα ενός παιδιού αλλά δεν γνωρίζουμε το σχέδιο του Θεου για την σωτηρία του ανθρώπου. Το θέμα δεν είναι τι θέλω εγώ για το άλλον, αλλά τι συμφέρει την ζωή του δικού μου ανθρώπου για την σωτηρία του. Καλό και ανθρώπινο είναι να θέλουμε να ζήσουμε όλοι μέχρι τα 200 και να πηγαίναμε στον Παράδεισο αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι τα πράγματα.
Το θέμα μας δεν είναι ο σωματικός θάνατος αλλά ο πνευματικός. Το σώμα θα το χάσουμε διότι κινείται στην φθορά. Το θέμα μας είναι μην χάσουμε τον Χριστό και την σωτηρία. Δεν πρέπει να μας αφορά αν και πότε θα φύγουμε από την ζωή αλλά αν θα αντικρύσουμε τον Χριστό και τι απολογία θα δώσουμε.

Γιατί ο Θεός παίρνει τους νέους; Απάντηση απο τον Όσιο γέροντα Παϊσιο

Στην ερώτηση «γιατί ο Θεός επιτρέπει να πεθαίνουν τόσοι νέοι άνθρωποι;» ο Παΐσιος απαντά πως ο Θεός παίρνει τον κάθε άνθρωπο «στην καλύτερη στιγμή της ζωής του», «για να σώσει την ψυχή του». Ιδού το όλο σχέδιο:
«Εάν δει ότι κάποιος θα γίνει καλύτερος, τον αφήνει να ζήσει. Εάν δει όμως ότι θα γίνει χειρότερος, τον παίρνει για να τον σώσει. Μερικούς πάλι, που έχουν αμαρτωλή ζωή, αλλά έχουν τη διάθεση να κάνουν το καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό μόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέει: “Μην κουράζεσθε• αρκεί η καλή διάθεση που έχετε”. Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο παράδεισος χρειάζεται μπουμπούκια. Φυσικά, οι γονείς και οι συγγενείς είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβουν αυτό. Βλέπεις, πεθαίνει ένα παιδάκι, το παίρνει αγγελούδι ο Χριστός και κλαίνε και οδύρονται οι γονείς, ενώ έπρεπε να χαίρονται. Γιατί πού ξέρουν τι θα γινόταν, αν μεγάλωνε;»
Πρέπει έτσι να χαίρονται οι γονείς. Άλλωστε «από εκείνη τη στιγμή έχουν έναν πρεσβευτή στον Παράδεισο. Όταν πεθάνουν, θα ’ρθουν τα παιδιά τους με τα εξαπτέρυγα στην πόρτα του Παραδείσου να υποδεχθούν την ψυχή τους. Δεν είναι μικρό πράγμα αυτό!
«Στα παιδάκια πάλι που ταλαιπωρήθηκαν εδώ από αρρώστιες ή από κάποια αναπηρία ο Χριστός θα πει: “Ελάτε στον Παράδεισο και διαλέξτε το καλύτερο μέρος”. Και τότε εκείνα θα Του πουν: “Ωραία είναι εδώ, Χριστέ μας, αλλά θέλουμε και τη μανούλα μας κοντά μας”. Και ο Χριστός θα τα ακούσει και θα σώσει με κάποιον τρόπο και την μητέρα».
Υπάρχει άλλη ζωή , αυτό που ζούμε είναι προετοιμασία για την αιωνιότητα. Είναι τραγικό να βιώνουμε ως Ορθόδοξοι τον θάνατο ενός ανθρώπου  ως μηδενιστική καταστροφή, ως απώλεια παντοτινή, ως εξαφάνιση του ανθρώπου.
Στον θάνατο ο άνθρωπος ολοκληρώνεται…..Μην μας φοβίζει λοιπόν ο θάνατος διότι δεν υπάρχει …….Να φοβόμαστε μην χάσουμε τον Χριστό.
Είναι αντιφατικό να τρομάζουμε όταν ακούσουμε ότι το παιδί , ο άντρας μου, η γυναίκα μου αρρώστησαν και μπορεί να χάσουν την εδώ ζωή αλλά να μην μας απασχολεί καθόλου αν θα γίνουν μέτοχοι της αιωνιότητας.
Δεν υπάρχουν πεθαμένοι ή εξαφανισμένοι…Υπάρχουν κεκοιμημένοι που περιμένουν να ξυπνήσουν….
Ποιόν περιμένουν ; Αυτόν που «Καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος».
Πηγή: https://euxh.gr

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Η Παναγία Υπέρμαχος Στρατηγός στο έπος του 1940


Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού το είδα με τα μάτια μου και πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει;
Μιλιά...
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μάς πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια …κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε ».
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προ­χωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχι­σε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερό­νυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Απο­κλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «διά την αυριον» και τις κα­ταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθι­κό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέ­ναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος ».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύ­μα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μάς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περί­σταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μάς σώσει. Γονατι­στέ, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μάς βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλά­βαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαρι­στήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλε­μο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέ­ξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 174 & 178 Ιεράς Μονής Παρακλήτου)

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Πεντηκοστή- Οι Ευχές της Γονυκλισίας


Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν. Και ημών κλινόντων τα γόνατα επί γης, και ασκεπών όντων, αναγινώσκει ο Ιερεύς τας Ευχάς από του βήματος μεγαλοφώνως εις επήκοον πάντων.

Άχραντε, αμίαντε, άναρχε, αόρατε, ακατάληπτε, ανεξιχνίαστε, αναλλοίωτε, ανυπέρβλητε, αμέτρητε, ανεξίκακε Κύριε, ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ο ποιήσας τον ουρανόν, και την γην, και την θάλασσαν, και πάντα τα δημιουργηθέντα εν αυτοίς, ο προ του αιτείσθαι τοις πάσι τας αιτήσεις παρέχων. Σού δεόμεθα, και σε παρακαλούμεν, Δέσποτα φιλάνθρωπε, τον Πατέρα του Κυρίου, και Θεού, και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, του δι’ ημάς τους ανθρώπους, και διά την ημετέραν σωτηρίαν κατελθόντος εκ των ουρανών, και σαρκωθέντος εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της αειπαρθένου, και ενδόξου, Θεοτόκου. ος πρότερον μεν λόγοις διδάσκων, ύστερον δε και έργοις υποδεικνύς, ηνίκα το σωτήριον υφίστατο πάθος, παρέσχεν ημίν υπογραμμόν τοις ταπεινοίς, και αμαρτωλοίς, και αναξίοις δούλοις σου, δεήσεις προσφέρειν, εν αυχένος και γονάτων κλίσεσιν, υπέρ των ιδίων αμαρτημάτων, και των του λαού αγνοημάτων. Αυτός ούν, πολυέλεε και φιλάνθρωπε, επάκουσον ημών, εν η αν ημέρα επικαλεσώμεθά σε εξαιρέτως δε, εν τη ημέρα ταύτη της Πεντηκοστής, εν η, μετά το αναληφθήναι τον Κύριον ημών, Ιησούν Χριστόν εις τους ουρανούς, και καθεσθήναι εν δεξιά σού του Θεού και Πατρός, κατέπεμψε το άγιον Πνεύμα επί τους αγίους αυτού μαθητάς και Αποστόλους, ο και εκάθισεν εφ’ ένα έκαστον αυτών και επλήσθησαν άπαντες της ακενώτου χάριτος αυτού, και ελάλησαν ετέραις γλώσσαις τα μεγαλείά σου, και προεφήτευσαν. Νυν ούν δεομένων επάκουσον ημών, και μνήσθητι ημών των ταπεινών, και κατακρίτων, και επίστρεψον την αιχμαλωσίαν των ψυχών ημών, την οικείαν συμπάθειαν έχων υπέρ ημών πρεσβεύουσαν.
Δέξαι ημάς προσπίπτοντάς σοι, και βοώντας το, Ημάρτομεν. Επί σε επερρίφημεν εκ μήτρας, από γαστρός μητρός ημών, Θεός ημών συ ει, αλλ’ ότι εξέλιπον εν ματαιότητι αι ημέραι ημών, γεγυμνώμεθα της σης βοηθείας, εστερήμεθα από πάσης απολογίας. Αλλά θαρρούντες τοις οικτιρμοίς σου, κράζομεν. Αμαρτίας νεότητος ημών, και αγνοίας μη μνησθής, και εκ των κρυφίων ημών καθάρισον ημάς. Μη απορρίψης ημάς εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν ημών, μη εγκαταλίπης ημάς, πριν ημάς εις την γην αποστρέψαι, αξίωσον προς σε επιστρέψαι, και πρόσχες ημίν εν ευμενεία και χάριτι. Επιμέτρησον τας ανομίας ημών τοις οικτιρμοίς σου, αντίθες την άβυσσον των οικτιρμών σου, τω πλήθει των πλημμελημάτων ημών. Επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, Κύριε, επί τον λαόν σου τον περιεστώτα, και απεκδεχόμενον το παρά σού πλούσιον έλεος, επίσκεψαι ημάς εν τη χρηστότητί σου, ρύσαι ημάς εκ της καταδυναστείας του Διαβόλου, ασφάλισαι την ζωήν ημών τοις αγίοις και ιεροίς νόμοις σου, Αγγέλω πιστώ φύλακι παρακατάθου τον λαόν σου, πάντας ημάς συνάγαγε εις την Βασιλείαν σου, δος συγγνώμην τοις ελπίζουσιν επί σε, άφες αυτοίς και υμίν τα αμαρτήματα, καθάρισον ημάς τη ενεργεία του αγίου σου Πνεύματος, διάλυσον τας καθ’ημών μηχανάς του εχθρού.
Επισυνάπτει και ταύτην την Ευχήν
Ευλογητός ει, Κύριε, Δέσποτα παντοκράτορ, ο φωτίσας την ημέραν τω φωτί τω ηλιακώ, και την νύκτα φαιδρύνας ταίς αυγαίς του πυρός, ο το μήκος της ημέρας διελθείν ημάς καταξιώσας, και προσεγγίσαι ταίς αρχαίς της νυκτός, επάκουσον της δεήσεως ημών, και παντός του λαού σου, και πάσιν ημίν συγχωρήσας τα εκούσια και τα ακούσια αμαρτήματα, πρόσδεξαι τας εσπερινάς ημών ικεσίας, και κατάπεμψον το πλήθος του ελέους σου και των οικτιρμών σου επί την κληρονομίαν σου. Τείχισον ημάς αγίοις Αγγέλοις σου όπλισον ημάς όπλοις δικαιοσύνοις σου, περιχαράκωσον ημάς τη αληθεία σου, φρούρησον ημάς τη δυνάμει σου, ρύσαι ημάς εκ πάσης περιστάσεως, και πάσης επιβουλής του αντικειμένου. Παράσχου δε ημίν και την παρούσαν εσπέραν, συν τη επερχομένη νυκτί, τελείαν, αγίαν, ειρηνικήν, αναμάρτητον, ασκανδάλιστον, αφάνταστον, και πάσας τας ημέρας της ζωής ημών πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου, και πάντων των Αγίων των απ’ αιώνός σοι ευαρεστησάντων.
Ο Ιερεύς επεύχεται
Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο την σην ειρήνην δεδωκώς τοις ανθρώποις, και την του παναγίου Πνεύματος δωρεάν, έτι τω βίω και ημίν συμπαρών, εις κληρονομίαν αναφαίρετον τοις πιστοίς αεί παρέχων, εμφανέστερον δε ταύτην την χάριν τοις σοίς μαθηταίς και Αποστόλοις σήμερον καταπέμψας, και τα τούτων χείλη πυρίναις στομώσας γλώσσαις, δι’ ων παν γένος ανθρώπων την θεογνωσίαν, ιδία διαλέκτω, εις ακοήν ωτίου δεξάμενοι, φωτί του Πνεύματος εφωτίσθημεν, και της πλάνης ως εκ σκότους απηλλάγημεν, και τη των αισθητών και πυρίνων γλωσσών διανομή, και υπερφυεί ενεργεία, την εις σε πίστιν εμαθητεύθημεν, και σε θεολογείν, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι, εν μια θεότητι, και δυνάμει, και εξουσία κατηυγάσθημεν. Συ ούν το απαύγασμα του Πατρός, ο της ουσίας και της φύσεως αυτού απαράλλακτος, και αμετακίνητος χαρακτήρ, η πηγή της σωτηρίας και της χάριτος, διάνοιξον καμού του αμαρτωλού τα χείλη, και δίδαξόν με πως δεί, και υπέρ ων χρη προσεύχεσθαι. Συ γαρ ει, ο γινώσκων το πολύ των αμαρτιών μου πλήθος, αλλ’ η ση ευσπλαγχνία νικήσει τούτων το άμετρον, ιδού γαρ φόβω παρίσταμαί σοι, εις το πέλαγος του ελέους σου την απόγνωσιν απορρίψας της ψυχής μου. Κυβέρνησόν μου την ζωήν, ο πάσαν ρήματι την κτίσιν αρρήτω σοφίας δυνάμει κυβερνών, ο εύδιος των χειμαζομένων λιμήν, και γνώρισόν μοι οδόν, εν η πορεύσομαι.
Πνεύμα σοφίας σου, τοις εμοίς παράσχου διαλογισμοίς, Πνεύμα συνέσεως τη αφροσύνη μου δωρούμενος. Πνεύμα φόβου σου τοις εμοίς επισκίασον έργοις και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου, και Πνεύματι ηγεμονικώ το της διανοίας μου στήριξον ολισθηρόν, ίνα καθ’ εκάστην ημέραν, τω Πνεύματί σου τω αγαθώ, προς το συμφέρον οδηγούμενος, καταξιωθώ ποιείν τας εντολάς σου, και της σης αεί μνημονεύειν ενδόξου, και ερευνητικής των πεπραγμένων ημίν παρουσίας, και μη παρίδης με τοις φθειρομένοις του κόσμου εναπατάσθαι τερπνοίς, αλλά των μελλόντων ορέγεσθαι της απολαύσεως ενίσχυσον θησαυρών. Συ γαρ είπας, Δέσποτα, ότι περ, όσα αν τις αιτήσηται εν τω ονόματί σου, ακωλύτως παρά του σού λαμβάνει συναιδίου Θεού και Πατρός, διό καγώ ο αμαρτωλός, εν τη επιφοιτήσει του αγίου σου Πνεύματος, την σην ικετεύω αγαθότητα. Όσα ηυξάμην, απόδος μοι εις σωτηρίαν. Ναί, Κύριε, ο πάσης ευεργεσίας πλουσιοπάροχος δοτήρ αγαθός, ότι συ ει ο διδούς υπερεκπερισσού, ων αιτούμεθα. Συ ει ο συμπαθής, ο ελεήμων, ο αναμαρτήτως γεγονώς της σαρκός ημών κοινωνός, και τοις κάμπτουσι προς σε γόνυ, επικαμπτόμενος φιλευσπλάγχνως, ιλασμός τε γενόμενος των αμαρτιών ημών. Δος δη, Κύριε, τω λαώ σου τους οικτιρμούς σου, επάκουσον ημών εξ ουρανού αγίου σου, αγίασον αυτούς τη δυνάμει της σωτηρίου δεξιάς σου, σκέπασον αυτούς εν τη σκέπη των πτερύγων σου, μη παρίδης τα έργα των χειρών σου.
Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και σοι μόνω λατρεύομεν, ουκ οίδαμεν προσκυνείν Θεώ αλλοτρίω, ουδέ διαπετάζειν προς έτερον Θεόν τας εαυτών, Δέσποτα, χείρας. Άφες ημίν τα παραπτώματα, και προσδεχόμενος ημών τας γονυπετείς δεήσεις, έκτεινον πάσιν ημίν χείρα βοηθείας, πρόσδεξαι την ευχήν πάντων, ως θυμίαμα δεκτόν, αναλαμβανόμενον ενώπιον της σης υπεραγάθου βασιλείας.
Επισυνάπτει και ταύτην
Κύριε, Κύριε, ο ρυσάμενος ημάς από παντός βέλους πετομένου ημέρας, ρύσαι ημάς και από παντός πράγματος εν σκότει διαπορευομένου. Πρόσδεξαι θυσίαν εσπερινήν, τας των χειρών ημών επάρσεις. Καταξίωσον δε ημάς και το νυκτερινόν στάδιον αμέμπτως διελθείν, απειράστους κακών, και λύτρωσαι ημάς από πάσης ταραχής και δειλίας, της εκ του Διαβόλου ημίν προσγινομένης. Χάρισαι ταίς ψυχαίς ημών κατάνυξιν, και τοις λογισμοίς ημών μέριμναν, της εν τη φοβερά και δικαία σου κρίσει εξετάσεως. Καθήλωσον εκ του φόβου σου τας σάρκας ημών, και νέκρωσον τα μέλη ημών τα επί της γης, ίνα, και εν τη καθ’ ύπνον ησυχία, εμφαιδρυνώμεθα τη θεωρία των κριμάτων σου. Απόστησον δε αφ’ ημών πάσαν φαντασίαν απρεπή, και επιθυμίαν βλαβεράν. Διανάστησον δε ημάς εν τω καιρώ της προσευχής εστηριγμένους εν τη πίστει, και προκόπτοντας εν τοις παραγγέλμασί σου.
Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν.
Ο Ιερεύς την Ευχήν
Η αενάως βρύουσα ζωτική και φωτιστική πηγή, η συναίδιος του Πατρός δημιουργική δύναμις, ο πάσαν την οικονομίαν, διά την των βροτών σωτηρίαν, υπερκάλλως πληρώσας, Χριστέ, ο Θεός ημών. Ο θανάτου δεσμούς αλύτους, και κλείθρα Άδου διαρρήξας, πονηρών δε πνευμάτων πλήθη καταπατήσας, ο προσαγαγών σεαυτόν άμωμον υπέρ ημών ιερείον, το σώμα δούς το άχραντον εις θυσίαν, το πάσης αμαρτίας άψαυστόν τε και άβατον, και διά της φρικτής ταύτης, και ανεκδιηγήτου ιερουργίας, ζωήν ημίν αιώνιον χαρισάμενος, ο εις Άδου καταβάς, και μοχλούς αιωνίους συντρίψας, και τοις κάτω καθημένοις άνοδον υποδείξας, τον δε αρχέκακον και βύθιον δράκοντα, θεοσόφω δελεάσματι αγκιστρεύσας, και σειραίς ζόφου δεσμεύσας εν ταρτάρω, και πυρί ασβέστω, και σκότει εξωτέρω, διά της απειροδυνάμου σου κατασφαλισάμενος ισχύος, η μεγαλώνυμος σοφία του Πατρός, ο τοις επηρεαζομένοις μέγας επίκουρος φανείς, και φωτίσας τους εν σκότει, και σκιά θανάτου καθημένους. Συ, δόξης αενάου Κύριε, και Πατρός υψίστου Υιέ αγαπητέ, αίδιον φως, εξ αιδίου φωτός, Ήλιε δικαιοσύνης, επάκουσον ημών δεομένων σου, και ανάπαυσον τας ψυχάς των δούλων σου, των προκεκοιμημένων πατέρων και αδελφών ημών, και των λοιπών συγγενών κατά σάρκα, και πάντων των οικείων της πίστεως, περί ων και την μνήμην ποιούμεθα νυν, ότι εν σοι πάντων το κράτος, και εν τη χειρί σου κατέχεις πάντα τα πέρατα της γης. Δέσποτα παντοκράτορ, Θεέ Πατέρων, και Κύριε του ελέους, γένους θνητού τε και αθανάτου, και πάσης φύσεως ανθρωπίνης δημιουργέ, συνισταμένης τε και πάλιν λυομένης, ζωής τε και τελευτής, της ενταύθα διαγωγής, και της εκείθεν μεταστάσεως, ο χρόνους μετρών τοις ζώσι, και καιρούς θανάτου ιστών, κατάγων εις Άδου και ανάγων, δεσμεύων εν ασθενεία, και απολύων εν δυναστεία, ο τα παρόντα χρησίμως οικονομών, και τα μέλλοντα λυσιτελώς διοικών, ο τους θανάτου κέντρω πληγέντας, αναστάσεως ελπίσι ζωογονών. Αυτός Δέσποτα των απάντων, ο Θεός, ο Σωτήρ ημών, η ελπίς πάντων των περάτων της γης, και των εν θαλάσση μακράν, ο και εν ταύτη τη εσχάτη, και μεγάλη και σωτηρίω ημέρα της Πεντηκοστής, το μυστήριον της αγίας, και Ομοουσίου, και συναιδίου, και αδιαιρέτου, και ασυγχύτου Τριάδος υποδείξας ημίν, και την επιφοίτησιν και παρουσίαν του αγίου και ζωοποιού σου Πνεύματος, εν είδει πυρίνων γλωσσών, επί τους αγίους σου Αποστόλους εκχέας, και ευαγγελιστάς αυτούς θέμενος της ευσεβούς ημών πίστεως, και Ομολογητάς και κήρυκας της αληθούς αναδείξας θεολογίας, ο και εν αυτή τη παντελείω Εορτή και σωτηριώδει, ιλασμούς ικεσίους, υπέρ των κατεχομένων εν Άδη, καταξιώσας δέχεσθαι, μεγάλας τε παρέχων ημίν ελπίδας, άνεσιν τοις κατοιχομένοις των κατεχόντων αυτούς ανιαρών, και παραψυχήν παρά σού καταπέμπεσθαι. Επάκουσον ημών των ταπεινών, οικτρών δεομένων σου, και ανάπαυσον τας και ψυχάς των δούλων σου των προκεκοιμημένων, εν τόπω φωτεινώ, εν τόπω χλοερώ, εν τόπω αναψύξεως, ένθα απέδρα πάσα οδύνη, λύπη, και στεναγμός, και κατάταξον τα πνεύματα αυτών εν σκηναίς Δικαίων, και ειρήνης και ανέσεως αξίωσον αυτούς, ότι ουχ οι νεκροί αινέσουσί σε, Κύριε, ουδέ οι εν Άδη εξομολόγησιν παρρησιάζονται προσφέρειν σοι, αλλ’ ημείς οι ζώντες ευλογούμέν σε και ικετεύομεν, και τας ιλαστηρίους ευχάς και θυσίας προσάγομέν σοι υπέρ των ψυχών αυτών.
Επισυνάπτει και ταύτην την Ευχήν
Ο Θεός ο μέγας και αιώνιος, ο άγιος και φιλάνθρωπος, ο καταξιώσας ημάς και εν ταύτη τη ώρα στήναι ενώπιον της απροσίτου σου δόξης, εις ύμνον και αίνον των θαυμασίων σου, ιλάσθητι ημίν τοις αναξίοις δούλοις σου, και παράσχου χάριν, του μετά συντετριμμένης καρδίας αμετεωρίστως προσενεγκείν σοι την τρισάγιον δοξολογίαν, και την ευχαριστίαν των μεγάλων σου δωρεών, ων εποίησας και ποιείς πάντοτε εις ημάς. Μνήσθητι, Κύριε, της ασθενείας ημών, και μη συναπολέσης ημάς ταίς ανομίαις ημών, αλλά ποίησον μέγα έλεος μετά της ταπεινώσεως ημών, ίνα, το της αμαρτίας σκότος διαφυγόντες, εν ημέρα δικαιοσύνης περιπατήσωμεν, και ενδυσάμενοι τα όπλα του φωτός, ανεπιβουλεύτως διατελέσωμεν από πάσης επηρείας του πονηρού, και μετά παρρησίας δοξάσωμεν επί πάσι, σε τον μόνον αληθινόν και φιλάνθρωπον Θεόν. Σον γαρ ως αληθώς, και μέγα όντως μυστήριον, Δέσποτα των απάντων και ποιητά, η τε πρόσκαιρος λύσις των σων κτισμάτων, και η μετά ταύτα συνάφεια, και ανάπαυσις η εις αιώνας. Σοι χάριν επί πάσιν ομολογούμεν, επί ταίς εισόδοις ημών ταίς εις τον κόσμον τούτον, και ταίς εξόδοις, αι τας ελπίδας ημών της Αναστάσεως, και της ακηράτου ζωής, διά της σης αψευδούς επαγγελίας προμνηστεύονται, ης απολαύσαιμεν εν τη δευτέρα μελλούση παρουσία σου. Συ γαρ ει και της αναστάσεως ημών αρχηγός, και των βεβιωμένων αδέκαστος, και φιλάνθρωπος κριτής, και της μισθαποδοσίας Δεσπότης και Κύριος, ο και κοινωνήσας ημίν παραπλησίως σαρκός και αίματος, διά συγκατάβασιν άκραν, και των ημετέρων αδιαβλήτων παθών, εν τω εκουσίως εις πείραν καταστήναι, προσλαβόμενος σπλάγχνα οικτιρμών, και εν ω πέπονθας πειρασθείς αυτός, τοις πειραζομένοις ημίν γενόμενος αυτεπάγγελτος βοηθός, διό και συνήγαγες ημάς εις την σην απάθειαν. Δέξαι ούν, Δέσποτα, δεήσεις και ικεσίας ημετέρας, και ανάπαυσον πάντας τους πατέρας εκάστου, και μητέρας, και αδελφούς, και αδελφάς και τέκνα, και ει τι άλλο ομογενές και ομόφυλον, και πάσας τας προαναπαυσαμένας ψυχάς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου, και κατάταξον τα πνεύματα αυτών και τα ονόματα εν βίβλω ζωής, εν κόλποις Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, εν χώρα ζώντων, εις βασιλείαν ουρανών, εν Παραδείσω τρυφής, διά των φωτεινών Αγγέλων σου εισάγων άπαντας εις τας αγίας σου μονάς, συνέγειρον και τα σώματα ημών εν ημέρα, η ώρισας, κατά τας αγίας σου και αψευδείς επαγγελίας, ουκ έστιν ούν, Κύριε, τοις δούλοις σου θάνατος, εκδημούντων ημών από του σώματος, και προς σε τον Θεόν ενδημούντων, αλλά μετάστασις από των λυπηροτέρων επί τα χρηστότερα και θυμηδέστερα, και ανάπαυσις και χαρά. Ει δε και τι ημάρτομεν εις σε, ίλεως γενού ημίν τε και αυτοίς, διότι ουδείς καθαρός από ρύπου ενώπιόν σου, ουδ’ αν μία ημέρα η η ζωή αυτού, ειμή μόνος συ, ο επί γης φανείς αναμάρτητος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, δι’ ου πάντες ελπίζομεν ελέους τυχείν, και αφέσεως αμαρτιών. Διά τούτο ημίν τε και αυτοίς, ως αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός, άνες, άφες, συγχώρησον τα παραπτώματα ημών, τα εκούσια και τα ακούσια, τα εν γνώσει και εν αγνοία, τα πρόδηλα, τα λανθάνοντα, τα εν πράξει, εν διανοία, τα εν λόγω, τα εν πάσαις ημών ταίς αναστροφαίς, και τοις κινήμασι, και τοις μεν προλαβούσιν ελευθερίαν και άνεσιν δώρησαι, ημάς δε τους περιεστώτας ευλόγησον, τέλος αγαθόν και ειρηνικόν παρεχόμενος ημίν τε, και παντί τω λαώ σου, και ελέους σπλάγχνα και φιλανθρωπίας διανοίγων ημίν, εν τη φρικτή και φοβερά σου παρουσία, και της βασιλείας σου αξίους ημάς ποίησον.
Επισυνάπτει και ταύτην
Ο Θεός ο μέγας και ύψιστος, ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ο πάσαν την κτίσιν εν σοφία δημιουργήσας, Ο διαχωρήσας ανά μέσον του φωτός, και αναμέσον του σκότους, και τον ήλιον θέμενος εις εξουσίαν της ημέρας, σελήνην δε και αστέρας εις εξουσίαν της νυκτός, ο καταξιώσας ημάς τους αμαρτωλούς, και επί της παρούσης ημέρας προφθάσαι το πρόσωπόν σου εν εξομολογήσει, και την εσπερινήν σοι λατρείαν προσαγαγείν. Αυτός, φιλάνθρωπε Κύριε, κατεύθυνον την προσευχήν ημών, ως θυμίαμα ενώπιόν σου, και πρόσδεξαι αυτήν εις οσμήν ευωδίας. Παράσχου δε ημίν την παρούσαν εσπέραν, και την επιούσαν νύκτα ειρηνικήν, ένδυσον ημάς όπλα φωτός, ρύσαι ημάς από φόβου νυκτερινού, και από παντός πράγματος εν σκότει διαπορευομένου, και δώρησαι ημίν τον ύπνον, ον εις ανάπαυσιν τη ασθενεία ημών εδωρήσω, πάσης διαβολικής φαντασίας απηλλαγμένον. Ναί, Δέσποτα των απάντων, των αγαθών χορηγέ, ίνα, και εν ταίς κοίταις ημών κατανυγόμενοι, μνημονεύωμεν και εν νυκτί του παναγίου ονόματός σου, και τη μελέτη των σων εντολών καταυγαζόμενοι, εν αγαλλιάσει ψυχής διανιστώμεν προς δοξολογίαν της σης αγαθότητος, δεήσεις και ικεσίας τη ση ευσπλαγχνία προσάγοντες, υπέρ των ιδίων αμαρτιών, και παντός του λαού σου, ον ταίς πρεσβείαις της αγίας Θεοτόκου εν ελέει επίσκεψαι.
Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για την ισότητα των δύο φύλων : «Άντρες ήσαν οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία»


25 Ιανουαρίου: μνήμη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ναζιανζηνού.

(Από την διδασκαλία του επιλέξαμε ένα κείμενο που αφορά στις σχέσεις άνδρα-γυναίκας και είναι πρωτοποριακό για την εποχή του.)

Ο άγιος Γρηγόριος και η συνταγματική κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου

Για ποιο λόγο δηλαδή τιμωρούν τη γυναίκα ,ενώ συγχωρούν τον άντρα; Ενώ όταν η γυναίκα προσβάλλει το κρεβάτι του άντρα της διαπράττει μοιχεία και από το νόμο τιμωρείται γι’ αυτό βαριά, γιατί δεν τιμωρείται και ο άντρας όταν πηγαίνει με άλλες γυναίκες; Αυτήν την νομοθεσία δεν την αποδέχομαι και καταδικάζω αυτή την κατάσταση . «Άντρες ήσαν οι νομοθετούντες και κατά των γυναικών η νομοθεσία», επειδή και τα παιδιά τα έβαλαν κάτω από την εξουσία του πατέρα και δεν μερίμνησαν καθόλου για το ασθενέστερο φύλλο…
«Ένας είναι ο Δημιουργός του ανδρός και της γυναικός και από μια σάρκα είναι και οι δύο. Προέρχονται από μία εικόνα, και υπάρχει δι’ αυτούς ένας νόμος, ένας θάνατος και μία ανάστασις. Επίσης έχομε γίνει από άνδρα και από γυναίκα. Κοινό είναι το χρέος το οποίο οφείλουν τα τέκνα προς τους γονείς.

Πως λοιπόν απαιτείς μεν να είναι σώφρων η γυνή, συ δε δεν ανταποδίδεις εκείνο το οποίον ζητείς; Πως ζητείς εκείνο το οποίον δεν προσφέρεις; Πως βγάζεις διαφορετικούς νόμους δια σώμα όμοιο και ισάξιο; Εάν δε εξετάζεις και τα χειρότερα, άκουσε: Διέπραξε αμαρτία η γυναίκα; Το ίδιο έκαμε και ο Αδάμ. Τους εξηπάτησε και τους δύο ο όφις. Δεν επαρουσιάσθη το ένα πιο ασθενές και το άλλο πιο ισχυρό.

Θέλεις να εξετάσωμεν μήπως και τα καλύτερα; Ο Χριστός με το πάθος του τους σώζει και τους δύο.

Έγινε άνθρωπος δια τον άνδρα; Το ίδιο έγινε και δια την γυναίκα. Απέθανε προς χάριν του ανδρός; Σώζεται όμως και η γυναίκα με τον θάνατό του. 
Λέγεται ότι προέρχεται από το σπέρμα Δαβίδ.

Νομίζεις ενδεχομένως ότι με αυτό τιμάται ο άνδρας; Γεννάται όμως από την Παρθένον και αυτό είναι υπέρ των γυναικών. «Θα γίνουν», μεν λοιπόν, λέγει, «οι δύο, μία σάρκα» (Γένεση β’ 24). Και αυτή η μία σάρκα ας έχει την ίδια τιμή». 

(Λόγος ΛΖ, αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 5, σελ. 437- 439)
Πασίγνωστο απόσπασμα από ομιλία που εκφωνήθηκε στην ΚΠολη ενώπιον του αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου και πολλών αρχόντων, με αφορμή την ανισότητα κατά των γυναικών στη νομοθεσία
Εδώ, εκτός από το προφανές (την υπεράσπιστη της γυναίκας),  φαίνεται και ότι:
α) Ο άγιος θεωρεί τους νόμους προϊόν κοινωνικών συνθηκών και όχι κάτι με «θεϊκή αυθεντία», κάτι που η «φωτισμένη» Δύση «ανακάλυψε» μόλις περί το 17οαιώνα.
β) “Δε δέχομαι τη νομοθεσία” γράφει. Ο άγιος θεωρεί άκυρο το νόμο που θίγει τα δικαιώματα (κατ’ αυτόν αυτονόητα) ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων, όπως εν προκειμένω των γυναικών. Με άλλα λόγια, θέτει θέμα “συνταγματικότητας των νόμων”: ενός υπερνομικού κριτηρίου, που θα καθορίζει αν ένας νόμος είναι ηθικός – άρα έγκυρος – ή όχι!
Το κριτήριο αυτό, προφανώς, γι’ αυτόν είναι το ευαγγέλιο. Είναι αρκετό, αν το γνωρίζεις καλά, γιατί εκεί ο άνθρωπος φτάνει στην κορυφή της καταξίωσής του από τον ίδιο το Θεό, που γίνεται άνθρωπος.

Πηγή: https://antexoume.wordpress.com

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

ΠΡΟΛΑΒΑΙΝΩ ΩΣ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ;..


"Κάποιος γνωστός αυτές τις μέρες, έπεσε σε σοβαρές αμαρτίες. Μετάνιωσε. Και μου ‘γραψε: Ελπίζω ο Θεός να με συγχωρέσει ως τα Χριστούγεννα.
Ήθελα να του γράψω ότι ο Θεός δεν θα τον συγχωρέσει ως τα Χριστούγεννα, διότι απλά τον έχει ήδη συγχωρέσει πριν περίπου 2.000 χρόνια ένα μεσημέρι στο Γολγοθά.
Η άφεση, έχει ήδη δοθεί!! Άπαξ δια παντός.
Αυτό που κάνουμε τώρα - το μυστήριο της Εξομολόγησης - είναι μια ανάμνηση, αναβίωση, κι ανανέωση εκείνης της πράξης αγάπης, της συγχώρεσης και άφεσης. 
Δεν συγχωρούμαστε την ώρα που εξομολογούμαστε. Την ώρα που εξομολογούμαστε βιώνουμε πάλι την ίδια αυτή αγάπη του Θεού που ήδη δόθηκε, εκδηλώθηκε, ξεχύθηκε πλούσια πριν 20 αιώνες. 
Πρόσεξε τη λέξη ¨ήδη¨!!!
Ήδη!!!"
π. Ανδρέας Κονάνος

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

«ΣΕ ΚΑΘΕ ΣΟΥ ΘΛΙΨΗ ΝΑ ΛΕΣ ΑΡΓΑ-ΑΡΓΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ: “ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ”» -π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Ἔχεις δεῖ τώρα τήν ἄνοιξη;

 Ἀντί ἄλλης Πασχάλιας εὐχῆς θά σᾶς μεταφέρω τά χαρμόσυνα ἀναστάσιμα βιώματα τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Πορφυρίου, ὅπως τά ἔζησα μιά Τρίτη Διακαινησίμου στό κελλάκι του.
 Μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό συνηθισμένο καρδιογράφημα, μέ παρεκάλεσε νά μή φύγω. Κάθησα στό σκαμνάκι κοντά στό κρεββάτι του. Ἔλαμπε ἀπό χαρά τό πρόσωπό του. Μέ ρώτησε:

– Ξέρεις τό τροπάριο πού λέει «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν…»;
– Ναί, γέροντα, τό ξέρω.
– Πές το.

Ἄρχισα γρήγορα-γρήγορα:

 «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου, ἀπαρχήν˙ καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν πατέρων Θεόν καί ὑπερένδοξον».

– Τό κατάλαβες;
– Ἀσφαλῶς τό κατάλαβα.
Νόμισα πώς μέ ρωτάει γιά τήν ἑρμηνεία του. Ἔκανε μία ἀπότομη κίνηση τοῦ χεριοῦ του καί μοῦ εἶπε:

– Τίποτε δέν κατάλαβες, βρέ Γιωργάκη! Ἐσύ τό εἶπες σάν βιαστικός ψάλτης… Ἄκου τί φοβερά πράγματα λέει αὐτό τό τροπάριο: Ὁ Χριστός μέ τήν Ἀνάστασή Του δέν μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα ποτάμι, ἀπό ἕνα ρῆγμα γῆς, ἀπό μιά διώρυγα, ἀπό μιά λίμνη ἤ ἀπό τήν Ἐρυθρά Θάλασσα. Μᾶς πέρασε ἀπέναντι ἀπό ἕνα χάος, ἀπό μία ἄβυσσο, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν περάσει ὁ ἄνθρωπος μόνος. Αἰῶνες περίμενε ὁ κόσμος αὐτό τό Πάσχα, αὐτό τό πέρασμα. Ὁ Χριστός μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή. Γι᾽ αὐτό σήμερα «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾅδου τήν καθαίρεσιν». Χάθηκε ὁ θάνατος. Τό κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε τήν «ἀπαρχή» τῆς «ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου», τῆς ζωῆς κοντά Του.
         Μίλαγε μέ ἐνθουσιασμό καί βεβαιότητα. Συγκινήθηκε.
         Σιώπησε γιά λίγο καί συνέχισε πιό δυνατά:

– Τώρα δέν ὑπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, Ἅδης. Τώρα ὅλα εἶναι χαρά, χάρις στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀναστήθηκε μαζί Του ἡ ἀνθρώπινη φύση. Τώρα μποροῦμε κι ἐμεῖς νά ἀναστηθοῦμε, νά ζήσουμε αἰώνια κοντά Του… Τί εὐτυχία ἡ Ἀνάσταση!    

       «Καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον». Ἒχεις δεῖ τά κατσικάκια τώρα τήν ἄνοιξη νά χοροπηδοῦν πάνω στό γρασίδι; Νά τρῶνε λίγο ἀπό τή μάνα τους καί νά χοροπηδοῦν ξανά; Αὐτό εἶναι τό σκίρτημα, τό χοροπήδημα. Ἔτσι ἔπρεπε κι ἐμεῖς νά χοροπηδοῦμε ἀπό χαρά ἀνείπωτη γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας καί τήν δική μας.

       Διέκοψε καί πάλι τόν λόγο του. Ἀνέπνεα μιά εὐφρόσυνη ἀτμόσφαιρα.

-Μπορῶ νά σοῦ δώσω μιά συμβουλή; συνέχισε. Σέ κάθε θλίψη σου, σέ κάθε ἀποτυχία σου, σέ κάθε πόνο σου, νά συγκεντρώνεσαι μισό λεπτό στόν ἑαυτό σου καί νά λές ἀργά-ἀργά αὐτό τό τροπάριο. Θά βλέπεις ὅτι τό μεγαλύτερο πρᾶγμα στή ζωή σου -καί στή ζωή τοῦ κόσμου ὅλου- ἔγινε. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἡ σωτηρία μας. Καί θα συνειδητοποιεῖς ὅτι ἡ ἀναποδιά πού σοῦ συμβαίνει εἶναι πολύ μικρή γιά νά χαλάσει τήν διάθεσή σου.
            Μοῦ ᾽σφιξε τό χέρι, λέγοντας:

-Σοῦ εὔχομαι νά «σκιρτᾶς» ἀπό χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου τό χάος ἀπό τό ὁποῖο μᾶς πέρασε ὁ Ἀναστάς Κύριος, «ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων». Ψάλλε τώρα καί τό «Χριστός Ἀνέστη»…

τοῦ Γεωργίου Παπαζάχου, καρδιολόγου (†)

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!!!
Πηγή: https://christianvivliografia.wordpress.com