Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θέληση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα θέληση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς και να το κάνεις!


Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις

Ως παιδιά ονειρευόμασταν, φανταζόμασταν, καταστρώναμε σχέδια. Δεν είχε σημασία κατά πόσο ήταν εφικτά αυτά τα σχέδια. Δεν ήταν αυτό το νόημα, η ουσία.

Η ονειροπόληση ήταν διασκεδαστική. Μας έκανε να προσδοκούμε κάτι, να περιμένουμε κάτι. Η ρεαλιστικότητα ή όχι του ονείρου μας, του στόχου μας, λίγο μας επηρέαζε, λίγο μας φόβιζε.

Μεγαλώνοντας και περνώντας πλέον στην ενηλικίωση, δυστυχώς προσγειωθήκαμε απότομα. Τα μαζέψαμε τα όνειρα μας. Περιοριστήκαμε στο εφικτό, στο βατό, στο ευκόλως πραγματοποιήσιμο.

Μια θεωρία λέει, πως στη σημερινή κοινωνία ο άνθρωπος τείνει να καταστέλλει τις επιθυμίες του και τα ένστικτά του, οπότε όλα αυτά τα καταπιεσμένα θέλω, η καταπιεσμένη προσωπικότητα, τα τρομαγμένα σχέδια ζωής, βγαίνουν στη διάρκεια των ονείρων.

Σε μια εποχή που η κοινωνία είναι αποφασισμένη να ρουφήξει όχι μόνο την ελπίδα μας για το μέλλον αλλά και την ενέργεια μας, μπορούμε απλώς να αφεθούμε και να βουλιάξουμε με τους υπόλοιπους.

Να γίνουμε η άπραγη, φοβισμένη, “καημένη” μάζα, ή μπορούμε να πατήσουμε δυνατά στα πόδια μας και να αρνηθούμε να παραδοθούμε. Να αρνηθούμε να παραδώσουμε τα όνειρα μας δίχως να δώσουμε την μάχη μας.

Αν αντικαταστήσουμε την λέξη όνειρο με κάτι πιο “χειροπιαστό” για το ρεαλιστικό πλέον, ενήλικο μυαλό μας, με την λέξη στόχος, ίσως καταλάβουμε καλύτερα, ίσως αντιληφθούμε τι πάμε να εγκαταλείψουμε. Αν ένα όνειρο είναι μονάχα ένα όνειρο, ένας στόχος είναι ένα όνειρο με σχέδιο και προθεσμία.

Και ένας άνθρωπος δίχως στόχους τι ακριβώς είναι; Τι λόγο ύπαρξης έχει; Ποιος μας είπε ότι επιτρέπεται να κάνουμε εκπτώσεις στα όνειρα μας;

Γιατί θα πρέπει να υπομείνω, να σκύψω το κεφάλι στην εκμετάλλευση και στη κοροϊδία; Επειδή οι εποχές είναι δύσκολες, επειδή δεν υπάρχουν δουλειές και ευκαιρίες πρέπει να δεχτώ παθητικά και μίζερα ό,τι μου προσφέρουν, η καλύτερα ό,τι ψίχουλα μου προσφέρουν; Ψίχουλα ονειρευτήκαμε; Που πήγαν τα όνειρα για καλύτερη ζωή; Τα όνειρα για μια δουλειά που μας ευχαριστεί, που καλύπτει τις επιθυμίες και τα θέλω μας;

Έχουμε γίνει πια φοβισμένοι ενήλικες που αφήνουν τις πράξεις τους, τις επιλογές τους να επηρεάζονται και να ορίζονται από τους φόβους τους. Φόβος πως αν δε συμβιβαστούμε με αυτά τα ψίχουλα, δε θα βρεθεί κάτι καλύτερο στο δρόμο μας. Φόβος πως δεν έχουμε πια δύναμη, δεν έχουμε πια τα προσόντα να κάνουμε την διαφορά.

Ο φόβος μας, υπερνικά τις άλλοτε φιλοδοξίες μας, και χωρίς φιλοδοξίες τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να αρχίσει. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί αν δεν το ονειρευτούμε πρώτα.

Είναι διαφορετικό να ονειρευόμαστε ρεαλιστικά – γιατί αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε – απ΄το να ονειρευόμαστε φοβισμένα, μικρά ή ακόμη χειρότερα να μην ονειρευόμαστε καθόλου.

Η τραγωδία της ζωής δεν είναι να μην πετυχαίνεις τους στόχους σου, να μη πραγματοποιείς τα όνειρα σου. Η πραγματική τραγωδία είναι να μη έχεις στόχους να πετύχεις, όνειρα να πραγματοποιήσεις.

Πρέπει να πατήσουμε πόδι σε μια κοινωνία που μας θέλει φοβισμένους, σε μια εποχή που μας ταΐζει φόβους και ανασφάλειες. Πρέπει να βγούμε εκεί έξω και να κάνουμε αυτό που φοβόμαστε να κάνουμε. Τίποτα δεν είναι αδύνατο γι’ αυτόν που πραγματικά προσπαθεί, γι’ αυτόν που το παλεύει.

Γι’ αυτόν που δεν μένει μοιρολατρικά άπραγος, αναπολώντας τις μέρες επιτυχίας και ευημερίας, αλλά έχοντας “πιάσει πάτο”, έχοντας βιώσει την απόρριψη, την απελπισία, αφήνει μέσα του, επιβάλλει στον εαυτό του να μεγαλώσει μέσα του η θέληση για ζωή και η όρεξη για μελλοντικά επιτεύγματα. Ο άνθρωπος που αφήνει την δράση να τον καταλύσει είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται και ελπίζει.

Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την καινούργια πραγματικότητα. Ναι είναι δύσκολα, ναι θα πρέπει να καταβάλλουμε την διπλάσια προσπάθεια για να πετύχουμε τους στόχους μας, ναι θα βρούμε πόρτες κλειστές και μικρές, αδιάφορες προσφορές.

Αλλά αν πάψουμε να ψάχνουμε, αν συμβιβαστούμε στα μικρά και στα αδιάφορα, δεν πρόκειται να βρεθεί μπροστά μας αυτό που πραγματικά μας αξίζει και μας γεμίζει. Εμπόδια βλέπουμε μόνο αν πάρουμε τα μάτια μας απ’ τον στόχο μας, εφιάλτης γίνεται ένα όνειρο μόνο αν το αφήσουμε στα χέρια κάποιού άλλου.

Η διαρκής και επίμονη αισιοδοξία είναι αυτή που θα πολλαπλασιάσει την δύναμη μας και θα μας οδηγήσει στο στόχο μας. Πρέπει να κρατηθούμε γερά επάνω της και να μη χάσουμε την πίστη μας για τα όνειρα μας. Είναι αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς.

” Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις”


Πηγή: sxeseiszois.wordpress.com

          http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Ο δράκος και η θλίψη

Κάποτε υπήρχε ένα χωριό ψηλά σ’ ένα βουνό, με λιγοστούς κατοίκους, γύρω στις εκατό οικογένειες. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν πολύ αρμονικά και ευτυχισμένα μεταξύ τους. Ποτέ δεν αντιμετώπιζαν προβλήματα, ήταν πάντα γελαστοί και αισιόδοξοι.
Μια μέρα, εμφανίστηκε στο χωριό ένας δράκος. Κατέβηκε από τα βουνά και εγκαταστάθηκε σε μια σπηλιά πάνω από τα σπίτια τους. Κάθε τόσο κατέβαινε στο χωριό και έτρωγε από έναν χωρικό — άντρα, γυναίκα, παιδί, δεν έκανε διακρίσεις. Οι χωρικοί είχαν πανικοβληθεί, δεν ήξεραν πώς να τον αντιμετωπίσουν. Ο ένας μετά τον άλλον οι πιο γενναίοι άντρες του χωριού οπλίζονταν και πήγαιναν να παλέψουν μαζί του. Όμως ο δράκος πάντα νικούσε και τους σκότωνε.
Οργάνωσαν μια ομάδα επίθεσης από δέκα άντρες, οπλισμένους με μαχαίρια και κάθε λογής όπλα και του επιτέθηκαν στη φωλιά του. Ο δράκος, με μια ανάσα-φωτιά, τους έκαψε όλους μονομιάς. Όταν πια είχαν απελπιστεί, μάζεψαν τα υπάρχοντα τους και μετακόμισαν σε ένα γειτονικό χωριό εκεί κοντά. Ο δράκος όμως τους ακολούθησε και εξακολουθούσε να τους επιτίθεται και να τους σκοτώνει έναν έναν.
Τότε, εμφανίστηκε στο χωριό ένας άντρας νέος, κοντούλης και αδύνατος και τους είπε: «Εγώ θα σκοτώσω το δράκο».
Όλοι γέλασαν μαζί του και τον κορόιδεψαν έμοιαζε στη δύναμη με μικρό παιδί!
«Θα σε κάνει μια χαψιά», του έλεγαν. Εκείνος όμως —Μέμος ήταν τ’ όνομα του— πήρε ένα μικρό μαχαίρι, ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι ψωμί και ξεκίνησε για τη φωλιά του δράκου.
Πλησίασε αργά και αθόρυβα, για να μην τον πάρει χαμπάρι, και του έστησε καραούλι. Περίμενε μέχρι να νυχτώσει για τα καλά και, όταν ο δράκος αποκοιμήθηκε και άρχισε να ροχαλίζει, πήδηξε γρήγορα γρήγορα μέσα στο στόμα του και κατέβηκε στην κοιλιά του. Εκεί κάθισε ήσυχα σε μια γωνιά, έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και άρχισε να κόβει την κοιλιά του δράκου από μέσα. Κάθε μέρα που περνούσε έκοβε κι από ένα μικρό κομματάκι.
Ο δράκος, που ήταν τεράστιος, στην αρχή δεν καταλάβαινε τίποτε. Ύστερα από λίγες μέρες, άρχισε να έχει αφόρητους πόνους και να μην μπορεί πια να φάει. Ο Μέμος, με υπομονή και επιμονή, έκοβε κάθε μέρα και λίγο περισσότερο από την κοιλιά του. Ακόμα κι όταν σώθηκε το νερό και το ψωμί που είχε πάρει μαζί του, εκείνος, εξαντλημένος και πεινασμένος, συνέχιζε να κόβει.
Οι χωρικοί πίστεψαν ότι ο Μέμος είχε πεθάνει, ότι τον είχε φάει ο δράκος, όπως τους υπόλοιπους. Έλεγαν μάλιστα ότι ήταν τόσο ανόητος αυτός, που πήγε και μπήκε μόνος του στο στόμα του δράκου! Καθώς περνούσαν οι μέρες και ο δράκος δεν έκανε πια επιθέσεις, παραξενεύτηκαν.
Μετά από ένα μήνα, μαζεύτηκαν όλοι έξω από τη σπηλιά του δράκου και τον παρακολουθούσαν να σφαδάζει από τους πόνους, να χτυπιέται, να βγάζει φωτιές, αλλά χωρίς να μπορεί να σηκωθεί.
Και ξαφνικά, ο δράκος ξεψύχησε μ’ ένα εκκωφαντικό αγκομαχητό. Άνοιξε τότε η κοιλιά του και βγήκε από μέσα ο Μέμος! Οι χωρικοί έμειναν άφωνοι για λίγο και ύστερα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν και να χειροκροτούν τον ήρωα τους. Τον σήκωσαν στα χέρια και τον οδήγησαν στην πλατεία του χωριού για να του αποδώσουν τις τιμές που του έπρεπαν.
Αφού του έδωσαν να πιει νερό και να φάει καλά, τον ρώτησαν πώς τα κατάφερε, ένας τόσος δα ανθρωπάκος, να σκοτώσει το δράκο, κάτι που δεν είχαν καταφέρει δέκα δυνατοί άντρες μαζί. Και ο Μέμος τους είπε: «Το μυστικό είναι να μπεις μέσα στο θεριό, πριν προλάβει εκείνο να σε φάει. Να μπεις με τη θέληση σου, καλά προετοιμασμένος και να έχεις υπομονή κι επιμονή. Θα σου πάρει καιρό, αλλά τελικά θα καταφέρεις να το σκοτώσεις. Όταν είσαι μέσα του ζωντανός, δεν μπορεί να σε πολεμήσει. Ο χρόνος είναι ο σύμμαχος σου. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα μικρό μαχαίρι».
...
Η Μαρίνα έμεινε για λίγο σιωπηλή και μετά του είπε:
«Υπέροχη ιστορία, Αλέκο μου, πραγματικά. Δε νομίζω όμως πως καταλαβαίνω τι θες να μου πεις».
«Ο δράκος, Μαρίνα, είναι η θλίψη, το πένθος. Μπορεί να παρουσιαστεί στη ζωή σου εντελώς ξαφνικά και αν δεν ξέρεις πώς να το αντιμετωπίσεις, θα σε φάει. Αν προσπαθήσεις να το αγνοήσεις, είσαι σίγουρα χαμένος. Αν πάλι πας να το πολεμήσεις βιαστικά και να το χτυπήσεις ενώ είσαι απ’ έξω, θα σε νικήσει. Ο μόνος τρόπος να το νικήσεις είναι να μπεις μέσα του και να το πολεμήσεις μεθοδικά. Κάθε μέρα κι από λίγο. Με υπομονή και επιμονή. Το μαχαίρι του Μέμου είναι η δύναμη της θέλησης που έχει ο καθένας μας. Και ο χρόνος ο σύμμαχος μας. Καταλαβαίνεις τώρα;»

Απόσπασμα από το βιβλίο «Το παιδί της αγάπης» της Μαρίας Τζιρίτα