Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

O κύκλος της ζωής, μας τα γυρνάει όλα πίσω


Κάποια μέρα ένας άνδρας είδε μια γριά γυναίκα που καθόταν στην άκρη του δρόμου, αλλά ακόμη και στο λιγοστό φως της ημέρας, μπορούσε να διακρίνει ότι χρειαζόταν βοήθεια…
Έτσι παρκάρισε το παλιό του αυτοκίνητο μπροστά στην Μερσεντές της και βγήκε από το αμάξι. Εδώ και αρκετές ώρες κανείς δεν είχε σταματήσει να την βοηθήσει. Θα της έκανε κακό; Δεν φαινόταν από τους καλούς τύπους, φαινόταν πεινασμένος και φτωχός. Εκείνος διέκρινε ότι ήταν φοβισμένη, καθώς καθόταν εκεί έξω μέσα στο κρύο.
Κατάλαβε αμέσως πως αισθανόταν η γυναίκα. Εκείνος είπε: “ Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω. Γιατί δεν κάθεσαι να περιμένεις μέσα στο αυτοκίνητο που είναι πιο ζεστά;. Ονομάζομαι Κώστας Ιωάννου.”
Το μόνο πρόβλημα είναι ότι είχε ένα σκασμένο λάστιχο, αλλά για την ηλικιωμένη, αυτό ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα. Ο Κώστας έσκυψε κάτω από το αμάξι και έβαλε τον γρύλο τραυματίζοντας τους αγκώνες του. Σύντομα άλλαξε το λάστιχο. Αλλά είχε λερωθεί και τραυματιστεί.
Καθώς έσφιγγε τα μπουλόνια, η γυναίκα κατέβασε το παράθυρο και άρχισε να του μιλά.
Του είπε ότι είναι από τον Άγιο Στέφανο και απλά περνούσε από την περιοχή. Δεν ήξερε πώς να τον ευχαριστήσει για την βοήθεια του.
Ο Γιάννης απλά χαμογέλασε κλείνοντας το πόρτ μπαγκάζ. Η γυναίκα τον ρώτησε τι του οφείλει. “ Δώστε μου ότι θέλετε,” απάντησε ο Κώστας. Η γυναίκα είχε σκεφθεί τι θα μπορούσε να της είχε συμβεί αν δεν σταματούσε ο περαστικός.
Ο Κώστας το ξανασκέφτηκε για το αν θα έπρεπε να πληρωθεί. Αυτή δεν ήταν η δουλειά του. Αυτή ήταν μια βοήθεια σε κάποιον που είχε ανάγκη και θυμήθηκε πόσοι τον είχαν βοηθήσει κατά το παρελθόν. Είχε περάσει όλα του τα χρόνια έτσι και του φαινόταν παράξενο να κάνει κάτι διαφορετικό.
Της είπε ότι αν ήθελε να τον ξεπληρώσει, την επόμενη φορά που θα έβλεπε κάποιον που χρειαζόταν βοήθεια θα μπορούσε να τον βοηθήσει σε ότι χρειαζόταν συμπληρώνοντας, “ Να θυμάστε εμένα.”
Περίμενε μέχρι να βάλει μπρος την μηχανή και να φύγει. Ήταν μια κρύα και καταθλιπτική μέρα, αλλά αισθανόταν πολύ καλά καθώς οδηγούσε προς το σπίτι.
Μερικά χιλιόμετρα παρακάτω η γυναίκα είδε μια μικρή καφετέρια. Σταμάτησε για να πάρει κάτι να φάει αλλά και να ξεμουδιάσει τα πόδια της. Ήταν ένα πολύ φιλόξενο στέκι. Εξωτερικά υπήρχαν δύο παλιές αντλίες βενζίνης.
Το όλο σκηνικό ήταν πολύ διαφορετικό. Η γκαρσόνα την πλησίασε με μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα βρεγμένα της μαλλιά. Είχε ένα πολύ γλυκό χαμόγελο, παρά την κούραση που είχε από την ολοήμερη εργασία. Η γυναίκα διαπίστωσε ότι η γκαρσόνα ήταν οκτώ μηνών έγκυος αλλά δεν επέτρεπε να φανούν οι δυσκολίες της κατάστασής της. Η γριά γυναίκα αναρωτήθηκε πως κάποιος που έχει τόσο λίγα δίνει τόσο πολλά σε ένα άγνωστο. Τότε θυμήθηκε τον Κώστα.
Μόλις ολοκλήρωσε το γεύμα πλήρωσε με εκατό Ευρώ. Η γκαρσόνα πήγε να φέρει τα ρέστα, αλλά η ηλικιωμένη είχε ήδη βγει από την πόρτα. Είχε απομακρυνθεί αρκετά. Η γκαρσόνα αναρωτήθηκε που μπορεί να έχει πάει.
Μετά είδε κάτι γραμμένο επάνω σε μια χαρτοπετσέτα: “Δεν μου οφείλεις τίποτα. Έχω βρεθεί και εγώ σε αυτή την κατάσταση. Κάποιος κάποτε με βοήθησε, με τον τρόπο που σε βοηθώ τώρα και εγώ.
Αν πραγματικά θέλεις να μου επιστρέψεις τα ρέστα, να τι θα κάνεις, μην επιτρέψεις την αλυσίδα της αγάπης να κλείσει.” Κάτω από την χαρτοπετσέτα βρήκε άλλα 500 Ευρώ.
Δάκρυα κύλισαν από τα μάτια της καθώς το διάβασε.
Υπήρχαν τραπέζια που ήθελαν καθάρισμα, βαζάκια ζάχαρης να γεμίσει και άλλοι πελάτες να εξυπηρετήσει, αλλά η γκαρσόνα τα κατάφερε μια χαρά μέχρι το τέλος της ημέρας.
Το βράδυ που έπεσε να ξαπλώσει, σκεφτόταν τα χρήματα που της είχε δώσει η γυναίκα αλλά και αυτά που της είχε γράψει. Πώς να γνώριζε άραγε η ηλικιωμένη γυναίκα πόσο πολύ αυτή και ο άνδρας της χρειαζόταν τόσο πολύ τα χρήματα;.
Με το μωρό να έρχεται τον επόμενο μήνα, θα ήταν δύσκολα… Ήξερε πόσο προβληματισμένος ήταν ο άντρας της, καθώς κοιμόταν δίπλα της. Έσκυψε και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί και του ψιθύρισε” ;
Όλα θα πάνε καλά. Σ’αγαπώ Κώστα Ιωάννου.
Υπάρχει μια παλιά φράση που λέει “ Ό,τι κάνεις, γυρίζει.”
Πηγή: Αναπνοές

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2017

Η αγάπη απορρίπτει τις ταμπέλες -Leo Buscaglia


Ο Έμερσον μιλώντας για ένα απλό αγριόχορτο, είπε ότι πρόκειται για “ένα φυτό του οποίου οι αρετές δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί”. Αναρωτιέμαι πόσους ανθρώπους έχουμε περιφρονήσει σαν αγριόχορτα, επειδή, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, μας φάνηκε ότι δεν άξιζαν την αγάπη και την προσοχή μας.
Οι άνθρωποι με τους οποίους επιλέγουμε να συνδεθούμε είναι προφανώς προσωπικές επιλογές, και έτσι πρέπει να είναι. Έχω την αίσθηση ωστόσο, ότι ο κόσμος θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρων και πολύ λιγότερο περιορισμένος αν εξετάζαμε πιο προσεκτικά τις ταμπέλες και τις δικαιολογίες που χρησιμοποιούμε για να κρατήσουμε αποστάσεις από τους άλλους. Αν το κάναμε, μάλλον θ΄ανακαλύπταμε ότι αυτές οι βολικές κατηγοριοποιήσεις βασίζονται σε απαρχαιωμένες κασέτες που συνεχίζουν να παίζουν μέσα στο κεφάλι μας.
Στην προσπάθειά μας να εντάξουμε σε κατηγορίες τους ανθρώπους, καταλήγουμε να ελαχιστοποιήσουμε την αξία τους ή να τους αποκλείουμε για λόγους εντελώς αβάσιμους: χρησιμοποιούμε ως κριτήριο την ηλικία, το φύλο, την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, το χρώμα της επιδερμίδας, τη θρησκεία, την εθνικότητα…οτιδήποτε για να κρατηθούμε μακριά από όσους είναι διαφορετικοί από εμάς.
Αυτό, φυσικά, μας απαλλάσσει από τον κόπο να αναπτύσσουμε ανεξάρτητη, αυτόνομη σκέψη και να αξιολογούμε κάθε άτομο ως ξεχωριστή και άξια σεβασμού προσωπικότητα. Είναι πολύ πιθανό οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που συναντάμε να αξίζουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερη προσοχή απ΄όση τους δίνουμε.
Και ποιός ξέρει; Μπορεί να ξαφνιαστούμε ανακαλύπτοντας ότι τελικά δεν είναι αγριόχορτα, αλλά μάλλον λουλούδια, κι εμείς παραλείπαμε να σταθούμε για να τα εκτιμήσουμε….
Leo Buscaglia 
«Γεννημένοι να αγαπάμε. Στοχασμοί για την αγάπη»

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

Τα όνειρα τρέφουν την ψυχή



Ποτέ δεν κάνει να εγκαταλείπουμε το όνειρο μας ! Τα όνειρα τρέφουν την ψυχή μας όπως ακριβώς η τροφή τρέφει το σώμα μας . Όσες φορές κι αν χρειαστεί να γευτούμε πίκρες στη ζωή μας και να βλέπουμε τις ελπίδες μας να ναυαγούν, εμείς πρέπει να συνεχίσουμε παρ’ όλα αυτά να ονειρευόμαστε..»


                                                                                                                        Paolo Coelho 

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Κάνε το καλό και θα το βρεις μπροστά σου!


Κάνε το καλό...
Σ' ένα χωριό στη Σκοτία, αρχές του 1890. Μια βροχερή και χειμωνιάτικη μέρα, όπως σχεδόν όλες. Ο γεροδεμένος άντρας καταγινόταν στο χωράφι του, προσπαθώντας έτσι να κερδίσει τον επιούσιο για την οικογένειά του.

Ξαφνικά άκουσε μια φωνή να καλεί σε βοήθεια από το γειτονικό βάλτο.

Αμέσως ο φτωχός αγρότης παράτησε τα εργαλεία του και έτρεξε προς τα εκεί, όπου βρήκε ένα νέο αγόρι χωμένο ως τη μέση στη λάσπη να κραυγάζει απελπισμένα προσπαθώντας να ελευθερωθεί.

Ο αγρότης καθησύχασε το αγόρι και σε λίγο κατάφερε να το τραβήξει απ' τη λάσπη, σώζοντάς το από βέβαιο θάνατο.

Την επόμενη μέρα μια πολυτελής άμαξα έφτασε στο σπίτι του. Ένας πλούσιος και όπως φαινόταν από αριστοκρατική γενιά άντρας κατέβηκε και συστήθηκε ως ο πατέρας του αγοριού που είχε σώσει ο αγρότης.

"Θέλω να σας ανταμείψω. Σώσατε τη ζωή του γιου μου" είπε ο καλοντυμένος άντρας στον αγρότη. "Δεν μπορώ να δεχτώ πληρωμή γι' αυτό που έκανα", του απάντησε εκείνος. Την ίδια στιγμή ο μικρός γιος του αγρότη βγήκε στην πόρτα του φτωχικού τους.

"Είναι γιος σας;" Ρώτησε ο επισκέπτης.

"Μάλιστα" απάντησε με υπερηφάνεια ο αγρότης.

"Τότε σας προτείνω κάτι: Να μου επιτρέψετε να προσφέρω στο γιο σας την ίδια εκπαίδευση με το δικό μου, που χωρίς τη δική σας παρέμβαση δε θα ζούσε".

Ο αγρότης δέχτηκε με μεγάλη χαρά κι έτσι ο γιος του φοίτησε στα καλύτερα σχολεία και στο τέλος πήρε το δίπλωμά του από την Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου St. Marie του Λονδίνου. Μέσα σε λίγα χρόνια ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς γιατρούς του κόσμου.

Πολύ αργότερα ο γιος του αριστοκράτη άντρα που είχε σωθεί μικρός στο βάλτο, προσβλήθηκε από πνευμονία. Κόντεψε να πεθάνει, όμως σώθηκε χάρη στην πενικιλίνη που είχε εφεύρει ο διάσημος πλέον γιατρός, ο γιος του φτωχού αγρότη.....

Το όνομά του; Αλέξανδρος Φλέμινγκ. Το όνομα του γιου του αριστοκράτη `Αγγλου που σωζόταν για δεύτερη φορά από την ίδια οικογένεια;

Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ. 


Πηγή: http://perivolipanagias.blogspot.gr/

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2017

Πεταλούδες...


Μέσα στο γκρίζο της καθημερινότητας..
υπάρχουν και οι πεταλούδες..
μικρές...πολύχρωμες..
τολμούν να πετάξουν και ας ξέρουν ότι αυτό..
μπορεί και να είναι το τελευταίο τους ταξίδι!!
Γιατί τελικά η ομορφιά της ζωής..
βρίσκεται στη μοναδικότητα της στιγμής..
που μόλις πέρασε!!


A.Παπαδάκη

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Ο Θεός υπάρχει σε μια αγκαλιά..


Αγκαλιά. Προσωπικά την θεωρώ ως τον μοναδικό τρόπο ώστε να εκφράσει το σώμα μια μεγάλη ροή έντονων συναισθημάτων. Συναισθημάτων αγάπης, ανάγκης, αφοσίωσης, χαράς, ευτυχίας, έντασης, θαυμασμού, πόνου, λύπης, απογοήτευσης και έναν σωρό ακόμη, που αυτή τη στιγμή μου διαφεύγουν. Είναι ο τρόπος που το σώμα μας μεταδίδει τους παλμούς του, την ενέργεια του αν θέλετε, και είτε μεταδίδει, είτε δέχεται, είτε θεραπεύει, είτε απολαμβάνει, είτε απαλύνει τα παραπάνω.
Προσωπικά πάλι, νιώθω ότι ο μηχανισμός της δουλεύει τόσο, μα τόσο καλά, χτυπώντας ένα μοναδικό γκλινκ σε άτομα με τα οποία υπάρχει αυτό που λέμε «χημεία». Είναι στιγμές που αναρωτιέμαι τι θα έκανα χωρίς κάποιες συγκεκριμένες αγκαλιές, άλλες που πέρασαν από τη ζωή μου, άλλες που προσέφερα, άλλες που παρεξηγήθηκαν και άλλες που πέταξα ακόμη ακόμη χωρίς αντίκρισμα. Δυστυχώς υπάρχουν και αυτές που εσύ μπορείς να ανοίγεις τα χέρια και την καρδιά σου, αλλά ο άλλος θα στα δώσει πίσω να τα ξανακρεμάσεις πάνω σου και θα σε στείλει κιόλας να πας να πνιγείς, καθώς το «κάστρο» του το φυλάει αυστηρώς σε άβατο.
Γυρίζω τότε που ήμουν παιδί και ένιωθα ότι στην αγκαλιά της μητέρας μου, τίποτα δεν με ακουμπούσε. Όλα εκεί μέσα μπορούσαν να θεραπευτούν με μιας και ο κάθε πόνος ευθύς γινόταν πιο μαλακός. Όλα εκεί μέσα έμοιαζαν πιο εύκολα. Θυμάμαι στον πρώτο μου έρωτα.Ήμουν δεκατριών και δεν είχα ιδέα πόσο μπορεί ένας έρωτας να πονέσει. Είχαμε γνωριστεί ένα Πάσχα σε μία επίσκεψη, και είχαμε περάσει ένα ολόκληρο βράδυ να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων.
Εκείνος ζούσε στην Αθήνα κι εγώ στον Βόλο. Χαιρετηθήκαμε και ευχηθήκαμε να ξαναβρεθούμε. Το ίδιο βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Το επόμενο πρωί ένιωθα έναν τεράστιο κόμπο να φράζει την ανάσα μου και δάκρυα να παλεύουν να κρατηθούν μέσα στα μάτια μου.
– Τι σου συμβαίνει; Με ρώτησε η μαμά μου χαμογελώντας. Πάντα χαμογελούσε με το ύφος«εννοείται ξέρω ήδη την απάντηση οπότε πρόσεχε τι θα μου πεις…»
– Τίποτα. Απάντησα και ο κόμπος ανέβαινε πιο πάνω κουβαλώντας μαζί του τους κολλητούς του τα αναφιλητά .
– Αυτό το τίποτα, είναι αγόρι και μένει μακριά;
Στο δεύτερο ερωτηματικό άνοιξε η κάνουλα και βγήκε ένα συνονθύλευμα δακρύων, μύξας και αναφιλητών. Δεν μπορούσα να μιλήσω, αφού με έπνιξαν.
– Έλα εδώ! Με μιας βρέθηκα στην αγκαλιά της να κλαίω και να τρέμω σαν το ψάρι έξω από το νερό. Είχα ερωτευτεί! Ήταν γεγονός. Όλο μου το μέσα είχε γεμίσει απόγνωση. με όση απόγνωση μπορεί να φέρει αυτός ο πρώτος έρωτας. Πωπω! Ένιωθα ότι ήταν τόση πολλή! Στις μεγαλύτερες μου κατακτήσεις είχα πάντα μια αγκαλιά να με φυλάει μέσα της και να χοροπήδα μαζί μου από χαρά και ένταση μαζί.
Έχω να καμαρώνω ότι από αληθινές αγκαλιές δεν ξέμεινα ποτέ. Ούτε όμως και τις τσιγκουνεύτηκα. Νοιώθω πώς όσες αγκαλιές έδωσα, άλλες τόσες ίσως και περισσότερες πήρα. Είναι όμως πραγματική ευτυχία, όσο και ευλογία να ξέρεις ότι κάπου, είτε κοντά, είτε μακριά μα καλύτερα δίπλα σου, υπάρχει μια αγκαλιά έτοιμη να ανοίξει για εσένα. Μια αγκαλιά, που μέσα της θα νοιώσεις ότι τίποτα μα τίποτα δεν είναι ικανό και αρκετό ώστε να σε αγγίξει. Μια αγκαλιά που θα είναι ικανή να σε θεραπεύσει κιόλας άμα χρειαστεί. Μια αγκαλιά που δεν θα λυγίσει στο βάρος σου, αλλά θα σταθεί εκεί κι ας σπάσει σε χίλια κομμάτια μετά όταν θα την αφήσεις. Μια αγκαλιά που θα πετάξει μαζί σου από τη δική σου τη χαρά. Σαν της μαμάς.
Όταν μαλώνω την κόρη μου, τρέχει στην αγκαλιά μου. Δυστυχώς πλέον έχει μάθει το κόλπο και το εκμεταλλεύεται κιόλας, όμως θέλω να ξέρει ότι η αγκαλιά μου θα είναι πάντα για εκείνη ανοιχτή. Ο Αχιλλέας όταν χτυπάει εξαιτίας της μωρουδίστικης αρτσουμπαλιάς του, μου απλώνει τα χέρια και το κλάμα του αλλάζει όταν βρίσκεται στα μπράτσα μου. Όταν αρπάζομαι με τον Γιάννη, το ίδιο βράδυ θα γείρω δίπλα του και θα τον αγκαλιάσω, εκτός αν είμαι πολύ θυμωμένη που θα περιμένω να κοιμηθεί ώστε να το κάνω. Πραγματικά θεωρώ ότι μέσα από την αγκαλιά όλα φαντάζουν πιο απλά. Γιατί να βάζουμε μέτρο και δη σταγονόμετρο στο πως θα προσφέρουμε κάτι τόσο όμορφο; Κι αν παρεξηγηθεί; Χμμμμμμμμ. Πράγματι. Μπορεί όντως να παρεξηγηθεί. Φανταστείτε όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε να μοιράζουμε αγκαλιές; Όχι. Δεν λέω κάτι τέτοιο. Στην αρχή άλλωστε ανέφερα την αγκαλιά ως εκδήλωση κάποιου έντονου συναισθήματος με δέκτη κάποιον με τον οποίο να νιώθουμε μια χι άνεση. Νιώθω όμως ότι αξίζει μια δοκιμή. Όσο δύσκολο κι αν είναι. Μια αγκαλιά που θα φέρει κι άλλη αγκαλιά, γιατί ποτέ μια αγκαλιά δεν έρχεται μόνη. Και όλα θα γίνουν με μιας πιο απαλά. Πιο «βατά». θα μπορούσα ακόμη και να σας το υποσχεθώ.
«Αν αναρωτιέστε που μπορεί να υπάρχει ο Θεός, σας λέω ότι δεν υπάρχει ούτε σε εκκλησίες ούτε σε εικονοστάσια, ούτε σε μεγάλους σταυρούς. Μέσα στις αληθινές αγκαλιές βρίσκεται και μέσα από εκεί χαριτώνει τους πιστούς του. Ανοίξτε τα χέρια και μοιραστείτε τις αγκαλιές σας χωρίς φόβο. Μόνο μέσα στην αγκαλιά ανθίζει η αγάπη. Αυτή η αγάπη είναι ο Θεός…» Πατέρας Μιχαήλ Κισσός Πηλίου 6/11/2011
Έτσι έκλεισε η τελετή του γάμου μου… Κρίμα που ήμαστε πολύ λίγοι αυτοί που τον ακούσαμε…

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Αυτόν τον χρόνο θέλω να κάνω ό,τι δεν έκανα μέχρι τώρα


Ό,τι κρατούσα για να το κάνω αύριο, να το ζήσω αύριο ή κάποια άλλη πιο κατάλληλη στιγμή.
Μα πάλι σκέφτομαι, πως δεν θα υπάρξω ποτέ πιο όμορφη, πιο νέα, πιο χαρούμενη, πιο πλήρης για να ζήσω αυτά τα όμορφα και τα πολλά που ονειρεύομαι.
Αυτόν τον χρόνο θέλω να ζήσω ό,τι δεν έζησα, να γευτώ ό,τι δεν γεύτηκα, να αγαπήσω ό,τι δεν αγάπησα, να δω ό,τι δεν είδα.
Αφήνουμε γι’αυτό το απόμακρο αύριο να μορφωθούμε, να γυμναστούμε και να κάνουμε ό,τι αγαπάμε. Μα κι ακόμα να μελετήσουμε τον εαυτό μας. Τα δύσκολα πάντα τ’αφήνουμε για αύριο. Αυτά τα δύσκολα που όσο πιο γρήγορα τα λύσεις τόσο πιο χαρούμενο κι ελεύθερο θα σε κάνουν…κι αυτά , τ’αφήνουμε για αύριο.
Κρατάμε κομμάτια της ψυχής μας δεσμευμένα, θέλοντας να τα αφιερώσουμε ολοκληρωτικά στην μεγάλη στιγμή που ίσως έρθει αύριο. Περιμένουμε αύριο να λεφτερώσουμε την ψυχή μας από τα πάθη μας και να αντιμετωπίσουμε τους φόβους που μας κυνηγάν καιρό.
Μα περιμένουμε αύριο να ζήσουμε; Να δώσουμε την ψυχή μας ολάκερη για έναν σκοπό, ν’αφιερώσουμε τον εαυτό μας σ’αυτό που αγαπούμε... αύριο... λίγο περισσότερο από σήμερα. Περιμένουμε αύριο να δώσουμε λίγη ζωή στη ζωή μας.
Και ονειρευόμαστε μόνο για τ’αύριο. Γι’αυτό το αύριο το μακρινό και απροσδιόριστο, χωρίς ποτέ κανείς να σκέφτεται πως και το χθες ήταν κι αυτό τ’ αύριο μιας μέρας.
Και; Τα έκανες όλα αυτά αυτό το αύριο; Και το αύριο θα γίνει χθες χωρίς να περπατήσεις εκεί που σχεδίαζες να περπατήσεις ¨αύριο¨ ή χωρίς να αγκαλιάσεις αυτόν που αγαπάς… και πόσα άλλα δεν έκανες που τα κρατούσες γι’αυριο.
Για αύριο που θα’σαι πιο πλούσιος, πιο υγιής, πιο όμορφος, πιο καλοδιάθετος, πιο συνειδητοποιημένος, πιο ελεύθερος, πιο καλοντυμένος, πιο κοινωνικός, πιο…, πιο…, πιο…. Κι όταν περάσουν τα ¨αύριο¨περιμένοντας, μπορεί να φτάσει η μέρα να καταλάβεις πως αύριο δεν υπάρχει πια.
Και τότε ν’αρχίσεις να ζεις με το χθες απογοητευμένος που κι αυτό ακόμα το’χανες. Δεν το ζούσες γιατί περίμενες το αύριο. Δεν του δινόσουν ολοκληρωτικά γιατί περίμενες αύριο να δωθείς, να αφιερωθείς. Και τότε αρχίζεις να μιλάς για το χθες.
Αρχίζεις να σκαλίζεις τις μέρες και τις στιγμές σου μία μία για να δεις αν τελικά τα’ ζησες τα μεγάλα που περίμενες χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Αν τελικά οι άνθρωποι της ζωής σου ήταν αυτοί που ήθελες κοντά σου ή αυτοί που περίμενες ¨αύριο¨ να απομακρύνεις.
Αν έκανες την δουλειά που αγαπούσες ή μόνο αυτή που σου πρόσφερε χρήματα και δόξα και την έκανες παροδικά μιας και ¨ αύριο¨ θα δημιουργούσες την δουλειά που θα σε έκανε ευτυχισμένο.
Αν οι ώρες της καθημερινότητάς σου ήταν όσο γεμάτες δημιουργία θα’θελες ή αν κι αυτό για αύριο τα’άφηνες. Αν διάβασες τα βιβλία που ήθελες, αν είδες τις ταινίες για τις οποίες άκουγες, αν ταξίδεψες σε τόπους που πάντα ονειρευόσουν…¨αύριο¨.
Μεγάλη παγίδα το ¨αύριο¨και το ¨χθες¨. Χάνουμε τη ζωή μας μην γνωρίζοντας αν αυτό που ζούμε τώρα το επιλέγουμε. Μας παίρνει η μπάλα της καθημερινότητας και δεν συνειδητοποιούμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Δεν παίρνουμε απόσταση να αξιολογήσουμε τις μέρες μας, τις περιόδους μας, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μας.
Μιλάμε για τ’αύριο απροσδιόριστα σα να’μαστε αιωνόβιοι και να’χουμε 5 ζωές μπροστά μας. Και πάντα κρατάμε τα πολλά για τ’αύριο. Για την στιγμή την πιο όμορφη, την πιο μεγάλη, την πιο έντονη. Όλα γι’αυτήν τα κρατάμε, την ψυχή μας, το νου μας, το είναι μας.
Ζώντας ψεύτικα στον κόσμο του σήμερα περιμένοντας αύριο να ζήσουμε στ’αλήθεια. Μα αναρωτήσου μια στιγμή.
Μπορείς να ζήσεις στ’αλήθεια; Στο σήμερα;
Μελπομένη Παπαδημητρίου

“Καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη…” (παραμονή πρωτοχρονιάς με τον Φώτη Κόντογλου)

Του αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
…Χρυσά χέρια και πολλά χαρίσματα μου έδωσε ο Κύριος. Δεν τα μεταχειρίσθηκα για να αποχτήσω υλικά αγαθά, μήτε χρήματα, μήτε δόξα, μήτε κανενός είδους καλοπέραση. Τα μεταχειρίσθηκα προς δόξαν του Κυρίου και της Ορθοδοξίας του.
Όχι μόνο τον εαυτό μου παράβλεψα, μα και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου τα αδίκησα, κατά το πνεύμα του κόσμου.
Κανένας άνθρωπος δεν στάθηκε τόσο ανίκανος να βοηθήσει τους συγγενείς του, όσο εγώ. Μ’ όλο που είχα ένα όνομα και πολλούς θαυμαστές, ποτέ δεν τα μεταχειρίσθηκα για ωφέλειά μου, τόσο, ώστε ν’ απορούν οι γνωστοί μου κι οι ξένοι.

Ήμουνα προσηλωμένος στο έργο που έβαλα για σκοπό μου, και στον σκληρόν αγώνα για την Ορθόδοξη πίστη μας. Για τούτο τυραννιστήκαμε και τυραννιόμαστε στη ζωή μας. Φτωχός εγώ, φτωχά και τα παιδιά μας. Βιοπάλη σκληρή.
Μα, με την ελπίδα του Θεού, όλα γαληνεύουν. Όλα τα θλιβερά τα περνούμε με ευχαριστία. Ξέρω πως όσα βάσανα μας έρχονται, μας έρχονται γιατί δεν πέσαμε να προσκυνήσουμε τον διάβολο, να καλοπεράσουμε, παρά ακολουθούμε Εκείνον που μας δείχνει «την στενήν και τεθλιμμένην οδόν», και σ’ αυτόν τον δρόμο τον ακολουθούμε πρόθυμα….
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ’ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτο απ’ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ’ έναν παλιόν καστρότοιχο….
Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος, Μαρία η Απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τί χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «Ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολαταύτα στ’ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαι­νότανε αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα.
Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι’ αυτό είπε ο Δαυίδ:«Πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ’ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμένη και κείνη μέσα μου.
Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ’ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο.
Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεκτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώ­θουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάποιο πράγμα που είναι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται, και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύθηκα κατά το πνεύμα, κι ένοιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που η αντρία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βα­στάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τί είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπί­σθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κιάλλοι προστάτες γι’ αυτόν, παρεκτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω».
Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ’ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώσω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις».
Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πως χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ’ αγαθά, μ’ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιοσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!».
Άλλη φορά τον άκουγα, μ’ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούσω ολότελα. Έμενα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα και που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ’ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε.
Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι’ αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμιασμένον που ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος και γι’ αυτό έ­χουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ’ αληθινά χαρά κι ευτυχία.
Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ’ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεκτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη. Για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μιαν ελπίδα της καρδιάς που τις αξώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι’ αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα κι από την καταφρό­νεση του κόσμου, για ν’ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα. Αλλοιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ’ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ’ Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα» μα τώρα κατάλαβα πως ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ’ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμον τούτον, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι’ αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ’ όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε ν’ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ’ ασημωμένο Ευαγγέλιο.
Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τί ποιούσι». Τί κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει όλη τούτη η οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. Ω κατάδικοι, τί ξεγελοιώσαστε;«Ίνα τί αγαπάτε ματαιότητα και ζητήτε ψεύδος;».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις
του ακαταβλήτου αγωνιστού
αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965
Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» Θεσσαλονίκη 
antexoume.wordpress.com/

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2017

New Year’s Resolutions


Να ξεφυσάς ελεύθερα. -Να φαντάζεσαι ανεμπόδιστα. -Να ονειρεύεσαι άνευ ορίων. -Να αγαπάς δυνατά, με πάθος και άνευ όρων. -Να γαληνεύει η ψυχή σου με τη θάλασσα. -Να κοιτάς ψηλά και να χαζεύεις τον ουρανό. -Να μην φοβάσαι να παραπατήσεις. -Να γεμίζεις αγκαλιές. -Να μοιράζεσαι. -Να χάνεσαι μέσα στο πλήθος. -Να αποζητάς την ηρεμία και την γαλήνη. -Να δίνεις την ψυχή σου όπου νιώθεις σπίτι σου. -Να συγχωρείς. -Να φροντίζεις έναν άνθρωπο αδύναμο. -Να νοιάζεσαι. -Να προσπερνάς λοξοδρομώντας ό, τι σε χαλάει. -Να εύχεσαι ότι μπορείς να κάνεις τις ευχές σου να συμβούν. -Να απομονώνεσαι όταν έτσι νιώθεις την ανάγκη. -Να μην ψυχαναγκάζεσαι για κανέναν και για τίποτα. -Να διώχνεις μακριά τους τοξικούς ανθρώπους. -Να ακούς τα συναισθήματα σου. -Να αφήνεις πίσω σου την ανεπάρκεια. -Να μη σκας για ό,τι δεν μπορείς να αλλάξεις.

 Ελένη Πολυματίδου


Πηγή: 
http://www.exostispress.gr

ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΤΗΣ!


ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΤΗΣ!
Εύχομαι τη νέα αυτή χρονιά να πιστέψεις ότι όλα όσα λαχταρά η ψυχή σου,
θα γίνουν!!
Μην τα απωθείς  με τη μιζέρια σου, μα να τα ελκύεις, με τη λαχτάρα σου!
Και για όσα τελικά δεν γίνουν, να έχεις τη μεγάλη πίστη ότι και πάλι
θα τα καταφέρεις!
Θα αντέξεις, θα το ξεπεράσεις και δεν θα διαλυθείς.
Είναι σίγουρο ότι μπορείς να ζεις με ευτυχία, ασχέτως των εξελίξεων
γύρω σου!
Διότι, η χαρά αναβλύζει από μέσα σου!
Εύχομαι, προσεύχομαι και αφήνω όλα αυτά - τα δικά μου, τα δικά σου,
όλων μας - στην Αγάπη του Τριαδικού Θεού.
Καλή χρονιά!!
Χρόνια πολλά σε όλους!
                                    Π. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΝΑΝΟΣ

ΠΗΓΗ: facebook.com/AndreasKonanosPage