Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Το Παράπονο- Οδυσσέας Ελύτης



Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία;
Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, ναχρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σʼ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά
πάντα, πάντα θα ʽναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Το Παράπονο, Οδυσσέας Ελύτης


Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το άσυλο - Κ. Gibran


Ό,τι είμαστε είναι αποτέλεσμα του τι σκεφτόμαστε. Τριγύριζα στους κήπους ενός ασύλου για παράφρονες, όταν γνώρισα έναν νεαρό άνδρα που διάβαζε ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Η συμπεριφορά του και η προφανής καλή υγεία του, τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους τροφίμους.
Κάθισα δίπλα του και ρώτησα:
«Τι κάνεις εδώ;»
Με κοίταξε, έκπληκτος. Και βλέποντας ότι δεν ήμουν ένας από τους γιατρούς, απάντησε:
«Είναι πολύ απλό.
Ο πατέρας μου, ένας λαμπρός δικηγόρος, ήθελε να γίνω σαν αυτόν.
Ο θείος μου, ο οποίος κατέχει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ήλπιζε πως θα ακολουθήσω το παράδειγμά του.
Η μητέρα μου ήθελε να είμαι η εικόνα του αγαπημένου της πατέρα.
Η αδελφή μου έβαζε τον σύζυγό της πάνω από εμένα φέρνοντάς τον ως παράδειγμα του επιτυχημένου άνδρα.
Ο αδελφός μου προσπάθησε να με προπονήσει έως ότου γίνω διάσημος αθλητής όπως ο ίδιος.
Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, με τον καθηγητή πιάνου και τον καθηγητή των Αγγλικών – ήταν όλοι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι ότι ήταν το καλύτερο δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.
Κανένας από αυτούς δεν με κοίταξε ως ένα άτομο, αλλά ήταν σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα να εγγραφώ στο άσυλο. Τουλάχιστον εδώ μπορώ να είμαι ο εαυτός μου».
Χαλίλ Γκιμπράν