Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

Να γελάς τις στιγμές που όλοι θα περιμένουν να πέσεις.


Να γελάς τις στιγμές που όλοι θα περιμένουν να πέσεις.
Να κλαις όταν το νιώθει η ψυχή σου και να μην ντρέπεσαι για τα δάκρυα σου.
Να χορεύεις σε έναν ρυθμό που μόνο εσύ ακούς.
Να χαλάς χατίρια, όταν σε περιμένουν να βυθιστείς... και να χάνεσαι στα κύματα μέχρι να δυναμώσεις αρκετά και να γυρίσεις.

Να ακούς το ένστικτό σου και να περπατάς στις διαδρομές που θα σε οδηγεί.
Να απολαμβάνεις το ταξίδι… εκείνο το ταξίδι που θα κάνεις με τον εαυτό σου.
Εκείνο το ταξίδι που δεν θα ξέρεις τον προορισμό του, δεν θα ξέρεις καν πού πας.
Μόνο θα προχωράς κατά κει που θα σε πηγαίνει το ένστικτο σου.
Πίσω σου θα έχεις αφήσει γνωστούς κι αγνώστους και η χαλασμένη πυξίδα σου θα είναι στραμμένη πάντα σε ένα λιμάνι που δεν θα το βρεις ποτέ.
Σε μια Ιθάκη που χάθηκε από τον χάρτη.
Σε ένα μέρος που οι ξένοι θα ξέρουν να σου πουν ποιος είσαι και τι κρύβεις μέσα σου.
Εκείνοι που σε εσένα θα μπορέσουν να δουν τις αλήθειες που εσύ αγνοείς.
Στα μάτια τους θα δεις τον ξεχασμένο εαυτό τους και θα ξαναπιάσεις το νήμα από την αρχή.
Γνωστή ανάμεσα σε αγνώστους…
Και πού ξέρεις... μπορεί εκεί, με μια χαλασμένη πυξίδα στα χέρια και το ένστικτο για συνοδηγό... να βρεις ένα λιμάνι...

Σοφία Παπαηλιάδου

Πηγή: loveletters.gr

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

Κάποτε υπήρξες και εσύ ένα παιδί.


Κάποτε υπήρξες και εσύ ένα παιδί.
Το αγοράκι μίας μάνας, το κοριτσάκι ενός μπαμπά…
Και ας μεγάλωσες και ας σκλήρυνες και ας άλλαξες από τις έγνοιες της ζωής.
Κάποτε, όπως όλοι, ήσουν και εσύ ένα απλά παιδί.
Ένα μικρό παιδί, με μάτια γεμάτα καλοσύνη, με χέρια που ήξεραν να κάνουν μόνο αγκαλιές. Ένα παιδάκι κουτσοδόντικο, που όταν χαμογελούσες φωτίζονταν γύρω σου ο τόπος.
Ήσουν και εσύ ένα παιδί, που κούρνιαζες στην αγκαλιά της μάνας σου και που δεν άφηνες το χέρι της μέχρι να κοιμηθείς. Ένα παιδί, που περίμενες πως και πως τον μπαμπά σου να σου χαμογελάσει, να σε πάρει μια αγκαλιά, να σου αφιερώσει λίγο χρόνο.
Ήσουν ένα παιδί που κρυβόσουνα κάτω από το πάπλωμα όταν κάτι σε φόβιζε πολύ, ένα παιδί που όταν έκλαιγες κρυφά, στέγνωναν τα δάκρυά στα μάγουλά σου.
Δεν ήθελες πολλά. Την οικογένειά σου, τους φίλους σου και καμία λιχουδιά. Ήταν αρκετά. Ήσουν ευτυχισμένο.
Γιατί στα λέω όλα αυτά;
Γιατί δε θέλω να ξεχάσεις. Δε θέλω να ξεχάσεις τη πλευρά σου αυτή.
Δε θέλω να ξεχάσεις πως ακόμα και σήμερα, είσαι το αγοράκι μίας μάνας, το κοριτσάκι ενός μπαμπά…
Και ας έχεις μεγαλώσει…
Ελευθεριάδης Γ. Ελευθέριος
Ψυχολόγος