Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές.
Το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα΄ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα΄ ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ΄ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Τάσος Λειβαδίτης 

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Το ρολόι που σταμάτησε στις εφτά, Jorge Bucay


Αγαπώ αυτό το ρολόι γιατί νιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω...


Σ’ έναν από τους τοίχους του δωματίου μου κρέμεται ένα ωραίο παλιό ρολόι που δε δουλεύει πια.

Οι δείκτες του, σταματημένοι, δείχνουν πάντοτε την ίδια ώρα: εφτά ακριβώς. Σχεδόν πάντα, το ρολόι είναι μόνο ένα άχρηστο διακοσμητικό πάνω σ’ έναν ασπριδερό και άδειο τοίχο.

Ωστόσο, υπάρχουν δύο στιγμές στη διάρκεια της μέρας, δύο φευγαλέες στιγμές, που το παλιό ρολόι μοιάζει να ανασταίνεται από τις στάχτες του σαν το φοίνικα. Όταν όλα τα ρολόγια της πόλης μέσα στην τρελή τους πορεία δείχνουν εφτά, όταν όλοι οι κούκοι και τα μηχανικά γκονγκ σημάνουν εφτά φορές, το παλιό ρολόι της κάμαρας μου δείχνει να παίρνει ζωή.

Δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ, το ρολόι μου νιώθει σε απόλυτη αρμονία με το υπόλοιπο σύμπαν. Αν κάποιος κοίταζε το ρολόι εκείνες τις δύο στιγμές θα έλεγε ότι λειτουργεί στην εντέλεια…

Μόλις, όμως, περάσει εκείνη η στιγμή, όταν όλα τα ρολόγια πάψουν να σημαίνουν και οι δείκτες τους συνεχίσουν το μονότονο δρόμο τους, το παλιό μου ρολόι χάνει το βηματισμό του και παραμένει πιστό σ’εκείνη την ώρα που κάποτε σταμάτησε. Εγώ αγαπώ αυτό το ρολόι. Κι όσο περισσότερο μιλώ γι’ αυτό, τόσο περισσότερο το αγαπώ.

Γιατί νιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω. Είμαι κι εγώ σταματημένος σε μια στιγμή. Κι εγώ νιώθω καρφωμένος και ακίνητος. Κι εγώ είμαι, κατά κάποιον τρόπο, ένα άχρηστο διακοσμητικό σ’ έναν άδειο τοίχο. Όμως επίσης απολαμβάνω τις φευγαλέες στιγμές κατά τις οποίες, μυστηριωδώς, έρχεται η ώρα μου.

Εκείνη την ώρα νιώθω ζωντανός. Όλα είναι ξεκάθαρα και ο κόσμος γίνεται υπέροχος. Μπορώ να δημιουργήσω, να ονειρευτώ, να πετάξω, να πω και να αισθανθώ περισσότερα πράγματα εκείνες τις στιγμές απ’ όσα όλον τον υπόλοιπο καιρό. Αυτές οι αρμονικές συγκυρίες επαναλαμβάνονται συχνά, σαν μια αναπόφευκτη αλληλουχία.

Την πρώτη φορά που το ένιωσα προσπάθησα να γαντζωθώ σ’ εκείνη τη στιγμή, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να την κάνω να διαρκέσει για πάντα. Δεν έγινε έτσι όμως. Όπως στο φίλο μου, το ρολόι, έτσι κι εμένα μου ξεφεύγει ο χρόνος των άλλων. …

Όταν περάσουν οι στιγμές αυτές, τα υπόλοιπα ρολόγια, που φωλιάζουν σε άλλους ανθρώπους, συνεχίζουν την πορεία τους, κι εγώ επιστρέφω στο ρουτινιέρικο στατικό μου θάνατο, στη δουλειά μου, στις συζητήσεις του καφενείου, στην ανία μου, που συνηθίζω να αποκαλώ ζωή.

Ξέρω, όμως, ότι η ζωή είναι άλλο πράγμα. Ξέρω ότι η ζωή, η αληθινή, είναι το άθροισμα εκείνων των στιγμών που, μολονότι φευγαλέες, μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε το συντονισμό μας με το σύμπαν. Σχεδόν όλος ο κόσμος νομίζει -ο δυστυχής- ότι ζει.

Υπάρχουν μόνο στιγμές πληρότητας, και εκείνοι που δεν το ξέρουν κι επιμένουν να θέλουν να ζουν διαρκώς, θα μείνουν καταδικασμένοι στον γκρίζο και επαναληπτικό βηματισμό της καθημερινότητας.

Γι’αυτό σ’ αγαπώ, παλιό μου ρολόι. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο.


Jorge Bucay
Απόσπασμα από το βιβλίο «Να σου πω μια ιστορία»

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Αν μπορείς να το ονειρευτείς, μπορείς και να το κάνεις!


Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις

Ως παιδιά ονειρευόμασταν, φανταζόμασταν, καταστρώναμε σχέδια. Δεν είχε σημασία κατά πόσο ήταν εφικτά αυτά τα σχέδια. Δεν ήταν αυτό το νόημα, η ουσία.

Η ονειροπόληση ήταν διασκεδαστική. Μας έκανε να προσδοκούμε κάτι, να περιμένουμε κάτι. Η ρεαλιστικότητα ή όχι του ονείρου μας, του στόχου μας, λίγο μας επηρέαζε, λίγο μας φόβιζε.

Μεγαλώνοντας και περνώντας πλέον στην ενηλικίωση, δυστυχώς προσγειωθήκαμε απότομα. Τα μαζέψαμε τα όνειρα μας. Περιοριστήκαμε στο εφικτό, στο βατό, στο ευκόλως πραγματοποιήσιμο.

Μια θεωρία λέει, πως στη σημερινή κοινωνία ο άνθρωπος τείνει να καταστέλλει τις επιθυμίες του και τα ένστικτά του, οπότε όλα αυτά τα καταπιεσμένα θέλω, η καταπιεσμένη προσωπικότητα, τα τρομαγμένα σχέδια ζωής, βγαίνουν στη διάρκεια των ονείρων.

Σε μια εποχή που η κοινωνία είναι αποφασισμένη να ρουφήξει όχι μόνο την ελπίδα μας για το μέλλον αλλά και την ενέργεια μας, μπορούμε απλώς να αφεθούμε και να βουλιάξουμε με τους υπόλοιπους.

Να γίνουμε η άπραγη, φοβισμένη, “καημένη” μάζα, ή μπορούμε να πατήσουμε δυνατά στα πόδια μας και να αρνηθούμε να παραδοθούμε. Να αρνηθούμε να παραδώσουμε τα όνειρα μας δίχως να δώσουμε την μάχη μας.

Αν αντικαταστήσουμε την λέξη όνειρο με κάτι πιο “χειροπιαστό” για το ρεαλιστικό πλέον, ενήλικο μυαλό μας, με την λέξη στόχος, ίσως καταλάβουμε καλύτερα, ίσως αντιληφθούμε τι πάμε να εγκαταλείψουμε. Αν ένα όνειρο είναι μονάχα ένα όνειρο, ένας στόχος είναι ένα όνειρο με σχέδιο και προθεσμία.

Και ένας άνθρωπος δίχως στόχους τι ακριβώς είναι; Τι λόγο ύπαρξης έχει; Ποιος μας είπε ότι επιτρέπεται να κάνουμε εκπτώσεις στα όνειρα μας;

Γιατί θα πρέπει να υπομείνω, να σκύψω το κεφάλι στην εκμετάλλευση και στη κοροϊδία; Επειδή οι εποχές είναι δύσκολες, επειδή δεν υπάρχουν δουλειές και ευκαιρίες πρέπει να δεχτώ παθητικά και μίζερα ό,τι μου προσφέρουν, η καλύτερα ό,τι ψίχουλα μου προσφέρουν; Ψίχουλα ονειρευτήκαμε; Που πήγαν τα όνειρα για καλύτερη ζωή; Τα όνειρα για μια δουλειά που μας ευχαριστεί, που καλύπτει τις επιθυμίες και τα θέλω μας;

Έχουμε γίνει πια φοβισμένοι ενήλικες που αφήνουν τις πράξεις τους, τις επιλογές τους να επηρεάζονται και να ορίζονται από τους φόβους τους. Φόβος πως αν δε συμβιβαστούμε με αυτά τα ψίχουλα, δε θα βρεθεί κάτι καλύτερο στο δρόμο μας. Φόβος πως δεν έχουμε πια δύναμη, δεν έχουμε πια τα προσόντα να κάνουμε την διαφορά.

Ο φόβος μας, υπερνικά τις άλλοτε φιλοδοξίες μας, και χωρίς φιλοδοξίες τίποτα απολύτως δεν πρόκειται να αρχίσει. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί αν δεν το ονειρευτούμε πρώτα.

Είναι διαφορετικό να ονειρευόμαστε ρεαλιστικά – γιατί αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε – απ΄το να ονειρευόμαστε φοβισμένα, μικρά ή ακόμη χειρότερα να μην ονειρευόμαστε καθόλου.

Η τραγωδία της ζωής δεν είναι να μην πετυχαίνεις τους στόχους σου, να μη πραγματοποιείς τα όνειρα σου. Η πραγματική τραγωδία είναι να μη έχεις στόχους να πετύχεις, όνειρα να πραγματοποιήσεις.

Πρέπει να πατήσουμε πόδι σε μια κοινωνία που μας θέλει φοβισμένους, σε μια εποχή που μας ταΐζει φόβους και ανασφάλειες. Πρέπει να βγούμε εκεί έξω και να κάνουμε αυτό που φοβόμαστε να κάνουμε. Τίποτα δεν είναι αδύνατο γι’ αυτόν που πραγματικά προσπαθεί, γι’ αυτόν που το παλεύει.

Γι’ αυτόν που δεν μένει μοιρολατρικά άπραγος, αναπολώντας τις μέρες επιτυχίας και ευημερίας, αλλά έχοντας “πιάσει πάτο”, έχοντας βιώσει την απόρριψη, την απελπισία, αφήνει μέσα του, επιβάλλει στον εαυτό του να μεγαλώσει μέσα του η θέληση για ζωή και η όρεξη για μελλοντικά επιτεύγματα. Ο άνθρωπος που αφήνει την δράση να τον καταλύσει είναι ένας άνθρωπος που ονειρεύεται και ελπίζει.

Πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την καινούργια πραγματικότητα. Ναι είναι δύσκολα, ναι θα πρέπει να καταβάλλουμε την διπλάσια προσπάθεια για να πετύχουμε τους στόχους μας, ναι θα βρούμε πόρτες κλειστές και μικρές, αδιάφορες προσφορές.

Αλλά αν πάψουμε να ψάχνουμε, αν συμβιβαστούμε στα μικρά και στα αδιάφορα, δεν πρόκειται να βρεθεί μπροστά μας αυτό που πραγματικά μας αξίζει και μας γεμίζει. Εμπόδια βλέπουμε μόνο αν πάρουμε τα μάτια μας απ’ τον στόχο μας, εφιάλτης γίνεται ένα όνειρο μόνο αν το αφήσουμε στα χέρια κάποιού άλλου.

Η διαρκής και επίμονη αισιοδοξία είναι αυτή που θα πολλαπλασιάσει την δύναμη μας και θα μας οδηγήσει στο στόχο μας. Πρέπει να κρατηθούμε γερά επάνω της και να μη χάσουμε την πίστη μας για τα όνειρα μας. Είναι αυτά που μας κρατάνε ζωντανούς.

” Ο καλύτερος τρόπος για να κάνεις τα όνειρα σου αληθινά, είναι να ξυπνήσεις”


Πηγή: sxeseiszois.wordpress.com

          http://www.thessalonikiartsandculture.gr/

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Τί αξίζει τελικά σ' αυτή τη ζωή...




Πολλές φορές αναλωνόμαστε σε πράγματα που τελικά δεν αξίζουν, ούτε ευτυχισμένους μας κάνουν. Κάνουμε δύσκολη τη ζωή μας κυνηγώντας χίμαιρες, ενώ η ευτυχία βρίσκεται σε πράγματα που δεν φανταζόμαστε ή για την ακρίβεια τα υποτιμάμε. Ο χρόνος και οι εμπειρίες είναι αυτά που θα μας βοηθήσουν να δούμε τί αξίζει τελικά σ' αυτή τη ζωή.

Ελένη Κώστογλου

Ψυχολόγος

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2016

Τα λουλούδια θ΄ανθίσουν στον κήπο σου...



Τα λουλούδια θ΄ανθίσουν στον κήπο σου,
αλλά αν δεν ανοίξεις το παράθυρο
δεν θα χαρείς ποτέ το άρωμά τους.

Τα χελιδόνια θα ξανάρθουν την Άνοιξη
αλλά αν μείνεις κλεισμένος στο υπόγειο
δεν θα ξέρεις καν πως τελείωσε ο χειμώνας.

Ο ήλιος σίγουρα θα ξαναβγεί αύριο,
αλλά αν δεν σηκώσεις τα μάτια στον ουρανό
οι ακτίνες δεν θα σου φωτίσουν το πρόσωπο.

Αν μείνεις ακίνητος, υπερβολικά ακίνητος
παύεις να είσαι άνθρωπος, γίνεσαι άγαλμα
και η ζωή παύει να κυλάει μέσα σου….




Χόρχε Μπουκάι



Ο Δρόμος Της Πνευματικότητας Φύλλα Πορείας V

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Συγχώρεσε όσους σε πλήγωσαν και προχώρα παρακάτω.


Με πλήγωσαν. Με πρόδωσαν. Με αδίκησαν.
Στην πορεία της ζωής μας συναντάμε ανθρώπους που με τη συμπεριφορά τους και τις πράξεις τους αφήνουν στη ζωή μας σημάδια πόνου, θλίψης, απογοήτευσης, θυμού ή καμιά φορά και μίσους. Δηλητηριάζουν την ψυχή μας με αρνητικά συναισθήματα, γιατί μας πνίγει το παράπονο, η αδικία. Πραγματικά και κυριολεκτικά αυτά τα συναισθήματα μας πνίγουν με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τον ψυχισμό μας.
Τείνουμε να θυμώνουμε με τους ανθρώπους που μας προκάλεσαν κακό. Αυτούς που μας έθιξαν, μας πλήγωσαν, μας αδίκησαν. Στο μυαλό μας κυριαρχεί η σκέψη της εκδίκησης, της ανταπόδοσης. Θεωρούμε πως μόνο αυτό θα μας ικανοποιήσει, το να πάρουμε το αίμα μας πίσω, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Οφθαλμών αντί οφθαλμού. Να πληρώσουμε με το ίδιο νόμισμα. Κι όμως… Όταν κι αν φτάσει εκείνη η στιγμή, τότε μόνο συνειδητοποιούμε ότι καμιά ευχαρίστηση δεν μας προσφέρει η εκδίκηση και τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει όχι μόνο το κακό που μας έκανε ο άλλος, αλλά κυρίως αυτό που κάναμε στον εαυτό μας.
Ενδεχομένως περάσαμε μήνες, χρόνια με συναισθήματα θυμού και πλάνα εκδίκησης. Το μίσος πλημμύρισε την καρδιά μας και καθημερινά ζήσαμε σε κατάσταση άγχους με το μυαλό μας κολλημένο σε αρνητικές σκέψεις. Το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Χάσαμε την ξενοιασιά μας, την ηρεμία μας, τη χαρά μας. Χάσαμε την υγεία μας, ψυχική και σωματική. Ποιον τιμωρήσαμε; Εκείνον; Όχι βέβαια! Τον εαυτό μας τιμωρήσαμε. Δεν φτάνει δηλαδή που κάποιος άλλος μας έκανε κακό, αλλά επιπροσθέτως κι ενώ δεν φταίγαμε σε τίποτα, εμείς οι ίδιοι κάναμε περισσότερο κακό στον εαυτό μας. Το καταστροφικό έργο που ξεκίνησε κάποιος άλλος, εμείς το ολοκληρώσαμε και μας αποτελειώσαμε.
Δεν θα συνεχίσω με θεωρίες, ούτε με αόριστες γενικές αναφορές σε παρόμοιες καταστάσεις. Θα σας μιλήσω για έναν άνθρωπο που γνώρισα, άνθρωπο δικό μου. Γυναίκα φίλη μου από χρόνια, βρέθηκε παρατημένη από τον σύζυγό της με δυο μικρά παιδιά. Εκείνος ερωτεύτηκε κάποια άλλη κι έφυγε μαζί της, έτσι απλά. Προσπάθησε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του, να βλέπει τα παιδιά του, να δίνει τη διατροφή που όφειλε. Όμως της φίλης μου αυτό δεν της ήταν αρκετό. Έλεγε πως της κατέστρεψε τη ζωή κι έπρεπε κι εκείνη να καταστρέψει τη δική του, με κάθε τρόπο.
Τον επόμενο καιρό δεν έκανε άλλο παρά να κακολογεί τον πρώην σύζυγο της στα παιδιά τους, προσπαθώντας να τα στρέψει εναντίον του και να μην τον θέλουν, ώστε να τον τιμωρήσει. Κάθε βράδυ έπινε κι έπειτα μεθυσμένη τηλεφωνούσε στο νέο σπίτι του πρώην, βρίζοντας θεούς και δαίμονες. Όλη την ημέρα κατέστρωνε σχέδια εκδίκησης που περιλάμβαναν τη συκοφάντηση αυτού και της νέας συντρόφου του σε όλο το κοινωνικό και εργασιακό τους περιβάλλον. Για να τα κάνει όλα αυτά, ξόδευε όλη την ενέργεια της. Έχασε το χαμόγελο της, την όρεξη για ζωή, την επαφή με τους φίλους της και τα παιδιά της. Είχε συνεχώς νεύρα και κακή συμπεριφορά. Απομάκρυνε με τον τρόπο της όλους τους ανθρώπους που ήταν κοντά της. Η απόδοση της στη δουλειά της έπεσε κατακόρυφα, με αποτέλεσμα να απολυθεί από την εργασία της.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια κι ήταν λες και είχαν περάσει από πάνω της δεκατέσσερα. Κατάντησε μια μεσόκοπη απεριποίητη γυναίκα, ζωντανή-νεκρή. Τα παιδιά της μεγαλώνοντας επέλεξαν να πάνε να ζήσουν με τον πατέρα τους και τη νέα του οικογένεια. Έμεινε ολομόναχη.
Τι έκανε αυτή η γυναίκα; Τι έκανε στον εαυτό της; Απλά και ξεκάθαρα τον οδήγησε στην καταστροφή. Και θα μου πείτε “τι θα μπορούσε να κάνει τόσο πληγωμένη που ήταν;”. Να συγχωρήσει και να προχωρήσει, αυτό θα μπορούσε να είχε κάνει. Κι έτσι θα είχε σώσει τη ζωή της.
Δύσκολο; Ναι, είναι. Αλλά είναι μονόδρομος, η μόνη μας επιλογή. Αν η ζωή μας φερθεί σκληρά και μας φέρει στο δρόμο μας ανθρώπους που μας πονούν, οφείλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας. Κανείς δεν μας αγαπάει και δεν μας νοιάζεται όπως εμείς τον εαυτό μας. Και για να τον προστατεύσουμε, το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να συγχωρήσουμε και να προχωρήσουμε μπροστά. Όλους όσους μας πλήγωσαν και μας αδίκησαν. Θα κριθούν από τον Θεό, από την ίδια τη ζωή, όχι από μας. Δεν μπορούμε να επωμιστούμε έναν ρόλο που δεν μας ανήκει. Το μόνο που περνάει από το δικό μας χέρι να κάνουμε είναι να μαζέψουμε τα κομμάτια μας και πιο σοφοί, πιο ώριμοι, να βαδίσουμε στον δρόμο της ζωής. Οφείλουμε να σεβόμαστε τη ζωή που μας δόθηκε και τον εαυτό μας. Να τον αγαπάμε και να μην τον πληγώνουμε. Να ζούμε με αξιοπρέπεια κι αυτοσεβασμό. Είναι ο μοναδικός δρόμος άλλωστε που οδηγεί στην ευτυχία. Ο μοναδικός.
«Το μίσος είναι εμπόδιο για την ευτυχία. Είναι σαν τ’ αγριόχορτα που ξερίζωνες το πρωί. Σε πνίγει, δε σε αφήνει να αναπνεύσεις ελεύθερα, να αναπτυχθείς και να ανθίσεις… ακριβώς όπως κάνουν αυτά στα λουλούδια μας. Και η καρδιά σου ένα τέτοιο λουλούδι είναι κι ο κηπουρός της είσαι εσύ και κανένας άλλος…»

(Απόσπασμα από το βιβλίο της Μαρίας Τζιρίτα, Ζωή από την αρχή)
Πηγή: Αναπνοές

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Θαυματουργική θεραπεία του τετραπληγικού Σταύρου Καλκανδή από τον 'Αγιο Νεκτάριο




Σύντομο βιογραφικό σημείωμα του Σταύρου Καλκανδή
Ο πρώην παράλυτος, τετραπληγικός Σταύρος Γ. Καλκανδής, αντισμήναρχος της Πολεμικής Αεροπορίας σε πολεμική διαθεσιμότητα, που θαυματουργικά θεραπεύτηκε από τον Άγιο Νεκτάριο, αποτελεί σπάνια περίπτωση και ιδιαίτερα ευεργετική όχι μόνο για πονεμένους και ασθενείς συνανθρώπους μας, αλλά και για κάθε άνθρωπο.
Πριν παραθέσουμε την συνοπτική ομιλία του, σχετικά με την θαυματουργική του θεραπεία από την Χάρι του Θεού διά του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης, θα αναφέρουμε λίγα βιογραφικά στοιχεία. Ο Σταυρός Καλκανδής γεννήθηκε στη Νεάπολη Λακωνίας το 1923. Ο πατέρας του Γεώργιος ήταν γιατρός και πέθανε ενωρίς το 1930, και η μητέρα του Πολυχρονία ανέλαβε την φροντίδα των δύο παιδιών της. Μετά την αποφοίτηση από το σχολαρχείο της Νεαπόλεως πήγε εθελοντής στην Αεροπορία και στην συνέχεια φοίτησε στην Σχολή Υπαξιωματικών της Αεροπορίας. Κατά τους πρώτους μήνες του Β' παγκοσμίου πολέμου το 1941, σε διατεταγμένη πολεμική αποστολή ο Σταύρος Καλκανδής κτύπησε στην αυχενική μοίρα του νωτιαίου μυελού, η οποία του επέφερε εσωτερική αιμορραγία στη σπονδυλική στήλη. Ο τραυματισμός αυτός ήταν η απαρχή της μετέπειτα πολυχρόνιας ταλαιπωρίας και περιπέτειάς του. Νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Αεροπορίας και σταδιακά η υγεία του βελτιώθηκε. Κατά την γερμανική κατοχή στην Ελλάδα πήγε υπηρεσιακά στην Μέση Ανατολή. Εκεί συνέβη να κτυπήσει και πάλι, καίρια την φορά αυτή στην σπονδυλική στήλη.
Το 1947 η Υπηρεσία τον έστειλε στην Αμερική προς αποκατάσταση της υγείας του.
Το 1951 ο Σταύρος Καλκανδής επέστρεψε στην Ελλάδα παράλυτος... Το 1957 ξανά επήγε στην Νέα Υόρκη..., και επιστρέφει στην Ελλάδα τετραπληγικός.
Το 1961 τον επισκέπτεται και γνωρίζεται με τον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Στην συνέχεια επισκέπτεται τον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα και εξασκεί έμπρακτη φιλανθρωπική δράση, πνευματική και υλική, προς τους αναπήρους του ιδρύματος Ψυχικού.
Το 1971 ευδόκησε ο Θεός και απέκτησε θαυμα­τουργικώς το δώρο της υγείας του.
Στις 2 Ιανουαρίου του 1996 εκοιμήθη σε ηλικία 73 ετών.
Ο υπεύθυνος των εκδόσεων «Ορθόδοξος Κυψέλη», Στυλ. Κεμεντζετζίδης, διατηρούσε στενές πνευματικές σχέσεις με τον αείμνηστο Σταύρο Καλκανδή. θεώρησε δε καλόν να δημοσιεύση τα σχετικά με το θαύμα της θεραπείας του προς παρηγορίαν ασθενών και δόξαν Θεού.
* * *
Λίγα γενικά για εισαγωγή του θεραπευθέντος Σταύρου Καλκανδή
Ο Θεός κάμνει βήματα προς εμάς, διότι είναι Θεός ευσπλαχνίας
Ευχαριστώ και δοξάζω τον Θεόν που με αξίωσε αυ­τήν την στιγμήν να βρίσκωμαι όρθιος. Βέβαια δεν είναι δυνατόν με λόγια να τον δοξάσω. Εκείνο που υποσχέθηκα προς Αυτόν, δηλαδή να γίνωμαι αιτία να τιμάται το όνομα του Αγίου Νεκταρίου προς δόξαν Θεού, και αφού μου δίνει την ευκαιρία ο πνευματικός μας π. Φιλόθεος, θα μου επιτρέψετε να το ομολογήσω. Δεν θα σας πω ιστορία απλώς, αλλά θα σας εξομολογηθώ.
Η σημερινή ημέρα του Αγίου Νεκταρίου αξίζει αυτό το γεγονός που είναι πρόσφατο. Ήδη ένα πολεμικό τραύμα με έφερε στην θέση του παραλύτου. Η πατρίς με έστειλε στο εξωτερικό για θεραπεία και εγώ ιδιωτικώς 5 χρόνια στην Αμερική και στην Ελβετία. Δυστυχώς η κατάστασίς μου επιδεινώθη μέχρι που και τα χέρια μου και τα πόδια μου να είναι παράλυτα.
Τελευταία, όταν βρισκόμουν στην Αμερική, χωρίς να μπορώ να πω ότι ήμουν άπιστος, αλλ' ούτε ή­μουνα και πιστός, ο μεγάλος πόνος και η δοκιμασία με έκαναν να σκεφθώ τον Θεόν, αφού δεν υπήρχε άλλη σωτηρία.
Ο καθηγητής ιατρός Ρασκ, μετά την διαπίστωση ότι αδυνατούν να με βοηθήσουν, με κάλεσε στο γραφείο του και μου είπε να μη λυπούμαι και να μη στεναχωρούμαι, διότι η επιστήμη με εγκαταλείπει και δεν μπορεί να μου προσφέρει τίποτε. Υπάρχει, όμως, μου είπε, ένας μεγαλύτερος ιατρός από αυτούς που γνώρισες μέχρι σήμερα. Σε παρακαλώ να έλθης σε επικοινωνία μαζί Του. Τον ρώτησα, πού μένει και πώς λέγεται, για να πάω να τον συναντήσω.
Μου είπε. είναι ο Θεός.
Αυτομάτως απογοητεύτηκα, διότι άκουσα από ένα ξένο επιστήμονα να μου μιλάη περί Θεού, αλλά παράλληλα και μία σπίθα μου έρριξε στον ψυχικό μου κόσμο, ότι υπάρχει ελπίς σωτηρίας.
Το βράδυ εσκέφθηκα και είπα: Ποιος εγνώρισε τον Θεόν και πώς, για να πάω και εγώ να τον ρωτήσω, να δω με τί τρόπο γνωρίζεται ο Θεός και να τον πλησιάσω;
Επειδή όμως επελάγωσα, δεν ήτο δυνατόν να δωθεί μία λύσις. Εγώ, Θεέ μου, συγκατατίθεμαι, δέχομαι να σε πλησιάσω, δεν γνωρίζω όμως τον τρόπο, και κοιμήθηκα. Μετά 10 ήμερες ήλθα στην Ελλάδα. Από την στιγμή εκείνη, αγαπητοί μου, ο Θεός έκανε βήματα προς εμένα, διότι εγώ ήμουν ανάξιος να τον πλησιάσω, και στις 10 αυτές ακριβώς ημέρες, στέλνει το πνευματικό τέκνον του Αγίου Νεκταρίου, τον Γέροντα Φιλόθεο και κτυπάει την πόρτα του Νοσοκομείου. Άγνωστος βέβαια. Ουδέποτε είχα γνωριστεί στο διάστημα που ήμουν αξιωματικός με ιερωμένον. Και ερω­τά. ποιος, παιδιά μου, ήλθε από το εξωτερικόν;...
Η θαυματουργική θεραπεία του τετραπληγικού Σταύρου Καλκανδή, Ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης και ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος*
Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι ένα καλογραμμένο Διήγημα, που το γέννησε η φαντασία ενός ονειροπόλου, ούτε ένα παραμύθη για τις απλές παιδικές ψυχές, αλλ' ούτε ακόμη ένα τεχνητό κατασκεύασμα, που εξυπηρετεί κάποιον ορισμένο σκοπό. Είναι η πραγματική, η προσωπική μου ιστορία, η ιστορία της ζωής μου, μιας ζωής που στο διάβα της πέρασε πολλά οδυνηρά στάδια και εδοκίμασε πολλούς αγώνες και αγωνίες, ώσπου να βρει το σωστό της νόημα και τη σωστή πορεία της, που την οδήγησαν κοντά στο Θεό....
Ο πόλεμος του 1940-41 με βρήκε εικοσάχρονο νεαρό, που υπηρετούσα στην Πολεμική Αεροπορία. Τον Απρίλιο του 1941 σε διατεταγμένη υπηρεσία, ένα τραύμα στην αυχενική μοίρα του νωτιαίου μυελού της σπονδυλικής στήλης, μου έφερε υπαραχνοειδή αιμορραγία και μερική παράλυση των κάτω άκρων, δηλαδή παραπληγία. Ήλθε κατόπιν η Γερμανική Κατοχή. Επειδή η κατάστασίς μου ήρχισε σιγά-σιγά να βελτιώνεται, πήγα στην Μέση Ανατολή ως Αξιωματικός. Εκεί, είχα την ατυχία να κτυπήσω και πάλιν στον αυχένα, με αποτέλεσμα την επιδείνωσι της κατα­στάσεώς μου.
Όταν τελείωσε ο Παγκόσμιος Πόλεμος, η πατρίδα με έστειλε τον Απρίλιο του 1947 στην Αμερική. Μόλις έφθασα εκεί, υπέστην εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη... Από τον χειρουργικό θάλαμο εβγήκα χειρότερα από ότι εμπήκα. Σπαστική τετραπληγία μετά ορθοκυστικών διαταραχών ήταν η διάγνωσις. Τε­τραπληγία, δηλαδή χέρια πόδια παράλυτα. Παρέμεινα στην Αμερική μέχρι το 1951, οπότε επέστρεψα στην Ελλάδα. Είχα μερικές αναλαμπές βελτιώσεως, χωρίς όμως θετικά αποτελέσματα.
Το 1957 η υγεία μου επεδεινώθη και πάλιν, και ανεχώρησα διά δευτέραν φοράν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, απ' όπου επέστρεψα το 1961 με πλήρη τετραπληγία και ορθοκυστικές διαταραχές. Από το 1961 μέχρι τον Ιούνιο του 1970, που θεραπεύθηκα, βρίσκομαι στο Εθνικόν Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Αναπήρων, στο Παλ. Ψυχικό, παράλυτος πλέον. Επίσης το 1968 επεσκέφθηκα πάλιν την Αμερική για μερικούς μήνες, το δε 1974 μ' εκάλεσε ο Δρ. ΡΑΣΚ για να μ' εξετάσουν και να διαπιστώσουν τί ακριβώς είχε συμβή.
Διαπίστωσις: Ο Δρ. Ρασκ με το επιτελείον του απεφάνθη ότι πρόκειται περί θαύματος. Ο Ισραηλίτης Δρ. Κούπερ μόλις με είδε να περπατώ ελεύθερα εφώναξε. «αυτό, Στηβ, είναι φαινόμενο για την επιστήμη».
Είναι πολύ δύσκολο να εξιστορήσω, μέσα σε λίγες γραμμές, γεγονότα τόσων ετών, σχετικώς με την πορεία της καταστάσεώς μου και των ψυχικών μου διαταραχών και ανακατατάξεων, που έλαβαν χώραν μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια....
Είναι δύσκολο με χρονολογική σειρά να καταγράψω τα αλλεπάλληλα συναισθήματα που δοκίμαζα. Τις ελπίδες, που ερχόντουσαν να με πάρουν στα αέρινα φτερά τους, και τις απελπισίες, που μαύριζαν γύρω μου όλον τον κόσμο. Σαν τα κύματα που έρχονται και μας ανεβάζουν ψηλά στον αφρό τους και ύστερα μας βουλιάζουν βαθειά κάτω, έτσι και τα διάφορα συναισθήματα με πλημμύριζαν, διώχνοντας τα μεν τα δε, και αφήνοντάς με στο τέλος σε βαθειά απόγνωσι και απελπισία.
Δεν είναι δυνατόν να περιγράψω τί εδοκίμαζα όταν μια μύγα με ενοχλούσε στο μέτωπο και δεν μπορούσα να κάμω μια μικρή κίνηση για να την διώξω, ή όταν κατρακυλούσε τόσον ενοχλητικά στο πρόσωπό μου ο ιδρώτας, και ευρισκόμουν σε αδυναμία να σηκώσω το χέρι μου να το σκουπίσω. Γι' αυτό, δεν γράφω απλώς την ιστορία της ζωής μου, αλλά εξομολογούμαι ξεδιπλώνοντας τις διάφορες πτυχές της ψυχής μου έτσι, όπως ακριβώς ερχόντουσαν τα κύματα και την ανεμόδερναν, για να παρουσιασθούν όλες οι πληγές που ο πόνος είχε δουλέψει επάνω της, και ακόμη για να γίνει φανερό πώς η Θεία Χάρις μετέτρεψε τις πληγές αυτές σε ευλογία, ειρήνη και χαρά....
Την εποχή εκείνη, μετά την εγχείρησι, μ' εγνώρισε ένας μεγάλος επιστήμων και ανθρωπιστής ο Dr. Howard Rask, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης στην έδρα της Φυσικής Ιατρικής και αποκαταστάσεως Αναπήρων, ο οποίος βλέποντάς με απογοητευμένο με παρακλητικό τόνο, μου είπε: «Σε παρακαλώ, Σταύρο, να προσεύχεσαι στο ΘΕΟ... Να προσεύχεσαι συνεχώς. Κάμε το, σε παρακαλώ, για μένα, έστω κι' αν δεν τον πιστεύεις...».
Έφυγα πολύ αναστατωμένος και μονολογούσα: «Τί ειρωνεία..., εγώ ήλθα στην Αμερική να γιατρευτώ, κι ο Αμερικανός γιατρός με στέλνει στο ΘΕΟ!...». Το βράδυ στο κρεββάτι μου σκεπτόμουν και έλεγα: «Μα γιατί επιμένει τόσον αυτός ο άνθρωπος να πάω να βρω τον ΘΕΟ; Ποιος είδε το ΘΕΟ; Πώς θα επικοινωνήσω με τον Θεό; Μα εύκολο πράγμα είν' αυτό;». Και αρχίζω να ερευνώ και να εξετάζω με την σκέψη μου: «Τί είναι ο Θεός;». Επί ώρες βασάνιζα την σκέψη μου με όλα αυτά τα ερωτηματικά, περιμένοντας μιαν απάντηση, που φυσικά δεν ήλθε. Επί πολλές ώρες βασανιζόμουνα με τις σκέψεις αυτές και τις απορίες, και στο τέλος έπαθα μια σύγχυση, μια αδράνεια στην σκέψη.
Μόλις άρχιζε η σκέψη μου να εξετάζει και να ερευνά πάνω σ' αυτό το θέμα, σταματούσε και επερίμενε... Τί επερίμενε; Δεν μπορούσα να καταλάβω. Και πάνω σ' αυτό το σταμάτημα, μια φωνή δυνατή ξεπήδησε από μέσα μου!....
«Εγώ, Θεέ μου, θέλω να σε πλησιάσω, αλλά δεν ξέρω πώς». Το είπα τόσο δυνατά, που μου φάνηκε ότι όλο μου το είναι, όλη μου η δύναμις, συγκεντρώθηκε σ' αυτή τη λέξη: «ΘΕΛΩ»....
Αυτό το «ΘΕΛΩ» είναι μια μικρή λέξη, με πολύ όμως μεγάλη σημασία... Το πώς θα το πούμε έχει αξία, χλιαρά; ζεστά; ή καυτά; Πρέπει ν' ακουμπήσουμε ολόκληρη την θέλησή μας στα χέρια του Παντοδύναμου Θεού, και τότε Εκείνος θα ενεργήσει σαν Θεός, κατά τον πλέον τέλειον τρόπο, και θα χαρίσει την ειρήνη Του μέσα μας... Αυτό, το κατάλαβα πολύ αργότερα....
Όταν επέστρεψα από την Αμερική, με εισήγαγαν εις το Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Αναπήρων των Αθηνών -στο ΚΑΠΑΨ- στο Παλιό Ψυχικό.
Εν τω μεταξύ, με βασάνιζε η σκέψη «πώς θα βρω το Θεό;». Είχα πλέον αρχίσει να πιστεύω ότι αυτό το «ΘΕΛΩ», που είπα στο Θεό, θα φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα και θα συναντήσω το Θεό. Και πράγματι. Είδα ότι ο Κύριος, γι' αυτήν την απάντηση, έκαμε πολλά βήματα προς εμένα τον αμαρτωλό και ανάξιο.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες, από τότε που είχα έλθει από την Αμερική, όταν κάποιο πρωινό, στις 30 Μαΐου 1961, έκανε την εμφάνισή του στο Ίδρυμα ένας λευκογένειος Γέροντας, ο αγγελιοφόρος του Θεού, και τον ακούω να ερωτά:
-«Ποιος, παιδιά μου, ήλθε αυτήν την εποχή από το Εξωτερικό;».
Όταν του έδειξαν το κρεββάτι μου, με πλησιάζει και μ' ερωτάει:
«Έχεις, παιδί μου, έλθει από το Εξωτερικό;».
-«Μάλιστα, Παππούλη μου»,
του απαντώ.
Εκείνος μου δίνει το χέρι του. «αλλά, τα χέρια μου, του λέω, είναι παράλυτα, δεν μπορώ να τα σηκώ­σω».
«Και τα πόδια σου; μ' ερωτά».
«Και τα πόδια μου επίσης, του λέγω».
-«Δοξασμένο το όνομα του Θεού, λέγει».
Εγώ τον κύτταζα περίεργα.
Άρχισε τότε να μ' ερωτά, πώς κτύπησα, από πού κατάγομαι και άλλα.
Νομίζοντας ότι με ρωτάει από περιέργεια, κι' επειδή ήθελα να σταματήση αυτό το ερωτηματολόγιο, του λέγω:
«Παππούλη, ποιον ζητάτε; πέστε μου για να σας εξυπηρετήσω».
«Δεν ζητώ άλλον, παιδί μου, για σένα ήλθα...».
Για μένα;
«Ναι, για σένα ήλθα να σου πω δυο λέξεις, και θα φύγω...».
«Μα παππούλη, του λέγω, αφού ήλθες για μένα, κάθησε στην καρέκλα και ότι θέλεις πες μου».
Πράγματι εκάθησε και μου είπε: «Παιδί μου, να είσαι ευτυχής που βρίσκεσαι σ' αυτήν την θέση...».
Τον κύτταξα μ' έκπληξη και του απαντώ: «Πώς να είμαι ευτυχής, εφ' όσον είμαι παράλυτος;...».
-«Ναι, παιδί μου, αλλά τώρα είσαι κοντά στο Θεό. Είχες απομακρυνθή, αλλ' Εκείνος σε αγαπάει, και πρόσεξε μη γογγύσης ποτέ εναντίον του, γιατί δεν γνωρίζεις τί σου επιφυλάσσει ως το τέλος της ζωής σου. Πάντοτε να έχεις την ελπίδα σου προς Αυτόν...».
«Παπαδίστικες κουβέντες για παρηγοριά, είπα μέσα μου». και όμως, ήσαν λόγια προφητικά, που επα­λήθευσαν έπειτα από μια δεκαετία...
Όταν σηκώθηκε να φύγει, τον ερωτώ: «Μα παππούλη, δεν θα μου πης ποιος είσαι;».
-«Ναι, απαντά. λέγομαι Φιλόθεος Ζερβάκος και είμαι Ηγούμενος της Μονής Λογγοβάρδας της Πά­ρου».
-«Και ποιος σε έστειλε σε μένα;», ερωτώ.
Χαμογέλασε με ταπεινό ύφος, και με χαμόγελο μου λέει: «Οτιδήποτε χρειασθείς, παιδί μου, γράψε μου, και εγώ θα σε βοηθήσω». Μ' εσταύρωσε, μ' εχαιρέτησε, και εγύρισε να φύγη....
Μια τελευταία ερώτηση, παππούλη, του φωνάζω: «Είναι δύσκολο να πλησίαση κανείς το Θεό;».
-«Α, παιδί μου, όσο δύσκολο φαίνεται, τόσο εύκολο είναι. Αρκεί να το θέλεις, να το πιστεύεις και να προσεύχεσαι γι' αυτό. Η εξομολόγηση και η Θεία Κοι­νωνία είναι το πρώτο σκαλοπάτι. Είναι δύσκολα αυτά παιδί μου;».
«Αν είναι μόν' αυτά, είναι πολύ εύκολα, του απα­ντώ». Τον ευχαρίστησα, και έφυγε....
Μετά από λίγους μήνες και την ειλικρινή εξομο­λόγησή μου παρεκάλεσα τον πατέρα Φιλόθεο να πάμε μαζί στον Άγιο ΝΕΚΤΑΡΙΟ να συμπροσευχηθούμε, ενισχύοντάς με στην δοκιμασία μου. Εδέχθει ευχαρίστως. Επήγαμε στην Αίγινα, και αφού ανεβήκαμε στον Ναό του Αγίου, έγινε Παράκλησις, την οποία παρακολούθησα με βαθειά κατάνυξη και συγκίνηση. Ενόμισα ότι βρίσκομαι στον ουρανό και ότι ο Θεός με πλησιάζει, και αυτό μ' έκανε να αισθάνομαι ένα ξαλάφρωμα, σαν κάτι να έφυγε, που μέχρι τώρα βάραινε την ψυχή μου.
Όταν τελείωσε η Παράκλησις και εβγήκα από τον Ναό, με πλησιάζει μια κυρία και μ' ερωτά: «Ποιος ήταν ο άλλος ιερεύς μέσα στο ιερό πού έκαναν την Παράκληση;».
-«Ποιος άλλος, ο π. Φιλόθεος ήταν, της απαντώ».
-«Όχι για τον π. Φιλόθεο, για τον άλλον ιερέα σας ερωτώ, μου ξαναλέει». Κι επειδή εγώ είχα δει μόνον τον π. Φιλόθεο και εκείνη επέμενε ότι είχε λάβει μέρος στην Παράκληση και άλλος ιερεύς, ερωτήσαμε τον π. Φιλόθεο, εάν πράγματι υπήρχε και άλλος ιερεύς. Και εκείνος αποτεινόμενος στην εν λόγω κυρία, την ερωτά:
«Τον είδες;».
«Μάλιστα, τον είδα πάτερ μου».
-«Τί έκανε;».
-«Ευλογούσε, απαντά εκείνη».
-«Ο Άγιος Νεκτάριος ήταν παιδί μου».
Ακούοντας αυτά με έκπληξη, ερωτώ και εγώ με την σειρά μου τον π. Φιλόθεο: «Σεις τον είδατε, πάτερ;».
-«Ασφαλώς και τον είδα, μου απαντά..., και μου μίλησε για σένα».
Νέα αναστάτωσις μέσα μου, νέος συγκλονισμός... Την ψυχή μου γέμισε μια ιδιαίτερη αγαλλίαση, μια μυστική χαρά, που δεν μπορούσα να εξηγήσω....
Όταν επέστρεψα στο Ίδρυμα, η αναπηρία μου δεν με απασχολούσε πλέον, και να το θαύμα... Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές ζητάει την αποκατάσταση της σωματικής του υγείας, ενώ ο Θεός, ως Παντογνώστης, δίδει την σωτηρία της ψυχής, η οποία είναι απείρως πολυτιμωτέρα από την υγεία του σώματος. Για να φθάσωμεν στην αποκατάσταση της σωματικής υγείας πρέπει να γίνει πρώτα το θαύμα έσωθεν. Δηλαδή πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τον παλαιόν άνθρωπον και να ενδυθούμε τον νέον....
Από την ημέρα εκείνη αισθανόμουνα ότι είμαι ακριβώς σαν τους άλλους, τους σωματικώς υγιείς. Ένοιωθα ότι μέσα μου είχα μια μεγάλη δύναμη. Αλλ' όταν επέστρεψα στο Ίδρυμα και είδα πάλιν τους αναπήρους απηλπισμένους και γεμάτους από αίσθημα εγκαταλείψεως να σέρνουν την δυστυχία τους ο ένας πλάι στον άλλον, μ' εκυρίευσε μια αφάνταστη λύπη... Πόσο θάθελα, αυτή την συγκίνηση και το ξαλάφρωμα που ένοιωσα εγώ εκεί στην Αίγινα, στον Ναό του Αγίου Νεκταρίου, να εδοκίμαζαν όλοι αυτοί οι πονεμένοι συνάνθρωποί μου....
Εν τω μεταξύ, οι επισκέψεις μου στον Άγιο Νεκτάριο στην Αίγινα ήσαν συχναί, πότε μαζί με τον π. Φιλόθεο, πότε με τους συγγενείς μου. Ήταν πλέον μια ζωτική ανάγκη να επισκέπτομαι, για να προσευχηθώ στον Άγιο. Κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, του ζητούσα να μεσιτεύσει στον Κύριο να μου δώση όχι την πλήρη υγεία μου, αλλά μόνο το ένα μου χέρι, για να μπορώ να διώχνω τις μύγες και τα κουνούπια από το μέτωπό μου, που τόσο μ' εβασάνιζαν και υπέφερα. Και όταν επέστρεφα στο Ίδρυμα, αισθανόμουν πολύ δυναμωμένος ψυχικά....
Αλλ' ενώ η ψυχική μου υγεία επήγαινε ολονέν και καλλίτερα, η σωματική μου όλο και χειροτέρευε. Το 1969 έπαθα θρομβοφλεβίτιδα. Έκαμα και μια μικρή εγχείριση στην πτέρνα του δεξιού ποδιού (τενοντοτομή) και βρισκόμουνα για μερικό καιρό στο γύψο. Και ήλθε τότε ένα τηλεφώνημα από τον Γέροντα Φιλόθεο, ο οποίος μ' ερωτούσε αν ήθελα να πάμε στην Αίγινα να προσευχηθούμε μαζί στον Άγιο. Μολονότι βρισκόμουνα σ' αυτήν την κατάσταση, δεν εδίστασα να πάω μαζί του να προσευχηθώ. Η πίστις μου στην δύναμη της προσευχής είχε πλέον εδραιωθεί μέσα μου, και τίποτε δεν με εμπόδιζε να εκμεταλλεύωμαι κάθε ευκαιρία.
Επήγαμε μαζί με τον Γέροντα, τον μοναχό Λεόντιο, την μητέρα μου, τον αδελφό μου και τους δύο στρατιώτες βοηθούς μου. Ήτο η εορτή των Αγίων Πατέρων. Ο π. Φιλόθεος τιμά και ευλαβείται ιδιαιτέρως τους Αγ. Πατέρες. Αφού ελειτούργησεν ο ίδιος και εκοινωνήσαμεν όλοι, μου ήλθε μια δυνατή επιθυμία να προσκυνήσω τα Λείψανα του Αγίου, και παρεκάλεσα τον Γέροντα να ζητήσει από την Ηγουμένη να ακουμπήσουν τα άγια Λείψανα επάνω στα παράλυτα πόδια μου. Και τούτο, διότι ουδέποτε κατώρθωσα να προσκυνήσω τα Λείψανα του Αγίου, λόγω της μεγάλης σπαστικότητος του σώματός μου (ακαμψίας)....
Μ' εβοήθησαν τα παιδιά και ακούμπησα τα χέρια μου επάνω. Συγκλονίστηκα. Έτρεμα ολόκληρος. Αισθάνθηκα ότι αγκάλιαζα ολόκληρον τον Άγιο και όχι την λειψανοθήκη... Και έξαφνα, βγήκαν από μέσα μου αυθόρμητα αυτά τα λόγια:
«Άγιε, δεν ήλθα να σου ζητήσω τίποτε σήμερα, αλλά ήλθα να προσφέρω τον εαυτόν μου ολόκληρο στον Χριστό. Εσύ γνωρίζεις τί πρέπει να μου δώσεις... Αν δεν πρέπει να μου δώσεις τίποτε, αξίωσέ με να γίνω ένας στρατιώτης του Χριστού μας, ώστε να γίνωμαι αιτία να δοξάζεται το Όνομά Του σε όποια θέση και αν ευρίσκωμαι, ορθός ή παράλυτος..., και δείξε μου, Άγιε, ότι ακούς την προσευχή μου, για να ενισχύωμαι στην δοκιμασία μου αυτή». Αυτή ήταν όλη μου η προσευχή.
Έφυγα ευχαριστημένος, και πολύ ήρεμος. Απέραντη ειρήνη είχε γεμίσει την ψυχή μου. Ήμουν βέβαιος πλέον ότι το θαύμα θα έλθει, μπορώ να πω ότι το περίμενα. Περίμενα σε κάθε στιγμή ένα χέρι αόρατο να με σηκώσει... Και έπειτ' από δέκα μέρες, από το τελευταίο εκείνο προσκύνημα στην Αίγινα, ετοιμάσθηκα, όπως κάθε πρωί, να κάμω τις συνηθισμένες μου ασκήσεις. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι κάτι λύθηκε μέσα μου. Σαν να ήμουνα δεμένος και ελύθηκα, και όχι μονάχα αυτό, αλλά αισθάνθηκα την ανάγκη να σηκωθώ μόνος μου... Φωνάζω τότε τα παιδιά, τον νοσοκόμο Δημ. Σχορτσανίτη και τον οδηγό Ιωάννη Χατζάκη και τους λέγω:
«Παιδιά, βοηθήστε με, θα προσπαθήσω να σηκωθώ μόνος μου, χωρίς μηχανήματα». (Μου έβαζαν κάθε πρωί ειδικά ορθοπεδικά μηχανήματα για να στερεώνονται τα πόδια). «Μα θα πέσεις», μου λένε τα παιδιά. «Όχι, τους απαντώ, θα σηκωθώ μόνος μου, μόνο θέλω να με βοηθήσετε λίγο». Διστάζουν, αλλ' επειδή βλέπουν ότι επιμένω, με σηκώνουν... Και ω, του θαύματος! βλέπω ότι στέκομαι ορθός, και τα γόνατά μου δεν λυγίζουν, όπως άλλοτε... Θέλω έπειτα ν' ανοίξω τα πόδια μου για να περπατήσω, αλλά πιστέψτε με, είχα ξεχάσει πως βηματίζει ο άνθρωπος. Τους ζητώ να μου δείξουν τί να κάμω για να περπατήσω. Με κυττάζουν με έκπληξη, και μου λένε να σηκώσω το ένα πόδι προς τα εμπρός και έπειτα το άλλο... Προσπαθώ, και βλέπω ότι πάμε καλά....
Με κανένα τρόπο δεν μπορώ να σας μεταφέρω στην ψυχολογική θέση μου της στιγμής εκείνης, και να σας μεταδώσω την αγωνία μου ή να εξηγήσω τον πόθο και την δύναμη που μ' έσπρωχναν να κινήσω τα πόδια μου στα πρώτα βήματα, χωρίς να φοβάμαι μην πέσω και τσακιστώ. Ή και την χαρά μου ποιος μπορεί να περιγράψη, όταν είδα ότι εστάθηκα και έκανα και βήματα χωρίς βοηθό!! Αυτό, σας αφήνω να το φαντασθήτε μόνοι σας...
Η πρώτη μου σκέψις ήταν να αφιερώσω τα πρώτα μου βήματα μέσα στο Εκκλησάκι του Ιδρύματος, εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης, προς Τον πολυεύσπλαγχνο Κύριό μας. Δεν είχα τίποτε άλλο να του προσφέρω....
Εν συνεχεία εκάλεσα τους ιατρούς του Ιδρύματος Δημ. Μουρούλην, Ιωάν. Κωνσταντάκην, τις αδελφές Νοσοκόμες και τους φυσιοθεραπευτάς Χρήστον Χριστόπουλον, Δημήτρ. Τσίγγανον, Γεώργ. Αναγνωστάκην, Παναγ. Μπακούρον, τις δ/δες Χρυσ. Μιχαλεάκου, Πολυτ. Πατέλη, Mαρ. Τσάκωνα κ.ά. και τους έθεσα το ερώτημα: «Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να περπατήσω κάποια μέρα; Γνωρίζω ότι έχω πλήρη παράλυση, ατροφία και εκφυλισμό των μυών και ορθοκυστικές διαταραχές. Και κατόπιν όλων αυτών, θα ήθελα να μου πείτε, εάν θα μπορέσω κάποτε να σηκωθώ».
Λαμβάνει τον λόγον ο ιατρός κ. Μουρούλης, ορθοπεδικός, και μου λέει: «Εμείς γνωρίζουμε πώς είσαι ανάπηρος σωματικώς και όχι διανοητικώς, γιατί λοιπόν, αφού γνωρίζεις την κατάστασή σου, μας ερωτάς; Όχι κ. Καλκανδή, δεν θα μπόρεσεις».
Ερωτώ τους άλλους:
«Σεις κ. Κωνσταντάκη;».
-«Δυστυχώς, όχι».
Σεις κύριοι Φυσιοθεραπευταί, κυρίες και κύριοι; Απήντησαν όλοι αρνητικά.
«Όμως εγώ, κύριοι, σας λέγω ειλικρινά ότι μπορώ να σηκωθώ, να σταθώ ορθός και να περπατήσω».
Με ερωτούν:
«Πού στηρίζεσαι και τα λες όλ' αυτά;».
-«Στον Θεό και μόνο», τους απαντώ. «Στηρίζομαι στην αγάπη του Θεού».
«Θα σηκωθείς τώρα;», με ξαναρωτούν.
«Για σας θα σηκωθώ αύριο. Επιθυμώ να αφιερώσω τα πρώτα μου βήματα στο Θεό».
Μ' αυτά τα λόγια, τους άφησα και έφυγα. Είπα στα παιδιά να μην πουν τίποτε σε κανένα.
Το απόγευμα καλέσαμε τους ασθενείς στον Ναό, για να δουν το θαύμα, και εκεί τους ανήγγειλα ότι ήλ­θε η ώρα να περπατήσω, και ότι πρέπει να έχουν θερμή πίστη και απόλυτη εμπιστοσύνη στον Θεό, και κάποια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα έλθη και η δική τους σειρά, διότι ο Θεός δεν είναι άνθρωπος να κάνει διακρίσεις. Εγώ, δεν είμαι καλλίτερος από σας, τους είπα εν συνεχεία, αλλά αι βουλαί του Θεού είναι ανεξερεύνητοι....
Εν τω μεταξύ καταφθάνει και ο π. Θησεύς ο εφημέριος του Ιδρύματος και μας ερωτά:
«Τί συμβαίνει παιδιά, τί περιμένετε;».
«Πάτερ, του λέγω, ήλθε η ώρα να περπατήσω».
-«Δόξα τω Θεώ, λέγει εκείνος, είναι η παραμονή της εορτής των Αγίων Αναργύρων».
«Τόσο το καλλίτερο» του απαντώ. Μου δίδει και ασπάζομαι την εικόνα των Αγίων Αναργύρων...
Με πιάνουν τα παιδιά από τους βραχίονας, σηκώνομαι, και αρχίζω να περπατώ σταθερά μέσα στο Εκκλησάκι, ψάλλοντας με δάκρυα στα μάτια. «Τις ΘΕΟΣ Μέγας, ως ο Θεός ημών...!».
Τί στιγμή ήταν αυτή!!! Όλοι οι ανάπηροι άρχισαν να κλαίνε και να φωνάζουν δυνατά: «Και εμείς, Θεέ μου, θέλουμε έτσι να περπατήσουμε, βοήθησέ μας». Ήταν κάτι το ασύλληπτο, που δεν είναι δυνατόν να περιγραφή... Με πολύ μεγάλη ψυχική δύναμη όλοι μαζί, κλαίγοντας, εκάναμε παράκληση και εδοξολογήσαμε τον Κύριο του ουρανού και της γης. Όπως καταλαβαίνετε, όσοι με είδαν κατόπιν, έμειναν άφωνοι!!!
Και τώρα όλοι όσοι έχοντας παραμερίσει την Θεία Παντοδυναμία και στηρίζονται μόνο στις επιστημονικές τους γνώσεις με βλέπουν να περπατώ, να κινώ τα χέρια μου, να οδηγώ αυτοκίνητο, να κάνω κωπηλασία, όλοι αυτοί μένουν άφωνοι και σηκώνουν τους ώμους....
-«Μεγάλη η Δόξα Σου, Κύριε, που μας στέλνεις τον πόνο και την δοκιμασία για να μας παιδαγωγήσουν... Τί μεγάλη ευεργεσία μου προσέφερε ο πόνος όλα αυτά τα χρόνια που τον είχα συντροφιά!! Εάν δεν είχα αυτόν τον πόνο, δεν θα είχα στραφή προς τον Θεό. Ο παλαιός άνθρωπος είχε πλημμυρίσει την ψυχή μου, όλο μου το είναι. Αλλ' ο Πανάγαθος Κύριος με την άπειρη αγάπη Του, έστειλε την μεγάλη αυτή δοκιμασία, που με ωδήγησε να βρω την σωστή πορεία της ζωής, την οποία είχα ολότελα χάσει. Να το μεγάλο νόημα του πόνου...!
Ευτυχισμένοι είναι όσοι το νοιώσουν έγκαιρα και βρουν το ΦΩΣ, που είναι ο ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο Χριστός μας βρίσκεται πάντοτε κοντά μας, πλάι μας, έτοιμος να μας βοηθήσει, αρκεί να τον καλέσουμε....
Μόνον ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου, η αλήθεια και η Ζωή. Ο Κύριος μας προειδοποιεί: "Εν τω κόσμω θλίψιν έξεται, αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον"».
Η κάθε είδους θλίψις, η ασθένεια, η φτώχεια, η εγκατάλειψις κ.λπ. μαλακώνουν την καρδιά, ωθούν σε προσευχή, οδηγούν σε μετάνοια και εξομολόγηση, καλλιεργούν την υπομονή και την αγάπη, προάγουν τον άνθρωπο ηθικά και πνευματικά, οδηγώντας τον εις σωτηρίαν.
Τέλος και τω Θεώ δόξα.
“Η θαυματουργική θεραπεία
του τετραπληγικού Σταύρου Καλκανδή
ο Άγιος Νεκτάριος Αιγίνης
και ο Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος”
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»





Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2016

Ο Ταξιάρχης του Μανταμάδου


ΓΥΡΩ στο 10ο με 11ο αιώνα, όταν το Βυζαντινό κράτος μεσουρανούσε, οι Σαρακηνοί πειρατές βρίσκονταν κι αυτοί στις δόξες τους. Λυμαίνονταν τα νησιά του Αιγαίου, λήστευαν, έκαιγαν κι αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, πού τους προόριζαν για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
    Ή Λέσβος, πλούσια κι ελκυστική, είχε γίνει διαλεχτή λεία των κουρσάρων. Στην τοποθεσία Λεσβάδος, κοντά στο Μανταμάδο, υπήρχε μια αρχαία πολιτεία, ο Στένακας, και όχι πολύ μακριά της ένα μοναστήρι των Ταξιαρχών, πού ή ίδρυση του χάνεται στα βάθη των αιώνων.
   
Το ιστορικό του το μαθαίνουμε από τη ζωντανή τοπική παράδοση, πού έφτασε ως τις μέρες μας.

    Ήταν οχυρωμένο σαν κάστρο με τείχη και πύργο, κι από νωρίς είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον των πειρατών, πού το 'χαν βάλει πείσμα να το πατήσουν.
    Έτσι κάποια άνοιξη, ο αρχιπειρατής Σιρχάν, ένας άγριος και μελαψός γίγαντας, ζωσμένος το μπαλτά και τη σπάθα, κάλεσε το τσούρμο του και τους είπε:
    - Αυτή τη φορά, το δίχως άλλο, θα μπούμε στο μοναστήρι. Εγώ θέλω μόνο το χρυσό ποτήρι, πού λειτουργάνε οι καλόγεροι, για να πίνω το κρασί μου. Όλα τ' αλλά δικά σας.
    Ό ίδιος δεν θα 'παιρνε μέρος στην επιχείρηση. Δεν καταδεχόταν τέτοιες μικροδουλειές.
Έβαλαν πλώρη για τη Λέσβο. Πλησίασαν το μοναστήρι μεσάνυχτα και κρύφτηκαν στα δέντρα.


    Στο μεταξύ οι καλόγεροι, ανέμελοι από την ησυχία του χειμώνα, δεν φύλαγαν το μοναστήρι όπως έπρεπε. Κάποια στιγμή χτύπησε το σήμαντρο, πού καλούσε τους μοναχούς στην ορθρινή ακολουθία. Τα βήματα τους ακούστηκαν ρυθμικά στον ξύλινο εξώστη, καθώς κατέβαιναν στην εκκλησία. Σε λίγο όλα ησύχασαν.
   Τότε o αρχηγός έδωσε το σύνθημα. Ένας πειρατής έριξε το γάντζο, σκαρφάλωσε στα τείχη, πήδηξε στην αυλή και άνοιξε τη μεγάλη καστρόπορτα. Οι κουρσάροι όρμησαν με αλαλαγμούς στην εκκλησία.   Πριν συνέλθουν οι μοναχοί από τον αιφνιδιασμό, περνούσαν από τη ζωή στο θάνατο...
    Ένα δόκιμο καλογέρι, ο Γαβριήλ, βρισκόταν στο ιερό. Γρήγορος κι ευκίνητος, σκαρφάλωσε στη στέγη του ναού. ΟΙ πειρατές τον ακολούθησαν. Τότε όμως ακούστηκε μια δυνατή βουή, και ή σκεπή μετατράπηκε θαυματουργικά σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Πάνω στ' αφρισμένα κύματα ένας πελώριος και αγριωπός Στρατιώτης, με σπάθα πού έβγαζε φωτιές, όρμησε εναντίον τους. Εκείνοι παράτησαν αμέσως όπλα και κλοπιμαία κι έφυγαν πανικόβλητοι.
    Ό Γαβριήλ, ο μόνος πού απέμεινε ζωντανός από την τραγωδία, συγκλονισμένος από το θαύμα του αρχαγγέλου πλησίασε και πρόσπεσε στο εικονοστάσι του. Όταν συνήλθε από την ταραχή, σήκωσε τα μάτια. Αλλά τι πρόσωπο ήταν αυτό; Αν και ζωγραφισμένο, φαινόταν ζωντανό κι είχε μια θεϊκή γλυκύτητα.

    Ό δόκιμος επιθύμησε να το ζωγραφίσει.

    - Ταξιάρχη μου, παρακάλεσε, μεσίτευσε στον Κύριο ν' αναπαύσει τους αδελφούς μου. Κι έμενα αξίωσε με ν' απεικονίσω την εξαίσια μορφή σου.
    Αμέσως, σαν να φωτίστηκε από τον αρχάγγελο, πήρε ένα σφουγγάρι, μάζεψε μ' αυτό ευλαβικά το αίμα των μοναχών σε μια λεκάνη, το ανακάτεψε με ασπρόχωμα και άρχισε να πλάθει την εικόνα του.
Από την αρχή της εργασίας ένιωσε αισθητή τη βοήθεια του Ταξιάρχη. Τα χέρια του, σαν να τα οδηγούσε αόρατη δύναμη, σχημάτιζαν γρήγορα και σταθερά με τον πηλό το πρόσωπο του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το πρόσωπο εκείνο πού είδε στη σκεπή του ναού, το αγριωπό, αλλά με τη θεϊκή χάρη.
    Ενώ στο μοναστήρι του Ταξιάρχη παιζόταν αυτό το δράμα, η ζωή στους γύρω συνοικισμούς συνεχιζόταν ήσυχη. Μόνο ένα τσοπανόπουλο, καθώς αγνάντευε τη θάλασσα από μια κορυφή, είδε κουρσάρικα καράβια λίγο πιο μέσα άπ' την ακτή.
    Πήδηξε στ' άλογο του και κάλπασε προς τη μονή για να ειδοποιήσει τους μοναχούς να φυλαχθούν. Το θέαμα όμως πού αντίκρισε, τον έριξε κάτω λιπόθυμο.
    Όταν συνήλθε, έτρεξε και ειδοποίησε τον Αλέξη, τον άρχοντα του Στένακα, για τα συμβάντα. Εκείνος ξεκίνησε αμέσως για το μοναστήρι μ' άλλους πενήντα καβαλάρηδες.
    Όταν μπήκε στο ναό τάχασε. Είδε τους μοναχούς σφαγμένους και βαμμένους στο αίμα και τον ηγούμενο νεκρό μπροστά στην αγία Τράπεζα! Έσφιξε τα δόντια και βγήκε έξω με διάθεση να εκδικηθεί.
Πήδηξαν όλοι στ' άλογα τους κι ακολουθώντας τ' άχνάρια των πειρατών, πλησίασαν σ' ένα πλάτωμα. Απότομα σταμάτησαν. Το θέαμα πού αντίκρισαν τούς έκανε κι ανατρίχιασαν. Είδαν αυτούς πού καταδίωκαν, νεκρούς και σκορπισμένους σ' όλο το πλάτωμα. Μια σπαθιά, πού άρχιζε άπ' το μέτωπο κι έφτανε ως την κοιλιά, ήταν χαραγμένη στο σώμα του καθενός και τ' άνοιγε στα δύο. Ή μαχαιριά σε κάθε σώμα ήταν ακριβώς ή ίδια.
    Κανείς άπ' τους καβαλάρηδες δεν ρώτησε ποιος το 'κανε. Όλοι μάντευαν τον τιμωρό. Δεν είχαν αμφιβολία.
    - Μεγάλη η χάρη κι η δύναμη σου, αρχάγγελε! ψέλλισαν και σταυροκοπήθηκαν.

Στο μεταξύ, δυο πειρατές, πού είχαν μείνει στην παραλία περιμένοντας τους συντρόφους τους, ανησύχησαν από την αργοπορία και ανηφόρισαν για να τους συναντήσουν.
    Όταν αντίκρισαν στο πλάτωμα το μακάβριο θέαμα, γύρισαν γρήγορα στα καράβια, οπού περίμενε με αγωνία ο αρχηγός τους, και του διηγήθηκαν την τραγωδία. Μόλις τ' ακούσε εκείνος, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι και ορκίστηκε εκδίκηση.
    Τον άλλο χρόνο έβαλε σ' εφαρμογή το σχέδιο του για την κατάληψη του Στένακα. Μια νύχτα οι πειρατές αποβιβάστηκαν αθόρυβα στην παραλία και ετοιμάζονταν να επιτεθούν τα χαράματα στη μικρή πολιτεία, πού κοιμόταν ανυποψίαστη.
    Αυτή την κρίσιμη ώρα επεμβαίνει και πάλι ο Ταξιάρχης. Ό Στέφανος, ο γιος του άρχοντα 'Αλέξη, πού μόλις είχε πέσει να κοιμηθεί, βλέπει μπροστά του τον αρχάγγελο. Ήταν πανώριος μες στην ολόχρυση πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους κι έδιναν στα κάτασπρα φτερά του χρυσή ανταύγεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε πύρινη ρομφαία, ενώ τ' αριστερό ήταν σηκωμένο με τεντωμένο το δείκτη. Χαμογέλασε στο νέο και με γλυκεία φωνή του είπε:
   - Σήκω πάνω, Στέφανε. Πήγαινε γρήγορα με τον πατέρα σου να ετοιμάσετε την άμυνα της πόλης.    Έρχονται οι Σαρακηνοί να σας αφανίσουν. Μη φοβηθείτε! Στο πλευρό σας θα είμαστε εγώ κι ο προστάτης σου Άγιος. Θα σας προστατεύουμε και θα σας καθοδηγούμε. Οι πειρατές έχουν αράξει στον όρμο, κάτω από την πόλη σας. Λίγοι άπ' αυτούς θ' αναρριχηθούν στο κάστρο, για να εξουδετερώσουν το σκοπό της πύλης και ν' ανοίξουν την καστρόπορτα. Θα σας επιτεθούν την ώρα πού ή νύχτα παλεύει με τη μέρα. Προσοχή στην πύλη!

    Τα γεγονότα εξελίχθηκαν όπως τα είπε ο Ταξιάρχης. Όταν οι κουρσάροι επιτέθηκαν, βρήκαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Την ίδια ώρα ένα απόσπασμα με αρχηγό το Στέφανο, πού είχε κατηφορίσει αθόρυβα στην παραλία, έβαζε φωτιά στα πειρατικά καράβια. Οι πειρατές είδαν τη φωτεινή ανταύγεια της φωτιάς και τα 'χασαν. Ό πανικός πού ακολούθησε ήταν απερίγραπτος. Ενώ έτρεχαν προς τη θάλασσα, τους καταδίωκαν έφιπποι οι Στενακιώτες και τους αποδεκάτιζαν.
    Μια ομάδα με τον αρχιληστή κατάφερε να ξεφύγει, ακολουθώντας πορεία μέσα από το δάσος. Έπεσε όμως πάνω στο απόσπασμα πού είχε Πριν λίγο κάψει τα καράβια, και βρέθηκε κυκλωμένη. Σε λίγο κι αυτοί οι πειρατές, μαζί με τον αρχιληστή, είχαν εξολοθρευτεί.

     Πέρασαν αιώνες. Το μοναστήρι ερειπώθηκε από  τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Αγαρηνών. Τον 18ο αιώνα ο μικρός παλαιός ναός αντικαταστάθηκε με νέο και μεγαλύτερο, μα η ανάγλυφη θαυματουργή εικόνα του αρχαγγέλου διασώθηκε ως τις μέρες μας, όπως ακριβώς τη φιλοτέχνησε ο δόκιμος Γαβριήλ. Διατηρεί την πρώτη ζωντάνια της και παραμένει άφθορη από το χρόνο κι από τους ασπασμούς χιλιάδων προσκυνητών. Στο μέτωπο και στα μαγουλά του οι πιστοί κολλάνε μεταλλικά νομίσματα, πού αφήνουν σημάδια στο πρόσωπο του, αλλά γρήγορα εξαλείφονται. Κάθε τόσο τα μάτια του αρχαγγέλου βουρκώνουν, και οι χριστιανοί σκουπίζουν με μπαμπάκι τα δάκρυα του. Το ίδιο κάνουν με τον ίδρωτα, όταν συμβαίνει το πρόσωπο του να Ιδρώνει.
     Συγκλονιστικά θαύματα επιτελεί ή χάρη του σ' όσους προστρέχουν με πίστη κοντά του. 'Αλλά και το χτίσιμο του νέου ναού του άρχισε και τελείωσε με θαύμα:
     Ή επιτροπή πού συγκροτήθηκε για την ανέγερση του, αποφάσισε να τον χτίσει λίγο μακρύτερα από το μοναστήρι.

    Οι εργάτες άρχισαν να σκάβουν τα θεμέλια, αλλά το πρωί τα βρήκαν σκεπασμένα με χώμα, ενώ τα εργαλεία τους ήταν στην αυλή του παλιού ναού. Ξαναέσκαψαν τα θεμέλια από την αρχή. Κι όταν βράδιασε, άφησαν επίτηδες τα εργαλεία τους εκτεθειμένα, ενώ μερικοί άνδρες κρύφτηκαν στους θάμνους για να δουν τι θα συμβεί.
     Τα μεσάνυχτα λοιπόν είδαν κάτι ανέλπιστο: Ένα δυνατό φως σηκώθηκε από τον παλιό ναό, σχημάτισε καμπύλη και στάθηκε πάνω από τα θεμέλια. Ύστερα ακολούθησε την αντίστροφη πορεία και χάθηκε. Οι φύλακες έμειναν εκστατικοί. Συγχρόνως ένιωσαν μυρωδιά από φρεσκοσκαμμένο χώμα. Πλησιάζουν στα θεμέλια και τα βρίσκουν πάλι σκεπασμένα. Τρέχουν στο δέντρο πού ήταν κρεμασμένα τα εργαλεία, αλλά εκείνα έλειπαν.
    Ξεκίνησαν ζαλισμένοι για τον παλιό ναό, στο μοναστήρι του Ταξιάρχη. Είχε αρχίσει να χαράζει, όταν ακούστηκε ξαφνικά ή καμπάνα της μονής. Σταμάτησε για λίγο κι άρχισε πάλι να χτυπάει σιγά και ρυθμικά. Κι όμως, καθώς αργότερα έμαθαν, δεν τη χτυπούσε ανθρώπινο χέρι. Έφτασαν, τέλος, στο μοναστήρι και μπήκαν στην αυλή. Εκεί είδαν ακουμπισμένα στον τοίχο με τάξη τα εργαλεία, στο ίδιο σημείο πού τα είχαν βρει και την προηγούμενη μέρα. Κατάλαβαν πια πώς ήταν θέλημα του αρχαγγέλου να χτιστεί ο καινούργιος ναός στη θέση του παλιού.
     Ή κατασκευή ξεκίνησε. Όλοι βοηθούσαν στις εργασίες, ακόμα και οι Τούρκοι. Τον σέβονταν από παλιά και τον φοβόντουσαν. Μερικοί άπ' αυτούς είχαν τολμήσει να προσβάλουν το ναό του ή να μπουν στο προαύλιο καβάλα στ' άλογο τους, και τότε τον είδαν άγριο να τους κυνηγάει και να τους διώχνει.

Όταν ήρθε ή ώρα να μετακινηθεί ή ανάγλυφη εικόνα, στάθηκε αδύνατο. Ό Ταξιάρχης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για μετακίνηση της. Ήθελε η εικόνα του να παραμείνει εκεί πού την τοποθέτησε ο Γαβριήλ, ο κατασκευαστής της.
    Οι εργασίες προχώρησαν γοργά και πλησίαζαν στο τέλος. Τα χρήματα όμως ήταν λιγοστά. Δεν έφταναν ούτε για τα μεροκάματα των εργατών. Συγκεντρώθηκαν τότε τα μέλη της επιτροπής ανεγέρσεως του ναού στο σπίτι του ταμία. Έμειναν μέχρι αργά το βράδυ προσπαθώντας να βρουν κάποια λύση. Μα έφυγαν άπρακτοι.
    Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ό ταμίας καθόταν σε μια πολυθρόνα βαρύθυμος και σκεπτικός, όταν ξαφνικά άνοιξε ή πόρτα. Ένας άγνωστος πέρασε μέσα, ανέβηκε τη σκάλα και προχώρησε στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν το μπαούλο με τα λιγοστά χρήματα της επιτροπής.
    Ό ταμίας προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Ένιωθε τα πόδια του καρφωμένα. Άκουσε το μπαούλο ν' ανοίγει κι ύστερα από λίγο να κλείνει. Μετά είδε τον ξένο να επιστρέφει με βήματα αργά και βαριά.

    Ήταν ένας νέος με σγουρά μαλλιά και ματιά φωτεινή σαν αστραπή. Φορούσε ρόδινο σακάκι και μαύρες μπότες, πού ανέβαιναν μέχρι τους μηρούς. Χαμογέλασε στο νοικοκύρη και είπε:
    - Τα χρήματα για τις πληρωμές βρίσκονται μέσα στο μπαούλο.
    Ύστερα κούνησε το χέρι, σαν να τον χαιρετούσε, άνοιξε την εξώπορτα και χάθηκε στο σκοτάδι.
    Ό ταμίας έτρεξε στο μπαούλο. Ήταν κλειδωμένο. Το άνοιξε και τι να δει! Τρεις σειρές από φλουριά, μητζίτια και λίρες. Τα έπιασε στη χούφτα του για να βεβαιωθεί, και τ' άφησε πάλι να πέσουν.
     Τα χρυσά αυτά νομίσματα, πού πρόσφερε για το ναό του ο ίδιος ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ήταν ακριβώς όσα χρειάζονταν για να πληρωθούν τα έξοδα, μέχρι και το τελευταίο γρόσι.

Ή ανέλπιστη σωτηρία
    Στα 1963, το πρωινό εκείνο της επιθέσεως των Τουρκοκυπρίων στη μαρτυρική Κύπρο, όταν μπήκε ο νεωκόρος στο ιερό προσκύνημα του Μανταμάδου για ν' ανάψει το καντήλι του Ταξιάρχη, είδε κατάπληκτος πώς η ολόσωμη εικόνα του έλειπε!
    Αύτη ή απροσδόκητη εξαφάνιση προκάλεσε σύγχυση στον ευσεβή λαό και κράτησε μια βδομάδα. Ξαφνικά, η εικόνα βρέθηκε πάλι στη θέση της, όπως είχε εξαφανιστεί.
    Πέρασε καιρός. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό ο νεωκόρος του Μανταμάδου άκουσε ποδοβολητό αλόγου.   Βγαίνει έξω και βλέπει ένα νέο, πού μόλις είχε ξεπεζέψει, να σηκώνει στους ώμους του ένα κριάρι.
    Μπήκαν μαζί στο ναό, κι ο νέος προχώρησε στην εικόνα του Ταξιάρχη, απίθωσε εκεί το κριάρι και άναψε λαμπάδα ίση με το μπόι του. Ύστερα γονάτισε, προσκύνησε την εικόνα και χάιδεψε με βουρκωμένα μάτια και τρεμάμενα χείλη το ανάγλυφο πρόσωπο του αρχαγγέλου.
    - Είναι ο σωτήρας μου, γυρίζει και λέει συγκινημένος στο νεωκόρο. Αυτός μ' έσωσε από τους Τούρκους.
    - Πες μου, παιδί μου, τι σου συνέβη; ρώτησε μ' ενδιαφέρον εκείνος, καθώς έβγαιναν από το ναό.
    - Στα τελευταία γεγονότα με τους Τούρκους, άρχισε ο νέος, υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Κύπρο. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 12ης Αυγούστου, όταν μας ξάφνιασαν τα πυρά των Τουρκοκυπρίων. Ήμασταν πάντα σ' επιφυλακή, γιατί ξέραμε τι ύπουλος εχθρός ήταν απέναντι μας. Μας δυσκόλευαν λίγο οι βολές του πολεμικού τους ναυτικού, αλλά δεν μας έβλαψε καθόλου ή αεροπορία τους. Σε λίγες ώρες ελέγχαμε την κατάσταση και προχωρήσαμε στην αντεπίθεση. Λες κι είχαμε στα πόδια μας φτερά. Τους πήραμε φαλάγγι και τους κυνηγήσαμε. Λίγο ακόμα και θα τους ρίχναμε στη θάλασσα.
Ενώ τρέχαμε ακράτητοι από ενθουσιασμό και σχεδόν ακάλυπτοι, βλέπω ξαφνικά μπροστά μου, σε πέντε μέτρα απόσταση, να ξεπροβάλλει ένας ακανόνιστος όγκος. Σταμάτησα απότομα, και τότε... μέσα στο σύθαμπο της αυγής διέκρινα ένα τουρκικό πολυβολείο. Είδα την κάννη του πολυβόλου να στρέφεται πάνω μου, και, μη έχοντας που να καλυφθώ, έπεσα με το πρόσωπο στη γη, σκεπάζοντας καλά με το κράνος το κεφάλι μου. "Ταξιάρχη μου, σώσε με!", είπα μέσα μου, κι αμέσως ήρθε στο νου μου ο πατέρας μου, πού σώθηκε θαυματουργικά από βέβαιο θάνατο στο αλβανικό μέτωπο, τάζοντας στον Ταξιάρχη ένα κριάρι.   "Ταξιάρχη μου σώσε με!", μουρμούρισα πάλι, κάνοντας κι εγώ το ίδιο τάμα.
    Την ίδια στιγμή ένας εκκωφαντικός κρότος πήρε σχεδόν την ακοή μου. "Με χτύπησαν", σκέφτηκα, κι έφερα στο νου μου τ' αγαπημένα μου πρόσωπα... Ύστερα ένιωσα να μ' ακουμπούν, να με ψάχνουν, να με σηκώνουν. Ήταν οι δικοί μας. "Χτύπησες; Πώς είσαι;", άκουσα αμυδρά τη φωνή τους. Ψάχτηκα, μα δεν βρήκα τραύμα. Τότε θυμήθηκα το πολυβολείο. Κοίταξα προς τα κει, αλλά δεν είδα τίποτα.
    "Εδώ ακριβώς", φώναξα, "υπήρχε τουρκικό πολυβολείο". Πήγαμε κοντά, ερευνήσαμε, μα δεν το βρήκαμε. Στη θέση πού ορθωνόταν Πριν το πολυβολείο, υπήρχαν τώρα μόνο συντρίμμια και μια τεράστια τρύπα. Φαίνεται πώς στην κρίσιμη για μένα στιγμή, κάποια οβίδα πλοίου ή κάποιος όλμος έκανε συντρίμμια το επικίνδυνο πολυβολείο, ενώ συγχρόνως κάποια ανώτερη δύναμη με φύλαξε τελείως αβλαβή κι απ' τα πυρά κι από την έκρηξη.
    Ό νεωκόρος, πού μέχρι τώρα παρακολουθούσε συγκινημένος, πήρε το λόγο:
    - Ναί, παιδί μου, ήταν ο Ταξιάρχης. Αυτός σ' έσωσε. Τότε, με τα επεισόδια της Κύπρου, είχε χαθεί από δω ή εικόνα του για μια βδομάδα.
    Ό νέος ταράχθηκε. Αγκάλιασε με το βλέμμα του την εικόνα του αρχαγγέλου και τα μάτια του βούρκωσαν. Ήταν ένα ακόμη "ευχαριστώ" για την ανέλπιστη σωτηρία του.

Επέμβαση του αρχαγγέλου Μιχαήλ σε εγχείρηση
    Ένα από τα πολλά θαύματα του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, με προσωπική παρουσία του, είναι και ή θεραπεία ενός παιδιού, του Βασίλη Καραστήρη από την Αθήνα.
    Ενώ έπαιζε ο μικρός, έπεσε και χτύπησε άσχημα στο κεφάλι. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπίστωσαν πώς είχε μείνει τυφλός και παράλυτος.
    Ό διευθυντής κάλεσε τους γονείς του παιδιού στο γραφείο του και τους είπε:
    - Ή κατάσταση είναι σοβαρή. Χρειάζεται άμεση επέμβαση, αλλά οι ελπίδες επιτυχίας είναι σχεδόν μηδαμινές, μία ως δύο στις εκατό. Πρέπει ν' αποφασίσετε έγκαιρα, Πριν είναι αργά.
    Ή μητέρα ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Ό πατέρας ρώτησε:
    - Δεν υπάρχει άλλη λύση, άλλη ελπίδα, γιατρέ μου;
    - Δυστυχώς, όχι.
    Έσκυψε τότε και υπέγραψε. Το παιδί οδηγήθηκε στο χειρουργείο. Ενώ το ετοίμαζαν για την εγχείρηση, καθώς διηγήθηκε αργότερα το ίδιο, το σκοτάδι των ματιών του διαλύθηκε, κι ένα φωτεινό όραμα πήρε τη θέση του:
    Βρέθηκε μπροστά σ' ένα ναό με καμάρες, πού ή πρόσοψη του ήταν χτισμένη με κόκκινες πέτρες. Από την ανοιχτή του πόρτα έβγαινε ένα εκτυφλωτικό φως.
    Ό Βασιλάκης πλησίασε στην πόρτα, και τι να δει! Ένα ωραίο παλικάρι, λουσμένο στο φως, είχε απλώσει τα χέρια και τον καλούσε: "Έλα Βασίλη, μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά. Εγώ θα οδηγώ στην εγχείριση το χέρι του γιατρού."
     Το παιδί πλησίασε, γονάτισε μπροστά του, αγκάλιασε τα πόδια του νέου κι ακούμπησε το κεφάλι του στον αριστερό του μηρό. Τότε εκείνος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του μικρού.
Πριν χαθεί η οπτασία, τα παιδικά μάτια πρόλαβαν και είδαν στο βάθος του ναού μια εικόνα μαυριδερή με ασημένιες φτερούγες.
     Ή εγχείριση πέτυχε. Ή δράση και οι κινήσεις των μελών επανήλθαν. Οι γιατροί απέδωσαν την επιτυχία σε θαύμα. Ήταν 8 Νοεμβρίου, εορτή των παμμεγίστων Ταξιαρχών.
    Πέρασαν χρόνια. Έγιναν πολλές άλλ' άκαρπες αναζητήσεις. Ώσπου μια μέρα, σε τηλεοπτική παρουσίαση, αναγνώρισε ανέλπιστα και με συγκίνηση ο Βασίλης το ναό της οπτασίας του. Και πήγε προσκυνητής στον Ταξιάρχη, για να προσφέρει τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του στο σωτήρα της ζωής του.

Ή δύναμη της πίστεως
     Ο Γιάννης Άπήκος, από το Μανταμάδο της Λέσβου, ξενιτεμένος στη Γερμανία, ζούσε ήσυχα και χριστιανικά με τη γυναίκα του Καλλιόπη.
    Το Νοέμβριο του 1987 ή Καλλιόπη αρρώστησε σοβαρά με βαρύ εγκεφαλικό. Μεταφέρθηκε αμέσως σε γερμανικό νοσοκομείο, όπου παρέμεινε σε κωματώδη κατάσταση για πέντε βδομάδες. Οι γιατροί δεν της έδιναν ζωή. Ώρα με την ώρα περίμεναν το μοιραίο.
    Στην οικογένεια επικρατούσαν πόνος και θλίψη. Να όμως πού φάνηκε κάποια ελπίδα: Ό προστάτης του Μανταμάδου, της ιδιαίτερης πατρίδας τους, ο Ταξιάρχης Μιχαήλ.
     Όλη η οικογένεια γονάτισε αυθόρμητα μπροστά στο εικονοστάσι και σήκωσε τα μάτια Ικετευτικά στο εικόνισμα του αρχαγγέλου. Προσευχήθηκαν με πόνο, με πίστη, με δάκρυα. Ύστερα σηκώθηκαν γαληνεμένοι, με κάποια κρυφή ελπίδα.
     Άπ' αυτήν όμως την ομαδική προσευχή απουσίασε ο αδελφός της άρρωστης, ο Ηρακλής. Ήταν μάρτυρας του Ίεχωβά, γι' αυτό είχε ανοίξει αθόρυβα την πόρτα κι είχε εξαφανιστεί.
     Πρωί-πρωί ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Εκεί δοκίμασαν μια έκπληξη. Ή άρρωστη, πού μέχρι χθες βρισκόταν σε κώμα, είχε ανοιχτά τα μάτια και τους κοιτούσε.
    - Τι συμβαίνει, Καλλιόπη; ρώτησε ο Γιάννης.
     - Που πήγατε την εικόνα του Ταξιάρχη πού είχαμε στο σπίτι; ρώτησε εκείνη με δυσκολία.
    - Εκεί είναι, στη θέση της.
     Τότε φάνηκε ή γυναίκα να ησυχάζει, και με πολύ κόπο συνέχισε.
    - Χθες το βράδυ μ' επισκέφθηκε ο Ταξιάρχης και στάθηκε εδώ, δίπλα μου. Ήταν λίγο στενοχωρημένος.     Με κοίταξε πονετικά και μου είπε: "Θέλω ν' απλώσω τις φτερούγες μου και να σας σκεπάσω, αλλά δυσκολεύομαι". Με κοίταξε λίγο ακόμα κι εξαφανίστηκε. Τι συμβαίνει Γιάννη; Γιατί διστάζει ο Ταξιάρχης;
Ό Γιάννης αμέσως κατάλαβε. Το εμπόδιο ήταν ο χιλιαστής αδελφός της.
    Το βράδυ τον συνάντησε, τον ενημέρωσε και, τελειώνοντας, τόνισε:
    - Ό αρχάγγελος, Ηρακλή, δεν θέλει μόνο τη σωματική θεραπεία της αδελφής σου, αλλά και τη δική σου την ψυχική. Θέλει τη σωτηρία σου. Θέλει την επιστροφή σου στην ορθόδοξη πίστη. Και μαζί μ' αυτή, θέλει και την προσευχή σου για την αδελφή σου.
     Σε λίγο άρχισε ένας αγώνας σκληρός. Πάλευε ο χιλιαστής με την ορθόδοξη χριστιανική του συνείδηση. Ή τελευταία είχε σύμμαχο την αγάπη της αδελφής του. Τελικά υπέκυψε στη δύναμη του Χρίστου, γονάτισε μπροστά στο εικονοστάσι, προσευχήθηκε με δάκρυα, αναγεννήθηκε.
    Το πρωί βιάστηκαν όλοι να πάνε στο νοσοκομείο. Μα τι να δουν! Ή άρρωστη τους περίμενε όρθια. Ό θάλαμος ήταν γεμάτος από γιατρούς και νοσοκόμες. Τα είχαν όλοι χαμένα.
    - Τη νύχτα, άρχισε να λέει χαρούμενη ή Καλλιόπη, άκουσα μέσα στην ησυχία δυνατό φτερούγισμα.   Κοιτάζω ξαφνιασμένη, και βλέπω πάλι τον Ταξιάρχη. Τώρα όμως ήταν χαρούμενος και γελαστός. "Θα γίνεις καλά", μου είπε. Σήκωσε το χέρι του, με σταύρωσε, μου χαμογέλασε και χάθηκε. Έκανα να σηκωθώ, και είδα πώς μπορούσα. Στο θάλαμο νοσηλευόταν μια ακόμη άρρωστη. Με είδε πού περπατούσα, ήρθε και μ' αγκάλιασε. "Τα είδα όλα", μου είπε. "Είδα να σε πλησιάζει στο κρεβάτι σου κάποιος ψηλός, μαυριδερός και λευκοντυμένος άνδρας. Τον είδα να κουνάει τα χέρια του. Και ξαφνικά χάθηκε... Στην αρχή νόμισα πώς ήταν γιατρός με την άσπρη μπλούζα. Αυτός όμως ήταν ασυνήθιστα ψηλός, πάνω από δύο μέτρα. Δεν πατούσε στη γη και δεν έκαναν θόρυβο τα πόδια του. Με την παρουσία του ξεχύθηκε μια ευωδιά στο δωμάτιο. Τρόμαξα και σκεπάστηκα περισσότερο."
    - Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε ο Γιάννης το γιατρό.
    - Δεν ξέρω, κύριε. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να φέρει αυτό το αποτέλεσμα. Και το θαύμα έγινε!
    Την άλλη μέρα ο Γιάννης βρισκόταν κιόλας στην πατρίδα του, μπροστά στον Ταξιάρχη, κι έβρεχε την
ιερή εικόνα του ευεργέτη του με δάκρυα χαράς κι ευγνωμοσύνης.

Τεκνοποίηση
    Θαυμαστές επεμβάσεις του Ταξιάρχη Μανταμάδου στη ζωή της αφηγήθηκε και η κ. Μιχαηλάρη από την Ελευσίνα.
    Ήταν άτεκνη, καθώς και ή αδελφή της, κι επειδή ποθούσαν ν' αποκτήσουν παιδί, στράφηκαν με πίστη στο Θεό και στη μεσιτεία του αρχαγγέλου.
    Σε μια αγρυπνία πού έκαναν προς τιμήν του Ταξιάρχη, τον παρακάλεσε με θέρμη η κ. Μιχαηλάρη για το πρόβλημα της. Τα ξημερώματα την πήρε λίγο ο ύπνος. Είδε ότι βρισκόταν στο ναό του αρχαγγέλου με την αδελφή της, όταν ξαφνικά παρουσιάστηκε ο Ταξιάρχης με όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Γονάτισε αμέσως και τον παρακάλεσε να τους χαρίσει από ένα παιδί. Κι εκείνος άπλωσε το χέρι του, σαν να ήθελε να τις καθησυχάσει, και είπε:
    - Μην ανησυχείτε. Κι οι δυο σας θα κάνετε παιδιά. Να ευχαριστήσετε το Θεό γι' αυτό Του το δώρο.
    Σε τέσσερα χρόνια ή αδελφή της απέκτησε παιδί, η ίδια όμως όχι. Πέρασαν εννέα χρόνια, οπότε άρχισε ν' απελπίζεται.
     Στράφηκε τότε στην επιστήμη. Ταλαιπωρήθηκε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
     Πληροφορήθηκε ότι στην Αγγλία υπήρχε ένας γιατρός πού μπορούσε με εγχείρηση να οδηγήσει στην τεκνοποίηση, με πιθανότητες μία στις εκατό. Το αποφάσισε και ετοιμάστηκε για το ταξίδι. Ένιωθε όμως έλεγχο συνειδήσεως. Την τελευταία στιγμή δίστασε. Σκέφτηκε να καταφύγει στον Ταξιάρχη για να τη φωτίσει τι να κάνει.
    Πήγε στο ναό του, στο Μανταμάδο, και τον παρακάλεσε. Και το ίδιο βράδυ, ενώ προσευχόταν, τον είδε να βγαίνει ολοζώντανος άπ' το εικόνισμα του, μ' ένα βλέμμα παραπονεμένο, σαν να της έλεγε: "Γιατί λιγοψύχησες; Γιατί έχασες την πίστη σου και την ελπίδα στο Θεό; Δεν πείστηκες άπ' το παράδειγμα της αδελφής σου;".
     "Έπεσε αμέσως μετανοημένη και ζήτησε με δάκρυα συγχώρηση. Τότε τον άκουσε να της λέει:
    - Δεν θα πας έξω. Εκεί δεν πρόκειται να κάνεις παιδί. Εδώ θα το αποκτήσεις.
    Σ' ένα μήνα ήταν έγκυος κι έφερε στον κόσμο ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, τη Βαρβάρα. Όταν η μικρή ήταν έξι χρονών, πήγανε στο ναό του αρχαγγέλου για να κάνουν μια ευχαριστήρια αγρυπνία.
    Ή μητέρα άφησε το παιδί σ' ένα κελλί για να κοιμηθεί και πήγε στην εκκλησία. Όταν τελείωσε ή λειτουργία και γύρισε στο κελλί, η μικρή της είπε:
    - Εσύ, μαμά, ήσουν στην εκκλησία, αλλά δ Ταξιάρχης ήταν μαζί μου όλη τη νύχτα και μου κρατούσε συντροφιά.
    Αργότερα, η ευλαβής γυναίκα δοκίμασε άλλη μια θαυμαστή εκδήλωση της προστασίας του αρχαγγέλου. Ανήμερα των Ταξιαρχών το 1989, την έπιασε δυνατός πόνος στη μήτρα. Σε λίγο καιρό η κατάσταση επιδεινώθηκε. Έγιναν οι απαραίτητες εξετάσεις και οι γιατροί συνέστησαν να γίνει εγχείρηση.
Εκείνη, μόλις το άκουσε, αρνήθηκε, κι άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Κατέφυγε πάλι στον Ταξιάρχη, και ζητούσε με επιμονή και πίστη το θαύμα του.
    Με την προσευχή ηρέμησε, κι όταν το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί, βλέπει στον ύπνο της την Παναγία -βασίλισσα στο θρόνο - και πλάι της τον Ταξιάρχη. Της χαμογελούσαν.
    Το πρωί ξεκίνησε για να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Έκανε πολλές εξετάσεις και περίμενε τ' αποτελέσματα. Κάποια στιγμή την κάλεσαν οι γιατροί και της είπαν:
    - Δεν έχεις απολύτως τίποτα, κυρία μου. Μπορείς να πάς στο σπίτι σου...
    Από τότε είναι εντελώς υγιής και δοξάζει τον Κύριο και τη χάρη του αρχαγγέλου Του.

ΠΗΓΗ:http://www.pigizois.net/

Ευχαριστώ...


Ευχαριστώ όλους εκείνους που γελούν με τα όνειρά μου … εμπνέουν τη φαντασία μου …
Ευχαριστώ όλους όσους με γεμίζουν ψέματα … μου δίνουν τη δύναμη της αλήθειας … 
Ευχαριστώ όλους εκείνους που δεν έχουν πιστέψει σε μένα … μου έμαθαν πως μετακινούνται τα βουνά.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με πολεμούν… προκαλούν το θάρρος μου.. .
Ευχαριστώ όλους εκείνους που ήθελαν να μου επιβάλουν περιορισμούς … μου δίδαξαν την αξία της ελευθερίας .
Ευχαριστώ όλους όσους μου έχουν προκαλέσει σύγχυση… έχει γίνει σαφής η θέση μου.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν εγκαταλείψει... μου έδωσαν χώρο για να δημιουργήσω.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν προδώσει, όσους καταχράστηκαν τα αισθήματα μου... μου επέτρεψαν να είμαι προσεκτικός.
Θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους με έχουν βλάψει... με έμαθαν να αναπτύσσομαι μέσα από τον πόνο .
Ευχαριστώ όλους εκείνους που διαταράσσουν την ηρεμία μου δημιουργώντας μου προβλήματα.... μου έδωσαν δύναμη να τα αντιμετωπίζω.
Ευχαριστώ όλους εκείνους που με έριξαν στο έδαφος... μου έδωσαν την ευκαιρία και τη δύναμη να μάθω να σηκώνομαι.
Ευχαριστώ όλους εκείνους που έχουν κερδίσει εις βάρος μου .. μου έδειξαν ότι όλοι είναι σε θέση να χάσουν .
Το πιο σημαντικό. θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσους με αγαπούν όπως κι εγώ.
Σας ευχαριστώ.

Paulo Coelho – Εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός

Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2016

Κι όμως, έχουμε ξεχάσει να ονειρευόμαστε…



Τι κρίμα για σένα, αν πιστεύεις ότι υπάρχει μόνο ό,τι μπορεί να μετρηθεί στατιστικά.
Πραγματικά σε λυπάμαι αν διευθύνει τη ζωή σου μόνο αυτό που μπορεί να μετρηθεί, γιατί εμένα με κεντρίζει το απροσμέτρητο. Με κεντρίζουν τα όνειρα, όχι μόνο αυτό που είναι μπροστά μου.
Δε δίνω δεκάρα γι’ αυτό που βρίσκεται μπροστά μου. Αυτό το βλέπω. Αν θες να περάσεις τη ζωή σου μετρώντας το, είναι δικαίωμά σου, εμένα όμως με ενδιαφέρει αυτό που βρίσκεται πιο έξω.
Υπάρχουν τόσα που δε βλέπουμε, δεν πιάνουμε, δε νιώθουμε, δεν καταλαβαίνουμε.
Υποθέτουμε πως η πραγματικότητα είναι αυτό το κουτί που μας βάλανε μέσα, κι όμως σας βεβαιώνω πως δεν είναι έτσι.
Ανοίξτε την πόρτα κάποτε και κοιτάξτε τι υπάρχει έξω.
Το όνειρο του σήμερα θα είναι η πραγματικότητα του αύριο.
Κι όμως έχουμε ξεχάσει να ονειρευόμαστε…

Λέο Μπουσκάλια, Να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Ο φόβος είναι το πιο μεγάλο ψέμα.


Μπορώ απλώς να υπάρχω, χωρίς να σκέφτομαι, και να ελπίζω πως θα ξεχάσω και θα σωθώ.
Κάποτε κουράστηκα να εμβαθύνω και να φιλοσοφώ.
Η νεανική μου διάθεση ν’ αλλάξω τον κόσμο γερνούσε πολύ γρήγορα. Σιγά σιγά την εγκατέλειπα και διατηρούσα μόνο μια ψευδαίσθηση πως εγώ δεν αποτελούσα μέλος εκείνου του συνόλου, μου άρεσε ακόμη να φαντάζομαι πως είμαι διαφορετικός.
Δεν είναι που εμείς είμαστε σκλάβοι, είναι που οι επιθυμίες μας δεν είναι ελεύθερες.
Εγώ αναζητώ τη δύναμη να τα δέχομαι όλα σαν μέρος της ύπαρξης χωρίς να πρέπει να τα κρίνω. Δε θέλω ν’ αναζητώ την καλή πλευρά, θέλω να μάθω ν’ αποδέχομαι και την κακή.
Ο φόβος είναι το πιο μεγάλο ψέμα.
Ο έρωτας, όταν χάνεται, πονάει, αλλά σε οδηγεί από μόνος του στην κάθαρση.
Δεν μπορείς να ξέρεις αν σου λείπει κάτι χωρίς πρώτα να το γνωρίσεις.
Είναι πιο σημαντικό να πραγματοποιείς τα όνειρά σου παρά να νιώθεις ένοχος για τα απραγματοποίητα όνειρα των άλλων.
Όσο περισσότερους κανόνες εξοντώνει στη ζωή του ένας άνθρωπος, τόσο πιο κοντά έρχεται στο νόημα της ζωής.
Η ζωή είναι πάντα πιο μεγάλη από τις αποφάσεις.
Ποιος τις χρειάζεται τις λέξεις; Ολομόναχες και θλιβερές, τις πιο πολλές φορές δεν ξέρουν τι εκπροσωπούν.
Η πιο μεγάλη φυλακή είναι τα κεκτημένα.
Αν είναι να αναλωθείς, καταναλώσου για το άγνωστο που έχει πιότερες ελπίδες απ’ το πεπραγμένο.
Εύα Ομηρόλη – Σεισάχθεια
Πηγή:αναπνοές