Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Η Παναγία Υπέρμαχος Στρατηγός στο έπος του 1940


Γράμμα από τη Μόροβα
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού το είδα με τα μάτια μου και πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
- Τις ει;
Μιλιά...
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
- Τις ει;
Τότε, σαν να μάς πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια …κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε ».
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προ­χωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχι­σε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερό­νυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Απο­κλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «διά την αυριον» και τις κα­ταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθι­κό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέ­ναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος ».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύ­μα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μάς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περί­σταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μάς σώσει. Γονατι­στέ, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μάς βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι - το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλά­βαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαρι­στήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλε­μο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέ­ξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 174 & 178 Ιεράς Μονής Παρακλήτου)

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

“Η άμμος στο κουτάλι”- J. BUCAY


”Ήταν μια φορά ένας κύριος που έκανε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Όταν έφτασε στο Ηνωμένο Βασίλειο, αγόρασε από το αεροδρόμιο έναν οδηγό με τα κάστρα των νησιών. Κάποια είχαν συγκεκριμένες μέρες επισκέψεων και άλλα πολύ αυστηρό ωράριο. Αλλά αυτό που του τράβηξε την προσοχή, ήταν ένα που παρουσιαζόταν με τη φράση «Η επίσκεψη της ζωής σου».
Στις φωτογραφίες τουλάχιστον, φαινόταν ένα κάστρο ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εντυπωσιακό από τα άλλα, αλλά είχε ιδιαίτερες συστάσεις. Ο οδηγός εξηγούσε πως για λόγους που θα γίνονταν κατανοητοί αργότερα, οι επισκέπτες δεν πλήρωναν είσοδο εκ των προτέρων αλλά ήταν απαραίτητο να κλείσουν από πριν ραντεβού δηλαδή ημέρα και ώρα. Η διαφορετική αυτή πρόταση του είχε κινήσει την περιέργεια, και το ίδιο απόγευμα ο άνθρωπος τηλεφώνησε από το ξενοδοχείο του και έκλεισε ραντεβού.
Όλα λειτουργούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στον κόσμο. Αρκεί να έχει κάποιος ένα σημαντικό ραντεβού κάποια συγκεκριμένη ώρα και ανάγκη να είναι ακριβής, για να μπερδευτούν όλα. Η περίπτωση αυτή δεν αποτέλεσε εξαίρεση, και δέκα λεπτά αργότερα από τη συμφωνημένη ώρα, ο τουρίστας έφτασε στο παλάτι. Παρουσιάστηκε σ’ έναν άντρα με καρό φούστα, που τον περίμενε και τον καλωσόρισε.
-«Οι υπόλοιποι μπήκαν ήδη με τον ξεναγό;» ρώτησε αφού πρώτα δεν είδε κανέναν άλλο επισκέπτη.
-«Οι υπόλοιποι;» ανταπέδωσε την ερώτηση ο άντρας. «όχι οι επισκέψεις είναι ατομικές και δεν προσφέρουμε ξεναγούς»
Χωρίς καμιά αναφορά στο ωράριο, του εξήγησε λίγο την ιστορία του κάστρου και του ανέφερε τι να προσέξει ιδιαιτέρως: τις τοιχογραφίες, τις πανοπλίες στη σοφίτα, τον πολεμικό εξοπλισμό στη Βόρεια αίθουσα, τις κατακόμβες κάτω από τη σκάλα και το δωμάτιο βασανιστηρίων στο μπουντρούμι. Αφού είπε αυτά του έδωσε ένα κουτάλι και του ζήτησε να το κρατήσει οριζόντιο, με το κοίλο μέρος προς τα πάνω.
-«Κι αυτό τι;» ρώτησε ο επισκέπτης
-«Εμείς δεν εισπράττουμε την άδεια εισόδου στο κάστρο. Για να κοστολογήσουμε την επίσκεψή σας καταφεύγουμε σε αυτό το σύστημα. Κάθε επισκέπτης κρατάει ένα κουτάλι σαν αυτό, γεμάτο μέχρι πάνω με ψιλή άμμο. Εδώ χωράνε ακριβώς 100 γραμμάρια. Μετά την περιήγηση σας στο κάστρο, ζυγίζουμε την άμμο που έχει μείνει στο κουτάλι και σας χρεώνουμε μια λίβρα για κάθε γραμμάριο που έχετε χάσει. Ένας τρόπος για να βρούμε το κόστος της καθαριότητας» εξήγησε.
-«Κι αν δεν χάσω ούτε ένα γραμμάριο;»
-«Α αγαπητέ μου κύριε, τότε η επίσκεψη σας στο κάστρα θα είναι δωρεάν»
Ο άνθρωπος αν και έκπληκτος, βρήκε την πρόταση διασκεδαστική και, αφού είδε τον οικοδεσπότη να ξεχειλίζει το κουτάλι με άμμο, ξεκίνησε την περιήγησή του. Έχοντας εμπιστοσύνη στις κινήσεις του, ανέβηκε πολύ αργά τις σκάλες με το βλέμμα καρφωμένο στο κουτάλι. Όταν έφτασε πάνω, στην αίθουσα με τις πανοπλίες, προτίμησε να μην μπει γιατί σκέφτηκε πως ο αέρας θα έπαιρνε την άμμο κι έτσι αποφάσισε να κατέβει προσεκτικά. Περνώντας από την αίθουσα με τις πολεμικές μηχανές, κάτω από τη σκάλα, συνειδητοποίησε πως για να τις δει καλά, θα έπρεπε να κρατηθεί από τα κάγκελα και να σκύψει πολύ. Δεν ήταν επικίνδυνο για την σωματική του ακεραιότητα, αλλά συνεπαγόταν πως θα έχανε κάτι από το περιεχόμενο του κουταλιού, οπότε συμβιβάστηκε να το κοιτάξει από μακριά. Τι ίδιο του συνέβη και με την υπερβολικά απότομη σκάλα που οδηγούσε στα μπουντρούμια. Καθώς επέστρεφε από το διάδρομο στο σημείο εκκίνησης, κατευθύνθηκε ικανοποιημένος προς τον άνθρωπο με τη σκωτσέζικη φούστα που τον περίμενε με μια ζυγαριά. Εκεί άδειασε το περιεχόμενο του κουταλιού και περίμενε την ετυμηγορία του άντρα.
-«Εκπληκτικό, χάσατε μόνο μισό γραμμάριο» ανακοίνωσε, «σας συγχαίρω. Όπως εσείς προβλέψατε, αυτή η επίσκεψη δε θα σας στοιχίσει τίποτα»
-«Ευχαριστώ»
-«Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;» ρώτησε στο τέλος ο οικοδεσπότης.
Ο τουρίστας δίστασε και τελικά αποφάσισε να φανεί ειλικρινής.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι και πολύ. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να προσέχω την άμμο, που δεν μπόρεσα να δω αυτό που μου είπατε.»
-«Μα αυτό είναι φριχτό! Κοιτάξτε, θα κάνω μια εξαίρεση. Θα σας ξαναγεμίσω το κουτάλι, γιατί είναι ο κανονισμός, αλλά τώρα ξεχάστε πόσο θα χυθεί: μένουν 12 λεπτά μέχρι να έρθει ο επόμενος επισκέπτης. Να πάτε και να γυρίσετε πριν φτάσει»
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο άνθρωπος πήρε το κουτάλι κι έτρεξε στη σοφίτα. Όταν έφτασε έριξε μια γρήγορη ματιά σε ότι υπήρχε εκεί, και κατέβηκε τρέχοντας στα μπουντρούμια γεμίζοντας τις σκάλες με άμμο. Δεν περίσσευε ούτε μια στιγμή γιατί τα λεπτά περνούσαν, και σχεδόν πέταξε προς το πέρασμα κάτω από τη σκάλα, όπου, σκύβοντας για να μπει του έπεσε το κουτάλι και χύθηκε όλο το περιεχόμενό του. Κοίταξε το ρολόι του. Είχαν περάσει έντεκα λεπτά. Ξανά, χωρίς να δει τις πολεμικές μηχανές, έτρεξε μέχρι τον άνθρωπο στην είσοδο, στον οποίο παρέδωσε το άδειο κουτάλι.
-«Αυτή τη φορά χωρίς άμμο λοιπόν, αλλά μην ανησυχείτε, έχουμε κάνει μια συμφωνία. Πώς ήταν; Ευχαριστηθήκατε την επίσκεψη;»
Ξανά ο επισκέπτης δίστασε μερικές στιγμές.
-«Η αλήθεια είναι πως όχι» ομολόγησε στο τέλος. «Ήμουν τόσο απασχολημένος να γυρίσω πριν φτάσει ο επόμενος, που έχασα όλη την άμμο, αλλά και πάλι δεν το ευχαριστήθηκα καθόλου.»
Ο άνθρωπος με την πίπα άναψε την πίπα του και του είπε:
-«Υπάρχουν κάποιοι που περπατούν στο κάστρο της ζωής τους προσπαθώντας να μην τους κοστίσει τίποτα, και δεν μπορούν να το ευχαριστηθούν. Υπάρχουν άλλοι που βιάζονται τόσο να φτάσουν νωρίς, που χάνουν τα πάντα χωρίς και αυτοί να ευχαριστηθούν τίποτα. Κάποιοι λίγοι μαθαίνουν αυτό το μάθημα και παίρνουν τον χρόνο τους για κάθε διαδρομή. Ανακαλύπτουν και απολαμβάνουν την κάθε γωνιά, το κάθε βήμα. Ξέρουν πως δε θα είναι δωρεάν, αλλά καταλαβαίνουν ότι το κόστος του να ζεις, αξίζει τον κόπο.»”
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ “ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ” ΤΟΥ J. BUCAY

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Μην περιμένεις....



"Εγώ θα σ’ το πω απλά και ανθρώπινα, στο δικό μου πνευματικό επίπεδο που είναι χαμηλό και γήινο, γιατί κουράστηκα από τις υψηλές αναλύσεις.

Μην περιμένεις η ζωή να σε ρωτήσει εάν και πόσο αντέχεις. Δεν θα συμβεί ποτέ. 


Μην περιμένεις να βρεθούν οι τέλειες συνθήκες για να πεις «θα ζήσω». Ζήσε σήμερα. 


Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο πατέρα ή μάνα για να μην έχεις τραύματα. 


Μην περιμένεις να βρεις τον τέλειο σύζυγο, γιατί απλά δεν θα τον βρεις ποτέ.


Μην περιμένεις να κάνεις τα τέλεια παιδιά, γιατί απλά δεν υπάρχουν. 


Μην περιμένεις να συναντήσεις τους τέλειους φίλους, γιατί ούτε εσύ είσαι. 


Μην περιμένεις να δουλέψεις στην ιδανική δουλειά, γιατί απλά θα μείνεις άνεργος. 


Μην περιμένεις να δεις τον Θεό ως ένα «ον» που κατεβαίνει από τους ουρανούς σε μορφή χολιγουντιανής ταινίας. Απλά δεν θα συμβεί ποτέ και θα χάσεις την ευκαιρία να Τον συναντήσεις στην καθημερινότητά σου.


Μην περιμένεις να έχεις την τέλεια παρέα για να πας ένα περίπατο.


Ξεκίνα έστω και μόνος. Στην διαδρομή, θα συναντήσεις συνοδοιπόρους. "


 π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος
 Απόσπασμα από το βιβλίο του "Κάθε τέλος μια αρχή"

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2018

"Τόλμα, να είσαι άνθρωπος ανάμεσα σε τόσους μικρούς «θεούς». Μόνο βιάσου…. Όταν συνηθίζεις το τέρας,αρχίζεις να του μοιάζεις"- Μάνος Χατζιδάκις


Τόλμα να είσαι άνθρωπος….
Την αδικία την είδες, δεν την σταμάτησες, δεν έκανες τίποτα για να την αποτρέψεις. Κάτι πήγες να πεις, σαν να διαμαρτυρήθηκες, αλλά σε πρόλαβαν οι «λογικοί»:

Σώπα καημένε, τον κόσμο εσύ θα τον αλλάξεις; Μπελάδες μη γυρεύεις.

Σε έπεισαν, δεν ανακατεύτηκες.


Ο κόσμος δεν άλλαξε, εσύ δεν ασχολείσαι. Απ’ όλα έχεις και είσαι πιο φτωχός από ποτέ.
Ελεύθερος είσαι, μέσα στο χρυσό σου κελί.

Μιλάς για Θεό κι όταν γράφεις τη λέξη φροντίζεις πάντοτε το πρώτο της γράμμα να το διορθώνεις.

Να μην είναι κεφαλαίο, μη σε παρεξηγήσουν, μη δώσεις δικαίωμα πως αγαπάς κάτι που δεν αναγνωρίζουν.

Να είσαι αρεστός, γιατί, αλίμονο αν μπεις στο περιθώριο.

Και δεν είναι που δεν πιστεύουν στο Θεό, όχι, είναι δικαίωμά τους.

Είναι που δεν σε αφήνουν, να πιστεύεις εσύ. Κι έτσι απαξιώνεις το πιστεύω σου κι ό,τι σου μάθαιναν στο σπίτι, να είσαι αληθινός, να είσαι ο εαυτός σου, τότε που σε μεγάλωναν με την ελπίδα πως δεν θα μοιάσεις στα τέρατα που κυκλοφορούν εκεί έξω.

Κρύβεσαι. Κρύβεσαι να μη δουν, πόσο είσαι διαφορετικός. Κάνεις το κέφι τους, πρέπει να σε αποδεχτούν πάση θυσία. Εκείνοι σε επιδοκιμάζουν κι εσύ σε σιχαίνεσαι. Έχεις ξεχάσει ποια ήταν η μορφή σου προτού ντυθείς το λυκοτόμαρό τους. Κι είναι βαρύ και δεν φτάνει που χαρακώνει το δέρμα σου, πληγιάζει τα σωθικά σου. Έχεις ξεχάσει ποιός ήσουν προτού τους προσκυνήσεις.

Τότε που δεν σε ένοιαζε τί χρώμα είχαν οι φίλοι σου κι αν τα παπούτσια τους ήταν ντεμοντέ, τα ρούχα τους παλιά, οι λέξεις τους απλοϊκές κι ίσως, λιγάκι χωριάτικες.

Τότε που δεν ντρεπόσουν να μιλήσεις, που δεν σήκωνες το χέρι για να ζητήσεις την άδεια να πεις τη γνώμη σου. Τότε που δεν φοβόσουν να πεις όχι, να μπεις μπροστά, να υποστηρίξεις το δίκαιο, να υπερασπιστείς την αλήθεια και το δικαίωμα του καθενός να ζει όπως επιθυμεί, ανθρώπινα. Τότε που δεν δείλιαζες να τους δείξεις πως αγαπάς τον άνθρωπο κι όχι την εξουσία.

Τώρα απλώς σωπαίνεις, κάνεις στην άκρη κι όταν πηγαίνεις, ακολουθείς τους πολλούς, μόνος σου δεν βασίζεσαι να προχωρήσεις. Θα σε φάνε τα όρνια λες.

Και δεν βλέπεις, καημένε, πως τους σερβίρεις στο πιάτο την ψυχή σου.

Αντιστάσου, αν θέλεις να περισώσεις την ανθρωπιά σου. Πάλεψε, αν θέλεις να ζήσεις σαν άνθρωπος. Τόλμα, να είσαι άνθρωπος ανάμεσα σε τόσους μικρούς «θεούς».

Μόνο βιάσου….

Όταν συνηθίζεις το τέρας,αρχίζεις να του μοιάζεις ….

Μάνος Χατζιδάκις

πηγή https://skepseissofwn.blogspot.gr, https://searchingthemeaningoflife.wordpress.com

Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Τελικά δεν αγοράζεται η αγάπη...


Ένας αγρότης πουλούσε κουταβάκια. Έφτιαξε λοιπόν μια πινακίδα κι όπως έβαζε το τελευταίο καρφί, αισθάνθηκε κάποιον να τον τραβά από το μανίκι.

Γύρισε κι είδε ένα μικρό αγόρι.

''-Κύριε, θέλω να αγοράσω ένα κουταβάκι" είπε το αγόρι.

Ο αγρότης σκέφτηκε λίγο και απάντησε.

-"Ξέρεις, αυτά τα κουταβάκια είναι από πολύ σπουδαίους γονείς και στοιχίζουν πολλά χρήματα."

Το αγόρι χαμήλωσε το κεφάλι για ένα λεπτό. Μετά έβγαλε από τη τσέπη του μερικά κέρματα... τα έτεινε στον αγρότη και ρώτησε:

- "έχω αυτά τα χρήματα. Φτάνουν για να αγοράσω ένα κουταβάκι;"

Ο αγρότης έβγαλε ένα σφύριγμα και στη στιγμή πετάχτηκε από το σκυλόσπιτο η μαμά σκύλα κι από πίσω της τρέχοντας πέντε γούνινες μπαλίτσες. Το αγόρι τα κοιτούσε με μάτια γεμάτα ευτυχία. Ξαφνικά, είδε μια ακόμα γούνινη μπαλίτσα να έρχεται προς το μέρος τους, ακολουθώντας όμως με μεγάλη δυσκολία τα άλλα κουτάβια. Σερνόταν και αγωνιζόταν να τα φτάσει.

-"Αυτό θέλω" είπε το αγόρι...

- "Μα δεν μπορείς να πάρεις αυτό" είπε ο αγρότης.

"Δεν θα μπορέσει ποτέ να τρέξει και να παίξει όπως τα άλλα κουτάβια"...

Το αγόρι έσκυψε και σήκωσε το μπατζάκι του παντελονιού του αποκαλύπτοντας δύο ατσάλινες λάμες να συγκρατούν το πόδι του και να καταλήγουν σε ένα ειδικό παπούτσι...

- "Βλέπετε κύριε" είπε το αγόρι,ούτε κι εγώ μπορώ να τρέξω πολύ καλά και θα χρειαστεί στη ζωή του κάποιον να τον καταλαβαίνει"...

Ο αγρότης με δάκρυα στα μάτια έσκυψε, πήρε το κουτάβι και το απόθεσε στην αγκαλιά του αγοριού.

-"Πόσο κάνει;" ρώτησε ο μικρός.

-"Τίποτα δεν κάνει" είπε ο αγρότης...

Το μικρό αγόρι του είχε δώσει το μεγαλύτερο μάθημα ζωής...

...ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΕΤΑΙ Η ΑΓΑΠΗ...

Πηγή: https://www.facebook.com/perivolipanagias.blogspot.gr

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Το Παράπονο- Οδυσσέας Ελύτης



Αναρωτιέμαι μερικές φορές: είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία;
Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

Μούτρα. Νʼ αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα. Τη μέρα, την κάθε σου μέρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, ναχρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές. Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις.

Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.

Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. Σʼ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους. Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα. Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.

Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω. Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή. Και που η λύπη τους είναι η δύναμή τους. Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους. Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.

Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ. Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν. Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει
όσο κι αν το κυνηγά
πάντα, πάντα θα ʽναι αργά
δεύτερη ζωή δεν έχει.

Το Παράπονο, Οδυσσέας Ελύτης


Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το άσυλο - Κ. Gibran


Ό,τι είμαστε είναι αποτέλεσμα του τι σκεφτόμαστε. Τριγύριζα στους κήπους ενός ασύλου για παράφρονες, όταν γνώρισα έναν νεαρό άνδρα που διάβαζε ένα βιβλίο φιλοσοφίας. Η συμπεριφορά του και η προφανής καλή υγεία του, τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους τροφίμους.
Κάθισα δίπλα του και ρώτησα:
«Τι κάνεις εδώ;»
Με κοίταξε, έκπληκτος. Και βλέποντας ότι δεν ήμουν ένας από τους γιατρούς, απάντησε:
«Είναι πολύ απλό.
Ο πατέρας μου, ένας λαμπρός δικηγόρος, ήθελε να γίνω σαν αυτόν.
Ο θείος μου, ο οποίος κατέχει ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο, ήλπιζε πως θα ακολουθήσω το παράδειγμά του.
Η μητέρα μου ήθελε να είμαι η εικόνα του αγαπημένου της πατέρα.
Η αδελφή μου έβαζε τον σύζυγό της πάνω από εμένα φέρνοντάς τον ως παράδειγμα του επιτυχημένου άνδρα.
Ο αδελφός μου προσπάθησε να με προπονήσει έως ότου γίνω διάσημος αθλητής όπως ο ίδιος.
Το ίδιο συνέβη και στο σχολείο, με τον καθηγητή πιάνου και τον καθηγητή των Αγγλικών – ήταν όλοι πεπεισμένοι και αποφασισμένοι ότι ήταν το καλύτερο δυνατό παράδειγμα προς μίμηση.
Κανένας από αυτούς δεν με κοίταξε ως ένα άτομο, αλλά ήταν σαν να κοιτάζουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.
Γι’ αυτό κι εγώ αποφάσισα να εγγραφώ στο άσυλο. Τουλάχιστον εδώ μπορώ να είμαι ο εαυτός μου».
Χαλίλ Γκιμπράν